Η ανάπτυξη της Αμυντικής Βιομηχανίας πρέπει να γίνει άμεσα πρώτιστη εθνική προτεραιότητα

Η ανάπτυξη της Αμυντικής Βιομηχανίας πρέπει να γίνει άμεσα πρώτιστη εθνική προτεραιότητα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά άλλα θέματα, που θα ήθελε κανείς να σχολιάσει στο εβδομαδιαίο άρθρο του «ΠΑΡΟΝ». Είναι η δίνη στην οποία έχει βρεθεί η Ευρώπη με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η καταστροφή των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία και οι συνέπειες, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Είναι επίσης το θέμα της ενέργειας για την Ευρώπη και την Ελλάδα.

Το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο διεθνής διασυρμός της χώρας εξαιτίας του και ο κίνδυνος αποσταθεροποιήσεως, με ύποπτα σενάρια για επανάληψη, με άλλα πρόσωπα, του σεναρίου κυβερνήσεως τεχνοκρατών τύπου Παπαδήμου. Είναι, τέλος, η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικής ρητορικής και οι Τουρκικοί σχεδιασμοί για την ντε φάκτο προώθηση της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας».

Θεωρούμε όμως σκόπιμο να σχολιάσουμε σήμερα ένα θέμα που βρίσκεται, δυστυχώς, πολύ χαμηλά στην κλίμακα των προτεραιοτήτων, ενώ θα έπρεπε, ήδη από καιρό, να είχε καταστεί μία από τις κύριες προτεραιότητες της χώρας. Είναι το θέμα της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.

Η Ελλάδα κινδύνευσε να πληρώσει πολύ ακριβά την αδράνεια και την απραξία στον τομέα των εξοπλισμών επί μια ολόκληρη δεκαπενταετία. Ακολούθησε, δηλαδή, κατά την περίοδο αυτή, συμπληρωματική πολιτική προς την Τουρκική στρατηγική. Η τελευταία έχει θέσει ως στόχο, ως γνωστόν, την επέκταση στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο, την αρπαγή του ενεργειακού πλούτου στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου και τον στρατηγικό έλεγχο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο τρόπος για να το επιτύχει είναι ο στρατηγικός εκφοβισμός και εκβιασμός, από θέση ισχύος, και η απροκάλυπτη επίθεση, όταν δοθεί η ευκαιρία, όπως στην Κύπρο. Ο στρατηγικός εκβιασμός έχει ειδικότερα ως στόχο τη δημιουργία και επιβολή τετελεσμένων γεγονότων, χωρίς αντίδρα­ση της Ελλάδος.

Το εργαλείο για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής είναι, προφανώς, η στρατιωτική ισχύς και ειδικότερα η αεροναυτική υπεροχή. Στο πλαίσιο αυτό, το καθεστώς Ερντογάν, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τον γενικότερο στόχο της αναδείξεως της Τουρκίας σε «μεγάλη» δύναμη, έθεσε τρεις συγκεκριμένους στόχους: Να αναπτύξει, με γρήγορο ρυθμό, μια μεγάλη αμυντική βιομηχανία. Να δημιουργήσει, με τον ίδιο τρόπο, μια ισχυρή Αεροπορία και ένα ισχυρό Ναυτικό, με όρους ανατροπής, κάθε αεροναυτικής ισορροπίας με την Ελλάδα.

Εάν συνεχιζόταν η πολιτική της αδράνειας εκ μέρους της Ελλάδος για μια ακόμη πενταετία και αν ο Ερντογάν δεν διέπραττε το λάθος των πυραύλων S-400 από αλαζονεία και υποτίμηση των Αμερικανικών αντιδράσεων, η Ελλάδα θα βρισκόταν σήμερα σε δεινή θέση. Η Τουρκία θα είχε πάρει τα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 και θα είχε ανατρέψει την αεροπορική ισορροπία με την Ελλάδα. Οι εξελίξεις, βεβαίως, με το σύστημα S-400 δεν είναι απομονωμένες. Διαπλέκονται με την όλη πολιτική που επιδιώκει η Άγκυρα για να κατακτήσει μια άλλη διεθνή θέση, με νέους κινητήρες τον Ισλαμισμό και τον Μουσουλμανικό κόσμο της Ευρασίας, με κύρια αναφορά το Πακιστάν.

Η εγκατάλειψη, ευτυχώς, από την Ελλάδα της αμυντικής απραξίας και οι πρωτοβουλίες για εσπευσμένη ενίσχυση, κατά πρώτο λόγο, της Αεροπορίας, έδωσαν στη χώρα ένα ξεκάθαρο προβάδισμα στην Αεροπορία και ενίσχυσαν καταλυτικά τις προοπτικές του Ελληνικού Ναυτικού. Παραμένουν ό­μως πολλά που πρέπει ακόμη να γίνουν για να συμπληρωθεί η πανοπλία της Ελληνικής πλευράς, που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του Τουρκικού τυχοδιωκτισμού και επεκτατισμού.

Η Άγκυρα διατηρεί ακόμη το πλεονέκτημα σε σημαντικούς και επικίνδυνους τομείς, όπως είναι:
α. Οι βαλλιστικοί πύραυλοι.
β. Τα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη.
γ. Τα σύγχρονα πυρομαχικά.
δ. Ο ηλεκτρονικός πόλεμος.

Το πλεονέκτημα που διατηρεί η Άγκυρα στους τομείς αυτούς είναι ακόμη πιο επικίνδυνο γιατί επηρεάζει το Τουρκικό δόγμα μάχης και τις αντίστοιχες τακτικές. Η Άγκυρα, δηλαδή, χρησιμοποιεί το πλεονέκτημά της για να διαμορφώσει ανορθόδοξες τακτικές και μορφές υβριδικού πολέμου. Οι νέες αυτές τακτικές δοκιμάζονται ήδη στον πόλεμο της Ουκρανίας, στον οποίο το Πυροβολικό, με σύγχρονα πυρομαχικά, οι πύραυλοι ακριβείας και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη κάθε είδους διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο.

Με τους βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς η Άγκυρα επιδιώκει να ασκήσει στρατηγικό έλεγχο και να είναι σε θέση να καταφέρει κατά της Ελλάδος προληπτικό πλήγμα, με επιθέσεις κορεσμού. Προφανώς, η Ελλάδα έχει ανάγκη από αντίστοιχους βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, πέρα από τον περιορισμένο αριθμό πυραύλων scalp που διαθέτει. Έχει ανάγκη επίσης άμεσης βελτιώσεως των αντιπυραυλικών της δυνατοτήτων, για την προστασία των αεροπορικών και ναυτικών της βάσεων, αλλά και άλλων στρατηγικών κόμβων της άμυνάς της.

Το ίδιο ισχύει για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η Τουρκία κατόρθωσε με μια σταθερή και φιλόδοξη στρατηγική να καταστεί πρωτοποριακή δύναμη σ’ αυτόν τον τομέα. Πιεζόμενη επίσης από την ανάγκη να ενισχύσει τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται έναντι της Ελληνικής Αεροπορίας, μετά τη ματαίωση της παραλαβής των F-35 και την αβεβαιότητα που υπάρχει για τα F-16, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη σε νέους ρόλους, ως μια δεύτερη Αεροπορία, με την ανάπτυξη νέων επιθετικών δυνατοτήτων, όχι μόνον αέρος – εδάφους αλλά και αέρος – αέρος. Να τα χρησιμοποιήσει επίσης ως πλατφόρμες εκτοξεύσεως πυραύλων Κρουζ και βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς.

Τις δυνατότητες αυτές ενσαρκώνουν οι τρεις νέοι τύποι ΜΕΑ που έχει αναπτύξει. Το «Ακιντζί», το οποίο έκανε προσφάτως επίδειξη της δυνατότητας μεταφοράς μεγάλου αριθμού πυραύλων και κατευθυνομένων βομβών σε εννέα πυλώνες, το «Ακσουγκούρ», το οποίο μπορεί να εκτοξεύει τον Τουρκικό πύραυλο Κρουζ τύπου «Σομ», και το «Κιζίλ Ελμά» («Κόκκινη Μηλιά»), το οποίο παρουσιάστηκε προσφάτως και η μαζική παραγωγή του οποίου θα αρχίσει μέσα σε δύο χρόνια. Το «Κιζίλ Ελμά» είναι υπερηχητικό και τύπου Στελθ (αόρατο στο ραντάρ), κατά τους Τουρκικούς ισχυρισμούς, και μπορεί να εκτοξεύει πυραύλους αέρος – αέρος και πυραύλους Κρουζ.

Προφανώς, η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει την απάντησή της και σε αυτόν τον τομέα, όπως και στους άλλους τομείς, στους οποίους η Άγκυρα έχει ακόμη το πλεονέκτημα. Η απάντηση όμως δεν μπορεί να παραμείνει μόνο στο επίπεδο των αγορών και των προμηθειών. Η Ελλάδα, επιτέλους, πρέπει να εγκαταλείψει την απραξία και στον τομέα της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και να ασχοληθεί σοβαρά με τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία. Τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση προσανατολίζεται προς τη διάθεση πολύ σημαντικών πόρων για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, δεν μπορεί η Ελλάδα είτε να παραδίδει σε ξένους την αμυντική της βιομηχανία είτε να αδιαφορεί και να επιτρέπει στην Άγκυρα να ενισχύει περαιτέρω το πλεονέκτημά της σ’ αυτόν τον τομέα, που έχει μέγιστη σημασία για το μέλλον.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: ΕΣ


Σχολιάστε εδώ