Η ανακάλυψη νέου μεγάλου κοιτάσματος φυσικού αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ και τα μηνύματα που στέλνει σε Ελλάδα και Κύπρο
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Με την ανακάλυψη του κοιτάσματος «Κρόνος», στο οικόπεδο 6 της Κυπριακής ΑΟΖ, δυναμικότητας 70 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου, από την κοινοπραξία της Ιταλικής εταιρείας Eni και της Γαλλικής Total, η Κύπρος μπαίνει κυριολεκτικά στον ενεργειακό χάρτη. Συνυπολογιζομένων των κοιτασμάτων «Αφροδίτη», «Καλυψώ», «Γλαύκος», το διαπιστωμένο μέχρι τώρα δυναμικό της υπερβαίνει τα 300 δισ. κυβικά μέτρα. Η ποσότητα αυτή είναι ίση με το 10% των εισαγωγών της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Με απλά λόγια, η ανακάλυψη αυτή επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι σε θέση να συμβάλει ουσιαστικά στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, στην παρούσα ενεργειακή συγκυρία, που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πολιτική των Ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ανεξαρτήτως, πάντως, και της συγκυρίας αυτής, η κάλυψη ενός μέρους των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης από τους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου εντάσσεται σε μια λογική ισορροπημένης πολιτικής προμηθειών από διαφορετικές πηγές, για λόγους πολυδιάστατης Ευρωπαϊκής στρατηγικής και ενεργειακής ασφάλειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε μια ένδειξη του ενδιαφέροντός της για τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου παρέχοντας στήριξη στο σχέδιο του αγωγού East Med, με τη χρηματοδότηση μελέτης σκοπιμότητας και βιωσιμότητας. Η πολιτική αυτή ατόνησε, ως αποτέλεσμα της Γερμανικής ενεργειακής στρατηγικής των τελευταίων χρόνων. Η Γερμανία αδιαφόρησε για τη στήριξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, εφόσον ακολούθησε ως στρατηγική επιλογή την προμήθεια φθηνού Ρωσικού αερίου, που εξυπηρετούσε τη Γερμανική βιομηχανία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της. Ως αντάλλαγμα μάλιστα, είχε ανοικτή τη μεγάλη Ρωσική αγορά για εξαγωγές και επενδύσεις.
Το Βερολίνο φιλοδοξούσε παραλλήλως να ηγηθεί, στην Ευρώπη, της μεταβάσεως στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Την πολιτική αυτή επέβαλε μάλιστα ως επιλογή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με κύριο επιχείρημα την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη επιταχύνσεως της μεταβάσεως στις ΑΠΕ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να αποδεχθεί άκριτα το ιδεολόγημα της υποτιθέμενης «πράσινης» αναπτύξεως και να αναλάβει ρόλο «πρωτοπόρου», φτάνοντας στο σημείο να απεμπολήσει την εξόρυξη των Ελληνικών υδρογονανθράκων.
Η πολιτική αυτή έμεινε για ένα διάστημα ανομολόγητη, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Αποκαλύφθηκε επισήμως για πρώτη φορά από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Δένδια σε συνέντευξή του σε Αραβική εφημερίδα, κατά τη διάρκεια επισκέψεώς του σε Αραβική χώρα.
Η πολιτική αυτή στέρησε από την Ελλάδα ένα τεράστιο πλεονέκτημα, που έχει άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στην Ελληνική οικονομία και ανάπτυξη αλλά και στη στρατηγική και γεωπολιτική θέση της χώρας. Το επιχείρημα ότι ο αναγκαίος χρόνος για την έρευνα και αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων υπερέβαινε δήθεν τη 15ετία και ότι κατά το διάστημα αυτό θα επερχόταν η υποκατάσταση του φυσικού αερίου και του πετρελαίου από τις ΑΠΕ διαψεύσθηκε πρώτα από την εκμετάλλευση του Αιγυπτιακού κοιτάσματος «Ζορ» και διαψεύδεται τώρα από τον υπολογιζόμενο χρόνο αξιοποιήσεως του κοιτάσματος «Κρόνος» της Κυπριακής ΑΟΖ. Στην πρώτη περίπτωση, η εμπορική αξιοποίηση του «Ζορ» άρχισε σε δυόμισι χρόνια. Στη δεύτερη περίπτωση, του κοιτάσματος «Κρόνος», η Ιταλική εταιρεία ΕΝΙ διαβεβαίωσε ότι η εκμετάλλευσή του μπορεί να αρχίσει μέσα σε 18 μήνες.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι εξόφθαλμη η εθνική βλάβη που προεκλήθη από την πολιτική της απεμπολήσεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Πολύ χειρότερα ακόμη, η πολιτική αυτή συνδυάσθηκε με παράλληλη εγκατάλειψη των Ελληνικών λιγνιτών, γεγονός που άφησε τη χώρα υποχείριο των ανεμογεννητριών, χωρίς μια ουσιαστική εθνική ενεργειακή πολιτική.
Υποτίθεται ότι υπό το βάρος της σημερινής πραγματικότητας η πολιτική αυτή έχει αναστραφεί, τόσο σε ό,τι αφορά την εξόρυξη των Ελληνικών υδρογονανθράκων όσο και τους λιγνίτες. Η ακραία όμως νεοφιλελεύθερη πολιτική στην οποία έχει προσχωρήσει η κυβέρνηση, η οποία εκφράζεται τόσο με την πολιτική της στο θέμα της ΔΕΗ όσο και με την υπερακόντισή της στην Ευρώπη στο θέμα των ρύπων, που υποθηκεύει την ανταγωνιστική αξιοποίηση των λιγνιτών, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για την πραγματική πορεία της κυβερνητικής πολιτικής στο θέμα της ενέργειας.
Τα ίδια ερωτηματικά τίθενται και σε ό,τι αφορά την εξόρυξη των υδρογονανθράκων. Η αποχώρηση της Γαλλικής Total μετά από άσκοπη αναμονή πολλών χρόνων, αποτελεί πλήγμα για το Ελληνικό πρόγραμμα εξορύξεων Νότια και Νοτιοδυτικά της Κρήτης. Η παράταση της παραμονής της Αμερικανικής Exxon Mobil για άλλα δύο χρόνια αποτελεί, αντιθέτως, θετικό και ελπιδοφόρο παράγοντα, παρά τις ανησυχίες που δημιουργεί η Αμερικανική πολιτική στο θέμα των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Η Αμερικανική πολιτική, διά στόματος της σημερινής Αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών Νούλαντ, υπεστήριξε στο παρελθόν τη «συμμετοχή» και της Τουρκίας στους πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Προφανώς, η «συμμετοχή» αυτή αφορούσε την ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου, εφόσον, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, τα Τουρκικά δικαιώματα ΑΟΖ καθορίζονται σαφώς από τον λεγόμενο χάρτη της Σεβίλλης, που εκπονήθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Οι συνθήκες σήμερα είναι αρκετά διαφορετικές. Η σκιά όμως αυτού του παρελθόντος είναι πάντα παρούσα και η Ελληνική πλευρά οφείλει να στείλει τα μηνύματά της στην Ουάσινγκτον, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να ασκεί πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, αναλώμασι των Ελληνικών συμφερόντων. Η Ελληνική όμως αυτή πολιτική δεν εξυπηρετείται με τη συνεχή παράταση επ’ αόριστον της εκκρεμότητας στην εφαρμογή των Ελληνικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.
Η αδράνεια αυτή και η εκκρεμότητα άφησαν επικίνδυνο κενό, το οποίο σπεύδει να εκμεταλλευθεί η Άγκυρα, μετακινούμενη από το casus belli στην επιβολή τετελεσμένων γεγονότων. Η πολιτική αυτή εκφράζεται με τη διακήρυξη της γνωστής «Γαλάζιας Πατρίδας», που ακολουθείται συστηματικά από έρευνες στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και εν δυνάμει ΑΟΖ και απειλές για γεωτρήσεις. Η κατευναστική αυτή πολιτική πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στην Κύπρο, με την επικίνδυνη διολίσθηση του εσωτερικού μετώπου σε απαράδεκτες θέσεις, όχι μόνο σε ό,τι αφορά γενικά τη «λύση» του Κυπριακού αλλά και ειδικότερα την αξιοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου.
Η εντυπωσιακή κληρονομιά που άφησε ο αείμνηστος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, αλλά και προηγούμενοι Πρόεδροι, με την ανακήρυξη ΑΟΖ με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και την κατ’ αρχήν συμφωνία με τον Λίβανο, όπως επίσης με τις γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, υπονομεύεται από την άκριτη αλλαγή πολιτικής στο πνεύμα της προσεγγίσεως δήθεν με τους Τουρκοκυπρίους. Η αρχή έγινε από τον Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια και συνεχίζεται, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, με πρωτοστάτη το ΑΚΕΛ, που υποστηρίζει αναφανδόν τη χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου ως «καταλύτη» δήθεν για τη «λύση» του Κυπριακού.
Η ανεδαφική αυτή πολιτική είναι συμπληρωματική της πολιτικής του Αττίλα, που επιδιώκει, με πρόσχημα τους Τουρκοκυπρίους και τη γνωστή θεωρία ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, να βάλει χέρι στο φυσικό αέριο της Κύπρου.
Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να αποδείξουν ότι θέλουν και μπορούν να προασπίσουν την ΑΟΖ τους και να αξιοποιήσουν προς όφελός τους μια εξαιρετική γεωπολιτική συγκυρία.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: protothema.gr