Οι ευκαιρίες που αναζητεί ο Ταγίπ Ερντογάν από την πολιτική κρίση στην Ελλάδα
–Κατώτερο των περιστάσεων το ελληνικό πολιτικό προσωπικό!
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια σκληρή περίοδο διαρκούς αμφισβήτησης της κυριαρχίας της και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, την ώρα που στην Αθήνα το πολιτικό σύστημα βουλιάζει στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μια πολιτική κρίση η οποία υπονομεύει τη διεθνή θέση της χώρας και αποδυναμώνει την ενότητα του εσωτερικού μετώπου.
Η Τουρκία διαχρονικά αναζητούσε στιγμές αδυναμίας του εσωτερικού μετώπου στην Αθήνα προκειμένου να προχωρήσει και να υλοποιήσει τις διεκδικήσεις της και μπροστά της ανοίγεται μια περίοδος κατά την οποία η πολιτική ζωή της Ελλάδας θα κινείται σε τεντωμένο σχοινί, με τις γέφυρες κυβέρνησης – αντιπολίτευσης να έχουν κοπεί και με μια κυβέρνηση αδύναμη, η οποία θα σύρεται σε εκλογές υπό το βάρος των καταγγελιών για τις παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων της. Και στο τέλος αυτής της αντιπαράθεσης θα ακολουθήσει, όπως όλα δείχνουν, μια ακόμη πιο σοβαρή αστάθεια και ακυβερνησία.
Η πυγμή με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε μέχρι τώρα την υβριδική απειλή του Μεταναστευτικού θα είναι ανύπαρκτη πια, όπως φάνηκε και από τις σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης με το περιστατικό των εγκλωβισμένων μεταναστών στην τουρκική νησίδα του Έβρου, και έτσι η Αθήνα θα είναι ακόμη πιο ευάλωτη σε νέες απόπειρες του τουρκικού καθεστώτος να δοκιμάσει τις αντοχές της Ελλάδας.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία επίσης ότι τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής μπαίνουν και αυτά στο πεδίο της μακράς και άνευ ορίων πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία ουσιαστικά ξεκινά αύριο με την έναρξη των εργασιών της Βουλής, με πρώτο θέμα στην ατζέντα το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Η κυβέρνηση, βαθιά πληγωμένη από το σκάνδαλο, το οποίο η ίδια προκάλεσε, ρίχνει όλη την ενέργειά της τώρα όχι στις πραγματικές απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά στην εξασφάλιση παροχών και ρουσφετιών, με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορέσει να «μπουκώσει» την ελληνική κοινή γνώμη για να ξεχαστεί το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Και επίσης θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον τις επόμενες ημέρες η τροπή που θα πάρει και η συζήτηση στη Βουλή, καθώς η προσπάθεια της κυβέρνησης να επιδιώξει συμψηφισμούς με παλαιότερες περιόδους (από το 2012) και μια γενικευμένη αντιπαράθεση για τον ρόλο της ΕΥΠ θα είναι πραγματικά επικίνδυνη για την αποκάλυψη στοιχείων από παρακολουθήσεις αλλά και ενέργειες που έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται για την πραγματική προστασία του εθνικού συμφέροντος και την αντιμετώπιση των έξωθεν απειλών. Είναι προφανές ότι σε αυτό το κλίμα καμία Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν μπορεί να λειτουργήσει και να εκπληρώσει την πραγματική αποστολή της.
Ένα σοβαρό ακόμη πλήγμα που δέχθηκε η χώρα με το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ότι το κύρος της έχει πληγεί διεθνώς, καθώς οι Αμερικανοί και, κυρίως, οι ευρωπαίοι εταίροι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι σε τέτοια ζητήματα που άπτονται του κράτους δικαίου και της λειτουργίας της δημοκρατίας και έτσι η πειθώ της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής περιορίζεται, όπως και η δυνατότητα που, υποτίθεται, είχε μέχρι τώρα ο κ. Μητσοτάκης «να σηκώνει το τηλέφωνο και να συνομιλεί με ξένους ηγέτες»…
Την ίδια στιγμή, είναι σαφές ότι η Τουρκία, παρά τα όσα προέβλεπαν και κυβερνητικοί παράγοντες, όχι μόνο δεν χρεοκοπεί αλλά, πολύ περισσότερο, δεν απομονώνεται διεθνώς λόγω της ουκρανικής κρίσης.
Αντιθέτως η οικονομία της, με τις ενέσεις που δέχεται από τον αραβικό κόσμο αλλά και τη Ρωσία (με την ανοχή των ΗΠΑ), επιβιώνει και το κύρος της χώρας και του ίδιου του Ερντογάν αναβαθμίζεται διαρκώς.
Ο κ. Ερντογάν γνωρίζει πλέον ότι όλοι στη Δύση, παρά τη δυσανεξία στο πρόσωπό του, είναι υποχρεωμένοι να συνεργασθούν μαζί του για την Ουκρανία και να ανεχθούν το διπλό παιχνίδι που παίζει με τη Ρωσία και τον Πρόεδρο Πούτιν.
Αυτό προσφέρει αυτοπεποίθηση στην τουρκική εξωτερική πολιτική, καθώς οι ιθύνοντές της θεωρούν ότι οι αντιδράσεις Ευρωπαίων και Αμερικάνων σε τουρκικά εγχειρήματα στον διεθνή περίγυρο θα αντιμετωπίζονται με «κατανόηση», προκειμένου η Τουρκία να συνεχίζει να παίζει τον «εποικοδομητικό» ρόλο της στη Μαύρη Θάλασσα και να «μεσολαβεί» μεταξύ Δύσης και Πούτιν.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός και οι τουρκικές διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας κάθε άλλο παρά έχουν μπει στο ράφι, όπως θέλουν να πιστεύουν οι εύπιστοι των Αθηνών. Οι κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν είναι σταθερές και μεθοδικές και κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι μετά τον Οκτώβριο (μετά την ολοκλήρωση της προγραμματισμένης γεώτρησης του «Abdulhamid Han» στον κόλπο της Αττάλειας, εκτός τουρκικών χωρικών υδάτων), όταν εκτιμήσει ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την Τουρκία, θα επιχειρήσει μείζονα πρόκληση εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέχρι τότε, κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι προσφέρθηκε μια περίοδος χάριτος, κατά την οποία θα υπάρχει η δυνατότητα άμβλυνσης του κλίματος και αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας με το Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα.
Αντιθέτως θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για νέα εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού αλλά και κλιμάκωση της τουρκικής πολιτικής σε ό,τι αφορά το θέμα της άμυνας των ελληνικών νησιών.
Ήδη στον Έβρο έγινε μία ακόμη πρόβα τζενεράλε την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ καθημερινές είναι πλέον οι αναρτήσεις του τουρκικού Γενικού Επιτελείου και οι δηλώσεις ανώτατων τούρκων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Ερντογάν, για δήθεν επαναπροωθήσεις και κακομεταχείριση μεταναστών και προσφύγων, με τις οποίες επιχειρείται να πληγεί η εικόνα της Ελλάδας, ως χώρας που παραβιάζει το δίκαιο των προσφύγων και δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και να αποδυναμωθεί η θέση της τόσο στην ΕΕ όσο και στη διεθνή σκηνή.
Το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών θα μείνει στην κορυφή της τουρκικής ατζέντας και στην Αθήνα αναρωτιούνται και προβληματίζονται για το πώς θα κινηθεί το επόμενο διάστημα η Τουρκία. Εάν δηλαδή θα αρκεστεί σε δηλώσεις, ανακοινώσεις και επιστολές στον ΟΗΕ ή εάν θα προχωρήσει σε επόμενα βήματα, με την επίσημη έγερση του ζητήματος στο ΝΑΤΟ ή ακόμη και με προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ελπίζοντας ότι έτσι θα στριμώξει την Ελλάδα και θα αποδυναμώσει την ελληνική διαπραγματευτική θέση σε άλλα μείζονα ζητήματα, που αφορούν τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών αλλά και το δικαίωμα των νησιών σε πλήρεις θαλάσσιες ζώνες.
Και φυσικά θα έχει διαρκώς ενεργοποιημένη την απειλή παρέμβασης επί του πεδίου, με την αποστολή ερευνητικού ή ακόμη και γεωτρύπανου σε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, τις οποίες αμφισβητεί με βάση το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αλλά και το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Ο κ. Ερντογάν δείχνει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και έχει επίσης τη δυνατότητα να προκαλέσει κρίση όταν εκείνος επιλέξει και θεωρήσει ότι η θέση της Ελλάδας είναι ακόμη πιο αδύναμη.
Στο χέρι της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας είναι να μη δώσει την ευκαιρία αυτή που αναζητά ο Ταγίπ Ερντογάν. Δυστυχώς, όμως, τα μηνύματα δεν είναι ευοίωνα και το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δείχνει για μία ακόμη φορά κατώτερο των περιστάσεων…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: paraskhnio.gr