Υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές απέναντι στον μεγάλο στασιμοπληθωρισμό που έρχεται;
–Μια κριτική απέναντι στις ερμηνείες της νέας όξυνσης της κρίσης
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Όσο προχωρά το 2022, όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς την ύφεση. Σε πρόσφατη έρευνα της ιστοσελίδας Bloomberg το 60% των ερωτηθέντων οικονομολόγων ανέφερε ότι το πιθανότερο σενάριο για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι η ύφεση.
Το αντίστοιχο ποσοστό στην προηγούμενη έρευνα ήταν 45%, ενώ και πριν εισβάλει η Ρωσία στην Ουκρανία το ποσοστό δεν ήταν μεγαλύτερο του 20%. Η εικόνα δεν είναι καλύτερη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τα ποσοστά στην αντίστοιχη έρευνα του Bloomberg να φτάνουν το 47,5%.
Παρά τις έρευνες, τις μετρήσεις και τα εντυπωσιακά στοιχεία, με κορυφαίο αυτό του πληθωρισμού, οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων για τις αιτίες και της επερχόμενης ύφεσης δεν έχουν τύχει ανάλογης προσοχής. Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε δύο πρόσφατα δημοσιογραφικά άρθρα σημαντικών οικονομολόγων για το ζήτημα, σε μια προσπάθεια να αναδείξω τα ερωτήματα και τις προκλήσεις της εποχής.
Ο γνωστός μας από την πρόβλεψη της κρίσης του 2008 Νουριέλ Ρουμπινί δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα άρθρο με τίτλο «Από τη μεγάλη σταθερότητα στον μεγάλο στασιμοπληθωρισμό». Ο όρος «μεγάλη σταθερότητα» («great moderation») αφορά το διάστημα από το 1982 έως το 2007 – 2008, όταν και η παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίσθηκε από ιδιαίτερα περιορισμένες μακροοικονομικές διακυμάνσεις σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Είναι η εποχή που έχει επικρατήσει να ονομάζουμε «περίοδο του νεοφιλελευθερισμού». Ένα διάστημα που χαρακτηρίσθηκε από τον περιορισμό των μισθών, την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων και την απορρύθμιση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Παράλληλα, ήταν ένα διάστημα πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου, ολοκλήρωσης των οικονομιών της Κίνας και της Ρωσίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και πρωτοφανούς κίνησης εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα.
Παρόλο που ο Ρουμπινί είχε σταθεί στην πρώτη ομάδα χαρακτηριστικών της περιόδου της σταθερότητας (μισθοί, εργασιακές σχέσεις, απορρύθμιση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου) ως αδυναμίες και αιτίες της κρίσης του 2008, θεωρεί την αποδυνάμωση της δεύτερης ομάδας χαρακτηριστικών της περιόδου (διεθνές εμπόριο, κίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων) ως αιτίες του στασιμοπληθωρισμού. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου και των μεταναστευτικών ροών οδηγούν σε αύξηση του κόστους παραγωγής, άνοδο των τιμών και των επιτοκίων και συνακόλουθα στασιμοπληθωρισμό.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο επίπεδο των επιφαινομένων δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον Ρουμπινί, η εξήγηση που δίνει δεν είναι ικανοποιητική. Η όξυνση των διεθνών σχέσεων δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και της συνακόλουθης μείωσης της κερδοφορίας. Αυτό έφερε τον περιορισμό των επενδύσεων. Έτσι, οι επιχειρήσεις, τα ορυχεία και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων βρίσκεται στο κόκκινο, αυξάνοντας το κόστος και τις τιμές. Οι υψηλές τιμές φέρνουν αύξηση των επιτοκίων, που σε συνθήκες αδύναμης κερδοφορίας οδηγούν σε στασιμότητα. Υψηλές τιμές και αδύναμη μεγέθυνση σημαίνει στασιμοπληθωρισμός.
Πιο συνεκτική στην ερμηνεία της, η ινδή οικονομολόγος Τζαγιάτι Γκος θεωρεί ότι το πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία πηγάζει από τις διακυμάνσεις στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας. Αυτό, σύμφωνα πάντα με την Γκος, οφείλεται σε επιθετικές κερδοσκοπικές πράξεις αντισταθμιστικών αμοιβαίων κεφαλαίων (hedge funds). Είναι μια ερμηνεία που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την κρίση του 2008. Ότι, δηλαδή, η κρίση ήταν το αποτέλεσμα της απορρύθμισης των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Στην τρέχουσα εκδοχή η Γκος ισχυρίζεται ότι οι απορυθμισμένες αγορές χρήματος επιτρέπουν στους κερδοσκόπους να χειραγωγούν τις τιμές των εμπορευμάτων και οι έντονες διακυμάνσεις που προκαλούν βρίσκονται πίσω από την αύξηση των τιμών.
Παρά τη συνεκτικότητά της, η επιχειρηματολογία της Γκος δεν πείθει επίσης. Οι αγορές κεφαλαίου λειτούργησαν σε συνθήκες πλήρους απορρύθμισης για 30 χρόνια περίπου. Στο διάστημα αυτό, και παρά τις διακυμάνσεις στις τιμές της ενέργειας, οι τιμές των εμπορευμάτων και ο πληθωρισμός παρέμειναν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Το ότι επανέρχονται τώρα είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και απουσιάζει από την ανάλυση τόσο της Γκος όσο και του Ρουμπινί.
Για τις οικονομίες των χωρών οι αναλύσεις αυτές είναι απόλυτα αδιέξοδες. Ο Ρουμπινί θεωρεί πως κράτη και κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν τίποτα απέναντι στη νέα φάση όξυνσης της κρίσης. Η Γκος πιστεύει ότι η λύση βρίσκεται στη χρεοκοπημένη συζήτηση περί ρύθμισης των καπιταλιστικών οικονομιών. Μια… τσίχλα που θυμούνται όλοι στη φάση όξυνσης της κρίσης, για να την ξεχάσουν αμέσως μετά. Έτσι έγινε το 2008, έτσι μπορεί να ξαναγίνει και τώρα.
Κατά τη γνώμη μου, τα κράτη, ιδιαίτερα σε οικονομίες όπως η ελληνική, μπορούν να κάνουν πολλά στη νέα φάση της κρίσης. Τα κυριότερα είναι: 1. Να προχωρήσουν σε άμεσες επενδύσεις, που θα αυξήσουν την παραγωγική δυναμικότητα, περιορίζοντας έτσι το κόστος και τις τιμές. 2. Να ελέγξουν, βάζοντας πλαφόν, τις τιμές βασικών ειδών, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, για την κάλυψη των αναγκών του λαϊκού νοικοκυριού. Αντί να αναλωνόμαστε λοιπόν για το πότε και με ποιους όρους θα αποχωρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καλύτερο είναι να σχεδιάσουμε τις λαϊκές διεκδικήσεις για μια πολιτική απέναντι στον μεγάλο στασιμοπληθωρισμό που έρχεται.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ