Πάνος Σκουρολιάκος στο “Π”: Μουσεία για πέταμα

Πάνος Σκουρολιάκος στο “Π”: Μουσεία για πέταμα

Του
ΠΑΝΟΥ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ
Βουλευτή Ανατολικής Αττικής, Αναπληρωτή Τομεάρχη Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ


Η υπουργός Πολιτισμού Λ. Μενδώνη είναι μια από τις / τους αποτελεσματικότερες / αποτελεσματικότερους υπουργούς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γκρεμίζει ό,τι θετικό, ό,τι στέρεο είχε οικοδομηθεί τα προηγούμενα χρόνια στον χώρο του Πολιτισμού, ακόμα και από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας.

Τελευταία εκκίνηση του «Μενδώνειου Οδοστρωτήρα» είναι η προαναγγελθείσα από το 2019 καταστροφή των πιο εμβληματικών μουσείων της χώρας και της μουσειακής πολιτικής δεκαετιών. Φέρνει, λοιπόν, άρον άρον, μέσα στην καλοκαιρινή περίοδο, έναν νέο νόμο που αφορά τα μουσεία μας.

Θέλει η κυβέρνηση να μετατρέψει σε ΝΠΔΔ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Αθήνα), το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Θεσσαλονίκη) και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (Κρήτη).

Αυτήν τη στιγμή, τα μουσεία είναι Ειδικές Περιφερειακές Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Είναι, δηλαδή, δημόσιες υπηρεσίες. Ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από το κράτος, μέσω του υπουργείου Πολιτισμού.

Τι θέλει να κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Να τα μεταβάλει σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Να λειτουργούν, δηλαδή, όχι ως δημόσιες υπηρεσίες αλλά ως αυτόνομοι οργανισμοί, που θα διοικούνται από ένα διοικητικό συμβούλιο, το οποίο θα διορίζει ο / η υπουργός, χωρίς τον παραμικρό δημόσιο έλεγχο. Πού θα βρεθούν, όμως, πόροι για αυτά τα μουσεία – ΝΠΔΔ, αφού τα μουσεία δεν είναι, ούτε μπορούν να είναι, αυτοχρηματοδοτούμενοι οργανισμοί; Το Δημόσιο δεν θα τα χρηματοδοτεί, οπότε η εμμονική εναντίον οποιουδήποτε δημόσιου αγαθού κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγεί στον μονόδρομο των ιδιωτών – χορηγών. Οι οποίοι χορηγοί θα καθορίζουν (με τον παρά τους) και την πολιτιστική πολιτική του μουσείου που θα ενισχύουν οικονομικά. Και αν μια έκθεση που προτείνει ο χορηγός είναι ενάντια στη φυσιογνωμία του μουσείου, αν είναι κατώτερη του επιπέδου του, τι θα γίνεται; Ό,τι προστάζει ο χορηγός, φυσικά.

Καταφανής είναι, άλλωστε, η αποτυχία του μοντέλου των διορισμένων ΔΣ και διοικητών – προέδρων, όπως έχει φανεί και στην περίπτωση των νοσοκομείων. Το επιχείρημα που αναφέρεται στην υποτιθέμενη οικονομική αυτάρκεια είναι έωλο. Γιατί, κατά πρώτον, αντιμετωπίζει τα μουσεία ως κερδοσκοπικούς οργανισμούς, όταν ο ορισμός του μουσείου από το ICOM ξεκινά αναφέροντας ότι «…μουσείο είναι μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός οργανισμός». Κατά δεύτερον, δείχνει πλήρη άγνοια των εξελίξεων, καθώς είναι γνωστό σε όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με την οικονομική διάσταση του θέματος ότι κανένα μουσείο στον κόσμο δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητο. Πάντα χρειάζεται ενίσχυση, που προκύπτει είτε από το Δημόσιο (Λούβρο) είτε από ιδιώτες – ιδρύματα, χορηγούς – μαικήνες κ.ά. Το θέμα είναι αν στο Λούβρο κάνει κουμάντο ο χορηγός. Κατηγορηματικά, όχι! Και γιατί, δηλαδή, ένας ιδιώτης, αν το θέλει, δεν μπορεί να κάνει μια δωρεά στο δημόσιο μουσείο;

Επίσης, είναι αυτοκτονικό, εν μέσω πανδημιών, οικονομικών κρίσεων κ.λπ., με τα έσοδα από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους να έχουν καταβαραθρωθεί, να συζητάει κανείς στα σοβαρά για αυτοχρηματοδότηση των μουσείων από τα έσοδά τους. Παράδειγμα, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με αυξημένη επισκεψιμότητα το 2019, είχε έσοδα περί τα 350.000 ευρώ, με τα έξοδα λειτουργίας του να προσεγγίζουν τα 2.000.000 ευρώ.

Ένα άλλο επιχείρημα των υποστηρικτών της αποκοπής των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία αναφέρεται στην υποτιθέμενη τόνωση της εξωστρέφειας των ελληνικών μουσείων. Πρόκειται, ασφαλώς, για κούφια επικοινωνιακή διατύπωση, καθώς στην επιστημονική αρχαιολογική κοινότητα είναι γνωστό ότι ειδικά τα μεγάλα μουσεία την τελευταία εικοσαετία έχουν αναπτύξει εξωστρεφείς δράσεις, έχουν τιμηθεί με διεθνή βραβεία και ξένοι οργανισμοί, ακόμα και τουριστικοί, όπως το Trip Advisor, βραβεύουν τα ελληνικά μουσεία. Για το θέμα αρκεί να ανατρέξει κανείς στις επιστολές των εργαζομένων από τα πέντε μουσεία προς τον πρωθυπουργό. Εμφανέστατα, λοιπόν, ο Μουσειακός Πολιτισμός δεν χειραφετείται, όπως θα έπρεπε, αλλά χειραγωγείται από τους κυβερνητικούς φίλους και πελάτες, που θα βάλουν χέρι στους εθνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς μας.

Από την εποχή του Καποδίστρια, που οργανώθηκε στην Αίγινα το πρώτο μουσείο, έως το 2022, τα μουσεία αποτελούν τον σκληρό εθνικό πυρήνα της χώρας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να δοθούν σε μη δημόσιους λειτουργούς. Μέλημα και υποχρέωση του Δημοσίου είναι η διαχείριση και η λογοδοσία για την κιβωτό του Πολιτισμού μας, που είναι τα μουσεία μας από τον Έβρο έως την Κρήτη. Με τον νόμο που φέρνει το δίδυμο Μενδώνη – Μητσοτάκης αλλάζει την Εθνική Μουσειακή Πολιτική.

Δυστυχώς, μέχρι την ώρα που θα μας αποχαιρετίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα επισωρεύσει πολλά δεινά ακόμα. Θα γκρεμίσει όσο περισσότερα μπορεί, όπου προλάβει. Θα υποθηκεύσει το μέλλον μας για μεγάλο διάστημα ακόμα. Δυστυχώς…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ