Η διένεξη Κίνας – Ταϊβάν απειλεί την παγκόσμια ειρήνη
–Μπορεί να αποτελέσει το φιτίλι…
Η επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν έφερε στην επιφάνεια τη χρόνια διένεξη με την Κίνα. Η Ταϊβάν είναι μία εκ των ισχυρότερων βιομηχανικών δυνάμεων της ασιατικής ηπείρου, με πληθυσμό περίπου 23.000.000.
Από το 1895 μέχρι το 1945 το νησί αποτελούσε ιαπωνική αποικία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να αναγκάσει τις ιαπωνικές δυνάμεις να την παραχωρήσουν στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας.
Το 1949, η ήττα των στρατευμάτων του Κινεζικού Εθνικιστικού Κόμματος (Chiang) από τις κομμουνιστικές δυνάμεις και η συνακόλουθη επικράτηση του Mao Zedong οδήγησε τον πρώτο στη φυγή και στην εγκατάστασή του στη νήσο της Ταϊβάν. Όσοι ακολούθησαν τον Chiang –γύρω στο 1,5 εκατ. πολίτες– αρνούνταν πεισματικά να δεχθούν την κομμουνιστική κυβέρνηση του Πεκίνου, ενώ επέμεναν πως η κυβέρνησή τους συνέχιζε να εκπροσωπεί τη Κίνα συλλογικά, τόσο στο νησί όσο και στην ηπειρωτική χώρα. Χαρακτηριστικό είναι πως πλήθος δυνάμεων στο διεθνές σύστημα, μεταξύ των οποίων και η Ουάσινγκτον, χαιρέτισαν θετικά τους ισχυρισμούς του Chiang. Το ιδιαίτερο καθεστώς της Ταϊβάν παραμένει ακόμη και σήμερα ασαφές, καθιστώντας το νησί, κατά πολλούς, «γκρίζα ζώνη».
Παρά το γεγονός πως έχει δικό της Σύνταγμα, ενεργά στρατεύματα στις Ένοπλες Δυνάμεις και δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες, η πλειοψηφία του διεθνούς παράγοντα δεν την αναγνωρίζει ως ανεξάρτητο κράτος. Το πολίτευμα της Ταϊβάν είναι συνταγματική δημοκρατία. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ταϊπέι, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της.
Ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Δημοκρατία της Κίνας» αναγνωρίζεται μόνο από 14 κράτη. Δεν αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, διότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επιμένει να τη θεωρεί επαρχία της. Η Ταϊβάν όμως διατηρεί στενές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Ιαπωνία αλλά και με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αν και όχι σε επίπεδο πρεσβειών.
Το αν η Ταϊβάν, ως Δημοκρατία της Κίνας, πληροί όλες τις προϋποθέσεις της Συνθήκης του Μοντεβίδεο για τη δίκαιη θεώρησή της ως κυρίαρχο κράτος, δηλαδή: μόνιμο πληθυσμό, καθορισμένη έκταση, ενεργή κυβέρνηση και ικανότητα να διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, είναι ένα μείζον διεθνές πολιτικό θέμα, αντικείμενο θερμών πολιτικών συζητήσεων και επιχειρημάτων.
Αποτελεί σημαντικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, με τις αμερικανοταϊβανικές σχέσεις να έχουν αναβαθμιστεί κατά τις δεκαετίες του 2010 και του 2020, λόγω και της ανόδου της Κίνας, η οποία θίγει τα αμερικανικά και ταϊβανέζικα συμφέροντα στην περιοχή.
Οι ΗΠΑ, ως κεντρικός παίκτης στο διεθνές διπλωματικό στερέωμα, ακολουθεί μια στρατηγική ασάφειας, επιδιώκοντας να εξισορροπήσει τις σχέσεις της τόσο με το Πεκίνο όσο και με την Ταϊπέι.
Ενδεικτικό παράδειγμα της εν λόγω στρατηγικής αποτελεί το γεγονός πως, παρά την κατάργηση της διπλωματικής αναγνώρισης της Ταϊβάν το 1979 από πλευράς των Αμερικανών, το Κογκρέσο της χώρας ψήφισε την ίδια μέρα την πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Σύμφωνα με αυτήν, «οποιαδήποτε προσπάθεια να προσδιοριστεί το μέλλον της Ταϊβάν με άλλα εκτός από ειρηνικά μέσα… αποτελεί απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια του χώρου του Δυτικού Ειρηνικού και θα θεωρηθεί σοβαρή ανησυχία για τις Ηνωμένες Πολιτείες», ενώ παράλληλα γίνεται λόγος και για την παροχή αμυντικών όπλων στις δυνάμεις της νήσου.
Τώρα που ο κύριος στόχος των Αμερικανών είναι η Κίνα, η Ταϊβάν μπορεί να αποτελέσει το φιτίλι για να μπει φωτιά στον παγκόσμιο αχυρώνα. Ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ πάντως σκοπεύουν να βάλουν νερό στο κρασί τους όσον αφορά το θέμα της Ταϊβάν.
Βασίλης Ταλαμάγκας
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ