Αξιόπιστο οικονομικό σύστημα – Του Ν. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Δύο ερωτήματα με ταλαιπωρούν καλοκαιριάτικα: Μας ενδιαφέρει να είναι αξιόπιστο το οικονομικό σύστημα ή απλά θέλουμε να είναι αποτελεσματικό; Και, ακόμη, πώς σταθμίζουμε τις δύο επιλογές αξιολογικά στην εκτέλεση του δημοκρατικού μας δικαιώματος, την εκλογική διαδικασία;
Την κρίση του 2009 την πληρώσαμε ακριβά ως χώρα. Η πορεία που ακολούθησε η παγκόσμια οικονομία μάς έφερε αντιμέτωπους με το πρώτο ερώτημα. Προφανώς, όλοι μας θέλουμε το οικονομικό σύστημα να είναι και αποτελεσματικό και αξιόπιστο. Αλλά τι γίνεται αν η αποτελεσματικότητα της οικονομίας βασίζεται σε πληροφορίες που δεν είναι αξιόπιστες; Ποιο είναι το κόστος για τον μέσο άνθρωπο, εκεί που νομίζει ότι όλα πάνε από το καλό στο καλύτερο να βλέπει τον κόσμο να χάνεται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια του; Μπορούμε να προβλέψουμε και να προφυλαχθούμε από συνθήκες που φαινομενικά οδηγούν σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας, ακόμη κι όταν ο κίνδυνος μιας εκτροπής, λόγω αναξιόπιστης πολιτικής, είναι πολύ υψηλός; Γιατί σημασία για τον μέσο πολίτη δεν έχει μόνο το ότι έχει χάσει, για παράδειγμα, τη δουλειά του, όταν εκείνο που τον απασχολεί είναι ότι πλέον δεν μπορεί να προσδιορίσει το μέλλον του. Όταν δεν γνωρίζει τι και ποιον να πιστέψει.
Για εμάς τους οικονομολόγους, η οικονομική αλλά και πολιτική κρίση δεν είναι τόσο πρόβλημα αποτελεσματικότητας αλλά αξιοπιστίας. Είναι η κατάσταση που επιτρέπει σε μια κοινωνία με σχετικά αξιόπιστες δομές να χάνει την κοινή εκτίμηση περί δικαίου. Ακόμη κι όταν επιτρέπει στον μέσο πολίτη να αμφισβητεί με στοιχεία την αξιοπιστία της. Αν αυτό δεν ισχύει, η κρίση από οικονομική γίνεται πολιτική. Έτσι, το ότι χάσαμε μέσα σε τρία χρόνια το 28% του ΑΕΠ οφειλόταν στο ότι κάποιοι, αναξιόπιστα, μάς έπεισαν ότι εκ λάθους η παραγωγή μας ήταν 360 δισ. κι όχι ότι δεν αντιδράσαμε έγκαιρα και αξιόπιστα στην κρίση. Το ότι μας ζητήθηκε να ακολουθήσουμε μνημόνια συνεργασίας για να επιστρέψουμε στην αποτελεσματική διαχείριση των πόρων ήταν προϊόν υποτέλειας και όχι αδυναμία αποδοχής και εφαρμογής της ενδεδειγμένης οικονομικής πολιτικής. Η μακροχρόνια δυναμική της αξιοπιστίας προς το οικονομικό σύστημα έγινε αντικείμενο χλεύης και στη δίνη της αβεβαιότητας κυριάρχησε η προοπτική της αποτελεσματικότητας. Λέγαμε ότι «αν ακολουθήσουμε τη συγκεκριμένη πολιτική θα μπορέσουμε να αποφύγουμε τα αδιέξοδα, έστω κι αν αυτή η πολιτική είναι αναξιόπιστη».
Στα 15 χρόνια που πέρασαν, κερδήθηκε η αποτελεσματικότητα, αλλά ακόμη συζητάμε και αμφισβητούμε την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που μας επέτρεψε να πετύχουμε. Έπειτα από μια μεγάλη περίοδο αναγκαστικής αναδιάρθρωσης στις δομές της κοινωνίας, έπειτα από μια μακρόχρονη και επώδυνη στασιμότητα –σχεδόν μηδενική ανάπτυξη και μηδενικός ως και αρνητικός πληθωρισμός–, τα στοιχεία διαφοροποιούνται σε σχέση με το παρελθόν.
Το ερώτημα όμως παραμένει ζωντανό. Είναι αξιόπιστα τα μέσα ή όχι; Αρκούν οι αριθμοί ή χρειάζεται και κάτι ακόμη, ώστε ο μέσος πολίτης να ανακτήσει την αναγκαία εμπιστοσύνη στην οικονομία; Για παράδειγμα, πόσο αξιόπιστο είναι το πλέον ευαίσθητο τμήμα της οικονομίας μας, το χρηματοπιστωτικό; Μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στην ανταλλακτική αξία του ευρώ; Μπορώ να θεωρώ ότι η χώρα θα παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης; Μπορώ να θεωρώ ότι το τραπεζικό μου σύστημα ελέγχεται αξιόπιστα; Τι θα γίνει αν αύριο το συστημικό τραπεζικό σύστημα τη μια ημέρα κάνει κέρδη και την άλλη απαιτεί κεφαλαιακή ενίσχυση; Πόσο αξιόπιστοι είναι οι ισολογισμοί των ελληνικών επιχειρήσεων και πόση ασφάλεια προσφέρουν οι μηχανισμοί αξιολόγησης της πιστωτικής τους φερεγγυότητας;
Πριν από έναν μήνα διάβαζα μια εξαιρετική παρουσίαση σχεδόν όλων των σημαντικών οικονομικών μελετών που διαχρονικά έλεγξαν την αξιοπιστία της συμπεριφοράς των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πριν από την κρίση του 2008. Συμπέρασμα: Κυριολεκτικά τα είχαν κάνει θάλασσα. Η κρίση και η διάχυτη διαφθορά στην αξιολόγηση των χρεογράφων, δημοσίων και ιδιωτικών, ήταν δεδομένη. Κι επειδή πολλοί θα αναρωτηθούν πώς ξέφυγε το σύστημα ελέγχων που στηρίζεται στην αξιοπιστία των παγκοσμίως πανίσχυρων και ανεξάρτητων εταιρειών αξιολόγησης –οι αποκαλούμενες και «Big 4»–, η απάντηση ήταν μία: Η διαφθορά ήταν διάχυτη κυρίως σ’ αυτές.
Υποσημείωση: Είναι οι ίδιες που σήμερα μας αξιολογούν ως χώρα σε μη διαβαθμισμένη κατηγορία. Το 2008 όμως, σύμφωνα με δική τους κρίση, η Ελλάδα και τα κρατικά χρεόγραφα αξιολογούνταν ως ισάξια των γερμανικών. Σήμερα θεωρούνται και πάλι από τους ίδιους ότι στερούνται επενδυτικής βαθμίδας. Τότε οι ελληνικές τράπεζες αξιολογούσαν επιχειρήσεις και πελάτες ως φερέγγυους και σήμερα επιχειρήσεις με ίδια και καλύτερα χαρακτηριστικά κάνουν πως δεν τις βλέπουν.
Πώς αντιμετωπίζεται η χαμένη αξιοπιστία λοιπόν της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας; Το τελευταίο εικοσαήμερο η ΕΚΤ και η ελληνική κυβέρνηση προχώρησαν σε δύο παρεμβάσεις-θεσμικές αλλαγές, που στοχεύουν στον έλεγχο της οικονομικής αξιοπιστίας του πιστωτικού συστήματος. Κατά τη γνώμη μου αποτελούν σταθμό στην προσπάθεια εξασφάλισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης και της χώρας μας. Και οι δύο παρεμβάσεις μεταφέρουν εξουσία από τις αγορές και τις ιδιωτικές συναλλαγές στην κεντρική διοίκηση. Η πρώτη από τις «διάσημες» εταιρείες αξιολόγησης στην ΕΚΤ και η δεύτερη από τον ισχύοντα μέχρι σήμερα διαχωρισμό της φερεγγυότητας στις τράπεζες και το Δημόσιο αποκλειστικά πλέον σε δημόσια ανεξάρτητη αρχή.
Πιθανόν κάποιοι φίλοι θα με χαρακτηρίσουν κρατιστή, αλλά, όπως θα εξηγήσω, οι δύο παρεμβάσεις αποτελούν αναγκαίες και ικανές συνθήκες εξασφάλισης της αξιοπιστίας του συστήματος.
Ας ξεκινήσουμε με την ΕΚΤ. Στην πρόσφατη ανακοίνωσή της μας πληροφορεί ότι από τούδε και στο εξής θα έχει τη δική της διαβάθμιση της φερεγγυότητας του εκδότη, ανεξάρτητη από τους διεθνείς φορείς αξιολόγησης των ομολόγων, ιδιωτικών και δημοσίων. Δηλαδή το αν η Ελλάδα είναι ή δεν είναι υπερδανεισμένη, με αποτέλεσμα να γεννά προβλήματα φερεγγυότητας, θα το προσδιορίζει, ανεξάρτητα από την αγορά, η ΕΚΤ με δική της μεθοδολογία. Θα το ανακοινώνει όπως οι υπόλοιποι φορείς και ανάλογα θα αγοράζει και θα πουλάει τα χρεογραφά της. Δεν θα ξυπνάμε ένα πρωί, λέει η ΕΚΤ, και θα μαθαίνουμε ότι τα κρατικά ομόλογα της Ελλάδος είναι «σκουπίδια». Η ανεξαρτησία της και η ισχύς της το επιτρέπει. Καλό το ΔΝΤ, καλές οι «Big 4», αλλά από τη στιγμή που η προεξόφληση γίνεται από την ΕΚΤ, αυτή αποφασίζει για την αξιοπιστία της οικονομίας και τη φερεγγυότητα της χώρας.
Και ας συνεχίσουμε με το υπουργείο Οικονομικών. Με σχέδιο νόμου που κατέθεσε στη Βουλή, η καταγραφή όλων των χρεών ιδιωτών και επιχειρήσεων προς Δημόσιο και τράπεζες θα γίνεται από ανεξάρτητη αρχή. Απλώς δεν θα μπορούν οι τράπεζες να δανείζουν ή να έχουν καταθέσεις οφειλετών του Δημοσίου. Πριν οδηγηθεί ο πολίτης στα ποινικά δικαστήρια, με φυλακίσεις κ.λπ., ο μηχανισμός του υπουργείου Οικονομικών θα επιβάλλει στις τράπεζες να παρέμβουν, ώστε να τον υποχρεώσουν είτε σε αποπληρωμή της οφειλής είτε σε ρύθμιση του συνόλου των οφειλών του.
Συμπερασματικά, για να ενισχύσουμε την αξιοπιστία του συστήματος, αρκεί να διαμορφώσουμε κατάλληλα τις πεποιθήσεις των ατόμων και των συναλλασσομένων, ώστε να μην είναι ούτε αδικαιολόγητα αισιόδοξες στις θετικές περιόδους ούτε αδικαιολόγητα απαισιόδοξες στις αρνητικές. Με άλλα λόγια, στατιστικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι κατηγορίες των δημοσιογράφων, managers, καταναλωτών και επενδυτών υπεραντιδρούν συστηματικά στις νέες ειδήσεις και δεν αποτελούν, στην πλειοψηφία τους, αξιόπιστες πηγές.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ