Προκόπης Παυλόπουλος: Οι τέσσερις πάγιες και αδιαπραγμάτευτες θέσεις στην Εξωτερική μας Πολιτική

Προκόπης Παυλόπουλος: Οι τέσσερις πάγιες και αδιαπραγμάτευτες θέσεις στην Εξωτερική μας Πολιτική

–Στα Εθνικά μας Θέματα και στα Εθνικά μας Δίκαια

Οιαδήποτε συζήτηση γύρω από τα Δικαιώματα της Ελλάδας επί των Θαλάσσιων Ζωνών που της ανήκουν, κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση Montego Bay του 1982) -άρα και οιαδήποτε σχετική συζήτηση, αντιστοίχως, ως προς την Κυριαρχία της και τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα εν προκειμένω- έχει ως αφετηρία την εξής θεμελιώδη θέση, η οποία αποτελεί πάγιο και αδιαπραγμάτευτο «πυλώνα» της Εξωτερικής μας Πολιτικής: μία και μόνη διαφορά υφίσταται προς επίλυση, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Πρόκειται για την οριοθέτηση της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της επέκεινα Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ήτοι κατά πλήρη εφαρμογή, «υπό το φως» και της διεθνούς νομολογίας, κατ’ εξοχήν των διατάξεων της κατά τ’ ανωτέρω Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Ακόμη και όταν, οπωσδήποτε αδοκίμως, χρησιμοποιείται -πάντως όχι από το Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο πάντοτε υιοθετεί για το συγκεκριμένο ζήτημα την προαναφερόμενη Εθνική Γραμμή- ο όρος «Θαλάσσιες Ζώνες», ο πληθυντικός αυτός ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο σημαίνει ότι η Ελλάδα επανέρχεται στη νομικώς εσφαλμένη και πολιτικώς επικίνδυνη ορολογία περί «διαφορών», η οποία ατυχώς υιοθετήθηκε στο «Κοινό Ανακοινωθέν» Ελλάδας-Τουρκίας της 8ης Ιουλίου 1997, κατά την τότε Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και μετέπειτα στα συμπεράσματα της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, μεταξύ 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 1999. Αυτός ο «πληθυντικός», ο οποίος επέτρεψε για κάποιο διάστημα στην Τουρκία να προβάλλει, σχεδόν ανενόχλητη, και τις «φαντασιώσεις» της περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, έχει, από πλευράς Ελλάδας, οριστικώς και αμετακλήτως καταδικασθεί μετά το 2004, ως εντελώς αντίθετος προς κάθε έννοια του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Α. Τις προμνημονευόμενες παρατηρήσεις συμπληρώνουν και οι εξής τέσσερις, επίσης πάγιες και αδιαπραγμάτευτες, θέσεις της Εξωτερικής μας Πολιτικής αναφορικά με τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια εν γένει έναντι της Τουρκίας:

Πρώτον, ούτε τέθηκε, ούτε τίθεται, ούτε πρόκειται να τεθεί -και, a fortiori, να γίνει δεκτό- θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, πολλώ δε μάλλον όταν η Συνθήκη αυτή είναι, κατά την ίδια τη φύση της, μη επιδεκτική αναθεώρησης κατά τους ειδικούς περί τούτου κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Δεύτερον, ουδεμία επιρροή μπορεί ν’ ασκήσει, σε ό,τι αφορά την Κυριαρχία και τα Κυριαρχικά Δικαιώματα της Ελλάδας, ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι δεν έχει προσχωρήσει στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, κατά τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Και τούτο διότι, όπως θα τονισθεί και στη συνέχεια, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η ως άνω Σύμβαση έχει επικυρωθεί από τον απαιτούμενο αριθμό Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, ώστε να παράγει εθιμικούς -ορθότερα δε γενικώς παραδεδεγμένους- κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν erga omnes, συνακόλουθα δε και έναντι της Τουρκίας.

Τρίτον, για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση το λεγόμενο «τουρκολιβυκό μνημόνιο» είναι ανυπόστατο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Επιπλέον, η Ελλάδα μπορεί να ζητήσει την ευθεία σύμπραξη, υπέρ αυτής, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που της αναλογεί στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τέταρτον, η τουρκική πλευρά οφείλει να γνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα αμυντικής θωράκισης όλων, ανεξαιρέτως, των Νησιών της στο Αιγαίο, κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, λόγω της συνεχιζόμενης απειλής και της απειλής χρήσης βίας εκ μέρους της Τουρκίας, ιδίως μάλιστα όσο ισχύει το αυθαίρετο «casus belli» και η δράση της «Στρατιάς του Αιγαίου». Ενώ μπορεί, οποτεδήποτε, να ζητήσει και τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Με δεδομένη τη διαχρονική κακοπιστία της Τουρκίας και τη συνακόλουθη ασύστολη παραβατικότητά της εις βάρος του Διεθνούς Δικαίου ως προς τις σχέσεις της με την Ελλάδα, η Ελληνική πλευρά οφείλει να καθιστά, με κάθε τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ευκρινή και τα εξής: Ο όρος «Θαλάσσιες Ζώνες» ουδόλως διαφοροποιεί την προμνημονευόμενη σταθερή, μετά το 2004, στάση της Ελλάδας ότι μία και μόνη διαφορά υφίσταται προς επίλυση με την Τουρκία: η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Εν όψει των Δηλώσεων του 1994 και του 2015, με βάση τις οποίες η Ελλάδα έχει οριοθετήσει σαφώς και επακριβώς την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενδεχόμενη ενώπιον αυτού κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας, ύστερα από το αναγκαίο κατά το Διεθνές Δίκαιο συνυποσχετικό, μπορεί να νοηθεί μόνον εφόσον τηρηθούν και οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων, προϋποθέσεις:

1. Δεν είναι νομικώς δυνατόν -αφού αποτελούν μέρος του «σκληρού πυρήνα» της Εθνικής μας Κυριαρχίας -να αχθούν προς επίλυση π.χ. ζητήματα σχετικά με το Έδαφος, τον Εναέριο Χώρο και την Αιγιαλίτιδα Ζώνη.

2. Η Ελλάδα διατηρεί, στο ακέραιο, το δικαίωμά της να επεκτείνει, μονομερώς και όποτε το κρίνει σκόπιμο, την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. Και με βάση την τακτική της Τουρκίας είναι σκόπιμο η Ελλάδα να προσανατολίζεται περισσότερο προς την προοπτική πλήρους άσκησης του ως άνω δικαιώματός της για την ολοκληρωμένη επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ν.μ., παρά ν’ αγωνίζεται μόνο για την άρση του παντελώς αυθαίρετου «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982.

Γ. Ως προς τη στρατηγική, την οποία είναι ενδεδειγμένο ν’ ακολουθήσει η Ελλάδα για την διασφάλιση της «πλήρους επήρειας» των Νησιών μας, ιδίως κατά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982, πρέπει να τονισθεί ότι οι «οιωνοί» της διεθνούς νομολογίας εμφανίζονται σήμερα μάλλον ευνοϊκοί υπέρ των Εθνικών μας Θέσεων. Άκρως ενδεικτική και αντιπροσωπευτική είναι η πρόσφατη απόφαση -της 12ης Ιουλίου 2016- του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο συγκροτήθηκε και επιλήφθηκε εν προκειμένω κατά τις διατάξεις του Παραρτήματος VII της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, στην υπόθεση μεταξύ Φιλιππίνων και Κίνας για νησιωτικούς σχηματισμούς στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Ειδικότερα, είναι προφανής η σημασία της κατά τ’ ανωτέρω απόφασης της 12ης Ιουλίου 2016 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου μεταξύ Φιλιππίνων και Κίνας, ως προς το νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο δημιουργεί υπέρ της Ελλάδας αφενός για το ότι Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη έχουν όλα, ανεξαιρέτως, τα Ελληνικά Νησιά. Και, αφετέρου, Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη «παράγουν», κατά τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982, όλα, ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως μεγέθους, τα Ελληνικά Νησιά -άρα και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο- τα οποία μπορούν, υπό τις ως άνω διευκρινίσεις, να συντηρήσουν αυτοδυνάμως είτε ανθρώπινη ζωή είτε και απλή οικονομική δραστηριότητα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ