Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Ευρώπη
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το πιο ανησυχητικό με τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι η εύλογη εκτίμηση ότι χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για έναν πολύ ευρύτερο πόλεμο κατά της Ρωσίας. Το είχε επισημάνει και ο ίδιος ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Χένρι Κίσινγκερ, επιχειρηματολογώντας ότι είναι ανάγκη να επιδιωχθεί μια πολιτική λύση στο πρόβλημα, πάνω στη βάση της ουδετερότητας της Ουκρανίας και όχι της εντάξεώς της στο ΝΑΤΟ.
Ο ίδιος, με πρόσφατες νεότερες δηλώσεις του, ανεσκεύασε τη θέση του αυτήν, την οποία είχε διατυπώσει και το 2014, όταν είχε αρχίσει στην πλατεία Μεϊντάν του Κιέβου η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Η αναδίπλωση Κίσινγκερ έχει σημειολογικό νόημα. Είναι φανερό ότι το φιλοπόλεμο κόμμα στην Ουάσινγκτον άσκησε την επιρροή του για ευθυγράμμιση και του Κίσινγκερ με την ασκούμενη πολιτική. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η κυρίαρχη πολιτική θέληση στην Ουάσινγκτον υποστηρίζει την κλιμάκωση του πολέμου και όχι την αποκλιμάκωση και την αναζήτηση πολιτικής λύσεως, η οποία, ούτως ή άλλως, είναι σήμερα πολύ δυσκολότερη, μετά τις γνωστές εξελίξεις επί του εδάφους.
Πού θα οδηγήσει όμως η περαιτέρω κλιμάκωση; Η τελευταία εκφράζεται, επί του εδάφους, με την παροχή πιο εξελιγμένων και μεγαλύτερου βεληνεκούς όπλων στην Ουκρανία, για να αναχαιτίσει τη Ρωσική προέλαση και, ει δυνατόν, να αναστρέψει υπέρ της τη δυναμική του πολέμου. Το έργο αυτό φαίνεται ανέφικτο, όχι μόνο με βάση τους οπλικούς συσχετισμούς επί του εδάφους, κατά πρώτο λόγο, του πυροβολικού και του πυραυλικού πυροβολικού, που κυριαρχούν στο πεδίο της μάχης, αλλά και την πολιτική εκτίμηση ότι η Ρωσία δεν θα αποδεχόταν ποτέ μια τέτοια ήττα και θα χρησιμοποιούσε κάθε διαθέσιμο μέσο για να την αποτρέψει.
Το περίεργο και ανησυχητικό είναι ότι η Αμερικανική πολιτική συνδαυλίζει ταυτόχρονα μια επικίνδυνη κρίση με την Κίνα στην Άπω Ανατολή, με αφορμή την Ταϊβάν. Η Κίνα είχε καταστήσει σαφές από καιρό ότι δεν προτίθεται να εισβάλει στην Ταϊβάν και ότι προσβλέπει σε μια σταδιακή, ειρηνική επιστροφή της Ταϊβάν στους κόλπους της μητέρας-πατρίδας, όπως η ίδια θεωρεί την ηπειρωτική Κίνα. Αυτό στο οποίο πάντα επέμενε ήταν η αρχή ότι δεν θα γίνει αποδεκτή ποτέ η ιδέα ότι υπάρχουν δύο Κίνες και ότι θα αντιταχθεί, ενδεχομένως και ενόπλως, με εισβολή στην Ταϊβάν, στην προαγωγή από τις ΗΠΑ και άλλους μιας τέτοιας ιδέας.
Τι σημαίνει αυτή η ταυτόχρονη υποκίνηση πολεμικής κρίσεως σ’ Ανατολή και Δύση; Η Κίνα δεν είναι, βεβαίως, μόνο η οικονομική υπερδύναμη που επιδιώκει την απρόσκοπτη εμπορική επέκταση σ’ όλο τον κόσμο. Ακολουθεί παραλλήλως πολιτικές ηγεμονικής επεκτάσεως και κυριαρχίας στη Νότια Κινεζική θάλασσα, διεκδικώντας ΑΟΖ, εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Τις πρακτικές της στον τομέα αυτό προσπαθεί να μιμηθεί και η Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι όμως αυτός ο λόγος της προκείμενης Αμερικανο-Κινεζικής αντιπαραθέσεως; Προφανώς, οι λόγοι είναι πολύ ευρύτεροι και μεγαλύτεροι και συνδέονται με τη σημερινή παγκόσμια τάξη και τον ηγεμονικό ρόλο που ασκούν σ’ αυτήν οι ΗΠΑ. Οι τελευταίες βλέπουν να απειλείται ο ρόλος αυτός, σε Ανατολή και Δύση, και αισθάνονται την ανάγκη να αναλάβουν πρωτοβουλία για την ανάσχεση των αναθεωρητικών δυνάμεων που τον απειλούν και την επαναβεβαίωση της Αμερικανικής ηγεμονίας.
Το περίεργο στην περίπτωση αυτή, γεγονός που αναδεικνύει τις μεγάλες αντιφάσεις και τις αλλοπρόσαλλες τάσεις της Αμερικανικής πολιτικής, είναι το γεγονός ότι οι καταστάσεις που ανησυχούν σήμερα τις ΗΠΑ στην Ευρώπη και στην Ασία διεμορφώθησαν με την καίρια πολιτική και ιδεολογική συμβολή των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, καίριο ρόλο διεδραμάτισε γι’ αυτές η γνωστή παγκοσμιοποίηση, η οποία εκπορεύθηκε από τις ΗΠΑ, στη δεκαετία του ’90, ως μια αλαζονική πολιτική επιβολής της Αμερικανικής ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο, με βάση το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τη χρηματιστική κυριαρχία.
Η παγκοσμιοποίηση επεβλήθηκε στην Ευρώπη και έγινε σημαία ενός ακραίου, παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού και ιδεολογία για την αποεθνικοποίηση και την «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη των Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Εφόσον η παγκοσμιοποίηση υιοθετεί εξ ορισμού την προαγωγή μιας παγκόσμιας αγοράς, ήταν επόμενο τόσο η Ευρώπη να αναπτύξει το εμπόριο και τις οικονομικές της σχέσεις με τον μεγάλο Ανατολικό της γείτονα, τη Ρωσία, όσο και η Κίνα να επωφεληθεί από το άνοιγμα των Δυτικών αγορών, για να στηρίξει μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη, βασισμένη στις εξαγωγές. Στην Ευρώπη, επωφελήθηκε, κατά πρώτο λόγο, η Γερμανία, λόγω του βιομηχανικού και εξαγωγικού της προσανατολισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ανέπτυξε προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία, προσβλέποντας στο φθηνό Ρωσικό φυσικό αέριο για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της.
Οι τάσεις αυτές έρχονταν σε αντίθεση με τις τάσεις γεωπολιτικής κυριαρχίας, που άρχισαν επίσης να εκδηλώνονται από τη δεκαετία του ’90, ως αποτέλεσμα της πλήρους καταρρεύσεως της Ρωσικής ισχύος, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και την ανάληψη της εξουσίας από το καθεστώς Γιέλτσιν.
Επικράτησε η υπεροπτική εντύπωση στην Ουάσινγκτον ότι η Σοβιετική κατάρρευση ήταν αποτέλεσμα της δικής τους δράσεως και ότι η Αμερικανική «νίκη» στον Ψυχρό Πόλεμο επέτρεπε στις ΗΠΑ να διαμορφώσουν κατά το δοκούν τα πράγματα στην Ευρώπη και να αγνοήσουν ακόμη και τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί στον τελευταίο Σοβιετικό ηγέτη Γκορμπατσόφ, ότι δεν θα επεκτεινόταν το ΝΑΤΟ ανατολικότερα από τα Γερμανικά σύνορα.
Η παλινόρθωση της Ρωσικής ισχύος με τον Βλαντιμίρ Πούτιν υποτιμήθηκε και συνεχίσθηκε η ίδια πολιτική της επεκτάσεως του ΝΑΤΟ, με αποκορύφωμα την Ουκρανία, που ήταν αιτία πολέμου για τη Ρωσία, για ιστορικούς και γεωστρατηγικούς λόγους. Η Ουκρανία δεν είναι οποιαδήποτε τρίτη χώρα για τη Ρωσία. Είναι χώρα που συνδέεται άμεσα με την ιστορία και τον πολιτισμό της και η οποία περιλαμβάνει ιστορικά Ρωσικά εδάφη και συμπαγείς Ρωσικούς πληθυσμούς. Είναι πραγματική τραγωδία ότι Ρώσοι και Ουκρανοί ενεπλάκησαν σήμερα σ’ έναν τέτοιο ολέθριο πόλεμο.
Η Ευρώπη, αντί να διαδραματίσει έναν θετικό, ειρηνευτικό ρόλο και να συμβάλει σε μια λογική και δίκαιη λύση του προβλήματος, έγινε αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος και μιας δυναμικής που περικλείει πολύ μεγάλους κινδύνους για τον κόσμο. Δεν προκαλούν έκπληξη γι’ αυτό οι μεγάλες πολιτικές αναταράξεις στη γηραιά ήπειρο, που είναι το άμεσο αποτέλεσμα του μεγάλου κενού πολιτικής ηγεσίας και πολιτικής ορθοφροσύνης σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: gr.hellomagazine.com