Η ενεργειακή κρίση, ο Πούτιν και τα φληναφήματα του κ. Μητσοτάκη – Του Ν. Στραβελάκη

Η ενεργειακή κρίση, ο Πούτιν και τα φληναφήματα του κ. Μητσοτάκη – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Λίγες μέρες έμειναν από την ανακοίνωση των επίσημων στοιχείων για τον πληθωρισμό του Ιουλίου 2022. Τον προηγούμενο μήνα, τον Ιούνιο, ο πληθωρισμός ήταν 12,1%. Ήταν η υψηλότερη τιμή μέσα στη χρονιά και ρεκόρ 30ετίας.

Συγκεκριμένα, πρέπει να πάμε πίσω στο 1994 για να συναντήσουμε τέτοιες αυξήσεις του δείκτη τιμών καταναλωτή. Αν κρίνουμε πάντως από την αύξηση των επιτοκίων, κατά 0,5%, που αποφάσισε η ΕΚΤ την Πέμπτη 21 Ιουλίου, τα στοιχεία τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα για τον Ιούλιο δεν πρέπει να είναι καλά.

Αν ρωτήσει κανείς την κυβέρνηση θα πάρει την απάντηση ότι για τον πληθωρισμό φταίνε οι τιμές της ενέργειας. Η αύξηση των τελευταίων, με τη σειρά τους, οφείλεται, κατά τους κυβερνώντες πάντα, στον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπως είχε πει πριν από κάποιον καιρό ο κ. Μητσοτάκης για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, «δεν είναι τιμές Μητσοτάκη, είναι τιμές Πούτιν». Επειδή η παγκόσμια οικονομία βαδίζει ολοταχώς προς τον στασιμοπληθωρισμό, όπως παραδέχονται όλο και περισσότεροι στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενώ συζητάμε ακόμα και για δελτίο στην παροχή φυσικού αερίου, δεν μπορούμε να βασιστούμε στα φληναφήματα, κοινώς σαχλαμάρες, του απερχόμενου πρωθυπουργού.

Ευτυχώς, οι περισσότεροι, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση ή χώρα καταγωγής, έχουν καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα. Την τελευταία εβδομάδα είδε το φως της δημοσιότητας ένα άρθρο με σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας. Υπογράφεται από τον αντιπρόεδρο του οίκου Standard and Poors (S&P) Ντάνιελ Γέργκιν και δημοσιεύθηκε στο διεθνές ηλεκτρονικό περιοδικό Project Syndicate. Ο κ. Γέργκιν είναι ξεκάθαρος, αφού θεωρεί ότι η αύξηση των τιμών της ενέργειας προηγήθηκε του πολέμου και είναι λάθος να αποδίδεται σε αυτόν. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι παρά την αυξανόμενη ζήτηση για φυσικό αέριο, που ακολούθησε το τέλος των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, η Ρωσία δεν αύξησε την προσφορά αερίου αλλά παρέμεινε στις ποσότητες που προέβλεπαν τα συμβόλαια που είχε συνάψει. Κατά τον αρθρογράφο, αυτό οφείλεται είτε στο ότι οι Ρώσοι επεδίωκαν να σπρώξουν τις τιμές προς τα πάνω είτε στο ότι προετοιμάζονταν για πόλεμο και ήθελαν να εκβιάσουν έτσι την Ευρώπη.

Εγώ θα έλεγα ότι οφειλόταν και στους δύο λόγους. Όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το ρωσικό φυσικό αέριο κατέστη ρυθμιστικό κεφάλαιο όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά για την παγκόσμια αγορά. Λόγω της θέσης του στην αγορά, των μειωμένων επενδύσεων για εξόρυξη αερίου και τον περιορισμό της παραγωγικότητας των εκμεταλλευόμενων κοιτασμάτων, έφτασε να καθορίζει τις τιμές παγκοσμίως. Αυτά τα δεδομένα έδωσαν τη δυνατότητα στο Πούτιν να προχωρήσει πρόσφατα σε περιορισμό των παρεχόμενων ποσοτήτων κάτω και από τα συμφωνηθέντα επίπεδα. Όπως επισημαίνει ο κ. Γέργκιν, η Ρωσία επιδιώκει να στερήσει από τους Ευρωπαίους τη δυνατότητα να σχηματίσουν αποθέματα, οδηγώντας έτσι τις τιμές στα ύψη τον χειμώνα. Καταλήγει έτσι στο εύλογο συμπέρασμα ότι η σημερινή κρίση είναι ανάλογη, ίσως και χειρότερη της πετρελαϊκής κρίσης του 1970, που οδήγησε στον μεγάλο στασιμοπληθωρισμό, που διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια.

Το επιχείρημα της περαιτέρω όξυνσης της ενεργειακής κρίσης συνεπικουρείται και από τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά του πετρελαίου. Συγκεκριμένα, συνεχίζονται στον παρόντα χρόνο οι κυρώσεις έναντι του Ιράν, που περιορίζουν την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου. Τα σαουδαραβικά κοιτάσματα θα μπορούσαν να ενισχύσουν την προσφορά, αλλά δεν έχουν πλέον την παραγωγικότητα που είχαν. Αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος και υψηλότερες τιμές, ανεξάρτητα από την άνοδο της προσφοράς, αν το λιγότερο παραγωγικό κεφάλαιο (το σαουδαραβικό στη προκειμένη περίπτωση) καταστεί ρυθμιστικό.

Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η παραγωγή και η ζήτηση πετρελαίου στην Κίνα είναι μειωμένη λόγω των πολιτικών «zero Covid». Σε περίπτωση που η παραγωγή επανέλθει σε κανονικές συνθήκες, τότε η πίεση στην αγορά πετρελαίου θα είναι υψηλότερη.

Κοντολογίς, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να υποτάσσονται σε μικροπολιτικά παιχνίδια. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει άμεσα στη Βουλή ολοκληρωμένο σχέδιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Αυτό δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει την επαναλειτουργία των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και την τοποθέτηση πλαφόν στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου θέρμανσης.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ