Σήμανε συναγερμό στην Αθήνα: Ο χάρτης Μπαχτσελί προάγγελος νέων διεκδικήσεων
–Οι Σύμμαχοι… συμπαρίστανται
–Κανένας στην Τουρκία δεν αποδοκίμασε τον χάρτη
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Τέλος στον εφησυχασμό και στα μεγάλα λόγια οφείλει να δώσει το πολιτικό σύστημα της χώρας, που δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της τουρκικής απειλής και απλώς αναλώνεται σε στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος ενότητας και ετοιμότητας για την αντιμετώπιση της Τουρκίας.
Η τουρκική απειλή είναι καθημερινή και κλιμακώνεται διαρκώς, καθώς μια απλή αναδρομή στη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών δείχνει πόσο δραματικά έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων και τη στοχοποίηση της Ελλάδας από το τουρκικό κατεστημένο, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Ο χάρτης που εμφάνισε ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, ο εθνικιστής ακροδεξιός Μπαχτσελί, θα ήταν στα όρια του γραφικού, εάν δεν ήταν γνωστή η επιρροή που ασκεί στις επίσημες κυβερνητικές πολιτικές. Όμως υπάρχει κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: Κανένας στην Τουρκία, ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε καθηγητές ή think tanks, ούτε, πολύ περισσότερο, ο Ερντογάν, δεν αποδοκίμασε τον χάρτη Μπαχτσελί, ο οποίος δεν μοίραζε απλώς το Αιγαίο στη μέση, εμφανίζοντας υπό τουρκική κυριαρχία όλα τα νησιά του Βόρειου, Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, αλλά έβαφε με τουρκικά χρώματα ακόμη και την Κρήτη.
Μάλιστα, οι «Γκρίζοι Λύκοι», που βρίσκονται πίσω από αυτόν τον χάρτη, επανέλαβαν τη γνωστή θεωρία που χρησιμοποιεί η Τουρκία για τις «γκρίζες ζώνες», ότι δηλαδή η Κρήτη δεν αναφέρεται στις συνθήκες που παραχωρούσαν τα νησιά στην Ελλάδα! Αποκρύπτοντας βεβαίως ότι ρητά η Οθωμανική Πύλη είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματά της στην Κρήτη με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1913.
Η Αθήνα ορθώς αντέδρασε στον χάρτη Μπαχτσελί, καθώς αποτελεί μία ακόμη τρανταχτή απόδειξη του παράλογου και της ακρότητας των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας αλλά και γιατί από την πρώτη στιγμή πρέπει να καταγγέλλονται διεθνώς τέτοιες κινήσεις, που σιγά σιγά προσλαμβάνουν τελικά μορφή επίσημης πολιτικής. Μην αμφιβάλλει κανείς ότι στην προεκλογική περίοδο στην Τουρκία, όταν αρχίσει η αντιπαράθεση για το ποιος ευθύνεται για το ότι τα «νησιά του Αιγαίου» πέρασαν «παράνομα» στην Ελλάδα, οι κραυγές για την Κρήτη δεν θα ακουστούν μόνο από τον Μπαχτσελί αλλά και από τους ακραίους της αντιπολίτευσης.
Βεβαίως, και αυτός ο χάρτης ήρθε την κατάλληλη στιγμή, καθώς το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ, με επικεφαλής την οργάνωση HALC, δίνει πραγματική μάχη για να πειστούν τα μέλη του Κογκρέσου να μην αποδεχθούν τις προτάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για αναβάθμιση και αγορά νέων F-16 από την Τουρκία.
Το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να ενισχύεται η αεροπορία μιας χώρας η οποία απειλεί με τα αμερικανικά όπλα και μαχητικά μια άλλη σύμμαχο χώρα, διεκδικώντας όχι απλώς κάποια δικαιώματα αλλά την ίδια την κυριαρχία της και τα εδάφη της, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους τους αμερικανούς βουλευτές και γερουσιαστές, που ήδη είναι προβληματισμένοι για τη συνολική στάση της Τουρκίας και τον προσανατολισμό που δίνει στη χώρα ο Ταγίπ Ερντογάν.
Η Αθήνα δήλωνε ικανοποιημένη, στο πλαίσιο αυτό, από το γεγονός ότι ήρθε πρώτα η δήλωση του γερμανού πρεσβευτή και κατόπιν του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που, αποδοκιμάζοντας τον χάρτη Μπαχτσελί, τόνιζαν ότι η ελληνική κυριαρχία δεν αμφισβητείται. Όμως αυτές οι δηλώσεις πρέπει να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο για να έχουν πραγματική αξία.
Τι εννοεί, άραγε, το Βερολίνο, όταν ο πρεσβευτής του δηλώνει ότι η ελληνική κυριαρχία δεν αμφισβητείται; Σημαίνει ότι η Γερμανία θα σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε αμφισβήτηση τέτοιου είδους και περιεχομένου; Ότι θα ενισχύσει την Ελλάδα ώστε να αντιμετωπίσει μια τέτοια αμφισβήτηση; Ή θα μπορούσε να είναι κάτι πιο χειροπιαστό; Είτε η Γερμανία να αναστείλει το πρόγραμμα κατασκευής των νέων τουρκικών υποβρυχίων, που θα απειλήσουν την ισορροπία στο Αιγαίο, είτε να συνδέσουν την πώληση πολεμικού υλικού με την εγκατάλειψη διεκδικήσεων εις βάρος συμμαχικών χωρών; Φυσικά, το Βερολίνο, που αποτελεί παγίως έναν από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της Τουρκίας, κάθε άλλο παρά διατεθειμένο είναι να κάνει κάτι τέτοιο και περιορίζεται στις ανέξοδες δηλώσεις του γερμανού πρεσβευτή.
Μας δουλεύει η Ουάσινγκτον: «Βρείτε τα με διάλογο»!
Όμως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους Αμερικανούς. Παρά τη σοβαρή αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων –η οποία, όπως έχει καταγγείλει και η αντιπολίτευση, πολύ συχνά γίνεται με όρους αποικιακούς–, όταν η Ουάσινγκτον προβαίνει σε δηλώσεις στήριξης της ελληνικής κυριαρχίας, δεν εξηγεί φυσικά τι σημαίνει αυτό. Και αν πρόκειται για αμερικανική προειδοποίηση ότι δεν θα επιτρέψει μια τέτοια αμφισβήτηση. Γιατί μόνο κάτι τέτοιο θα είχε περιεχόμενο και αξία, σε συνδυασμό φυσικά με τη μη πώληση πολεμικού υλικού, το οποίο θα χρησιμοποιείται ακριβώς για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας.
Και επίσης θα πρέπει να ξοδευτεί πολύ διπλωματικό κεφάλαιο για να εξηγηθεί σε εταίρους και συμμάχους ότι η σταθερή και μονότονη παρότρυνση «βρείτε τα με διάλογο» μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο στήριξης της επιθετικότητας της Τουρκίας, που θεωρεί ότι αν η Ελλάδα δεν προσέλθει σε διάλογο με ατζέντα τις δικές της διεκδικήσεις, τότε νομιμοποιείται να καταφύγει στις απειλές…
Όμως η υποκρισία περισσεύει σε συμμάχους και εταίρους, καθώς θεωρούν ότι με «πολύχρωμες χάντρες», όπως είναι οι δηλώσεις που κάθε φορά εκμαιεύουν οι έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον, στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο, μπορούν να καθησυχάσουν και να κοροϊδέψουν τους «ιθαγενείς».
Η κυβέρνηση πρέπει να πάψει να θεωρεί το ζήτημα της τουρκικής απειλής ως θέμα που μπορεί να στριμώξει ή να φιμώσει την αντιπολίτευση στο όνομα της «εθνικής ενότητας» και φυσικά η αντιπολίτευση πρέπει να σταματήσει να προβάλλει κάθε δήλωση ή κίνηση της Τουρκίας ως «εθνική ήττα», προκειμένου να τη χρεώσει στην κυβέρνηση.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ