Πρόσφατες ευρωπαϊκές και ευρωατλαντικές αποφάσεις: Προτεραιότητα στα θέματα γεωπολιτικής, αναβολή στα οικονομικοκοινωνικά

Πρόσφατες ευρωπαϊκές και ευρωατλαντικές αποφάσεις: Προτεραιότητα στα θέματα γεωπολιτικής, αναβολή στα οικονομικοκοινωνικά


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Το καλοκαίρι για τις μεσογειακές χώρες αρχίζει από τα μέσα Μαΐου και συνήθως τελειώνει μέσα Σεπτεμβρίου, διακρίνεται δε για τη χαλάρωση των πολιτικών δραστηριοτήτων, είτε αυτές αφορούν θέματα εσωτερικής είτε αφορούν θέματα διεθνούς πολιτικής. Οι πολίτες των βόρειων χωρών ετοιμάζονται να περάσουν έστω και λίγες μέρες σε κάποιο ελληνικό νησί ή σε άλλη χώρα της Μεσογείου.

Και οι ευρωπαίοι και ατλαντικοί ηγέτες φρόντισαν να συναντηθούν και να λάβουν αποφάσεις για θέματα που απασχολούν τη διεθνή κοινωνία και τις χώρες που εκπροσωπούν. Στις 23 – 24 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε το καθιερωμένο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για να ακολουθήσει ευθύς αμέσως η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η χρονική αυτή σειρά δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε συμπτωματική. Οι αποφάσεις της μιας συνάντησης επηρέασαν ή και συμπλήρωσαν τις αποφάσεις της άλλης. Σίγουρα θα υπήρχαν δίαυλοι επικοινωνίας και παρασκηνιακές συνεννοήσεις.

Από την ανάγνωση και τη μελέτη των σχετικών κειμένων που υιοθετήθηκαν προκύπτει ότι κυρίαρχο θέμα των συζητήσεων αλλά και των αποφάσεων που ελήφθησαν ήταν το Ουκρανικό και άλλα θέματα, διεθνούς και περιφερειακού ενδιαφέροντος. Τα θέματα που συνδέονται με την ευημερία των πολιτών και αφορούν μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση απασχόλησαν λιγότερο τους ευρωπαίους ηγέτες, χωρίς να ληφθούν σχετικές αποφάσεις, οι οποίες παραπέμφθηκαν στις προσεχείς συναντήσεις. Ίσως και από αδυναμία συναίνεσης όλων των κρατών-μελών, όπως θεσμικά απαιτείται.

Το επίκεντρο των συζητήσεων και στις δύο συνόδους ήταν το Ουκρανικό και η αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από το κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Τρία είναι τα σημεία που ξεχωρίζουν: Το Ουκρανικό, η αποδοχή και απόδοση της ιδιότητας υποψηφίας προς ένταξη στην ΕΕ σε κάποιες χώρες και η αναφορά στην τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στο Ουκρανικό δεν παρατηρείται καμιά ουσιαστική μετακίνηση στις θέσεις της ΕΕ σε σύγκριση με τη μέχρι τούδε αντιμετώπιση. Πολύ σωστά, επαναλαμβάνεται η καταδίκη της ρωσικής εισβολής, η έμπρακτη συμπαράσταση προς το Κίεβο και επιβεβαιώνεται η πλήρης στήριξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Ουκρανία και ότι η ΕΕ «στέκει ακλόνητη στο πλάι της Ουκρανίας και θα εξακολουθήσει να στηρίζει σθεναρά τη συνολική της οικονομική, στρατιωτική, κοινωνική και χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα, συμπεριλαμβανομένης της ανθρωπιστικής βοήθειας».

Καταδικάζονται απερίφραστα οι τυφλές επιθέσεις της Ρωσίας κατά αμάχων και μη στρατιωτικών υποδομών και καλείται η Ρωσία «να αποσύρει αμέσως και χωρίς όρους όλα τα στρατεύματα και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς από ολόκληρη την Ουκρανία, όπως αυτή ορίζεται από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της». Όσον αφορά το σημείο αυτό, το οποίο ασπάζομαι πλήρως, διερωτώμαι αν υπάρχει και ανάλογη πρόσφατη διατύπωση για τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο.

Το κείμενο συμπερασμάτων συνεχίζει με άλλες δεσμεύσεις, όπως η σύνδεση της έκτης δέσμης κυρώσεων με την άσκηση πιέσεων στη Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Αγνοούν, άραγε, οι ευρωπαίοι ηγέτες το ατελέσφορο των κυρωτικών μέτρων και ότι μέχρι στιγμής εκείνους που έχουν βλάψει είναι οι ευρωπαίοι πολίτες και πολύ λιγότερο τους Ρώσους; Στο κείμενο συμπερασμάτων λείπουν, έστω και με τη μορφή παραινέσεων, η προθυμία και προσφορά της ΕΕ όσον αφορά τη μεσολάβηση για παύση των εχθροπραξιών και σύναψη ειρήνης.

Σημειώνεται, επίσης, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να χορηγήσει καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ουκρανία και στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, ενώ δηλώνει έτοιμο να χορηγήσει το ίδιο καθεστώς στη Γεωργία, υπό προϋποθέσεις. Καλός γνώστης των διεθνών σχέσεων σε σχετική συζήτησή μας σχολίαζε με σκωπτική διάθεση, τονίζοντας ότι, εφεξής, αν μια χώρα επιθυμεί να καταστεί μέλος της ΕΕ δεν έχει παρά να προκαλέσει… εισβολή της Ρωσίας. Όσο για τη Γεωργία, διερωτήθηκε πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα απέχει από την Ευρώπη και από την ανατολικότερη ή τις ανατολικότερες χώρες-μέλη της ΕΕ.

Τα οικονομικοκοινωνικά θέματα και ιδιαίτερα οι τιμές των καυσίμων και της ενέργειας, που αφορούν και επηρεάζουν άμεσα την ευημερία των πολιτών, παραπέμπονται στο μέλλον –ελπίζουμε όχι στις ελληνικές καλένδες– και καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να διερευνήσει με τους διεθνείς εταίρους τρόπους για να μειωθούν οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας καθώς και κατά πόσο είναι σκόπιμο να ορισθούν προσωρινά ανώτατα όρια, εφόσον συντρέχει περίπτωση». Ευχόμαστε να μην ισχύσει –όπως μου έλεγε ο ευφυής συνομιλητής μου– η γνωστή παροιμία με το υποζύγιο του Χότζα, που όταν έμαθε να μην τρώει, απεβίωσε…

Το Ουκρανικό, με όλες τις συνέπειές του, οικονομικές κρίσεις κ.ά., ανέτρεψε άρδην το διεθνές σύστημα που ίσχυε από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η παταγώδης αποτυχία της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης επέτρεψε την επιστροφή στο κλίμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Ήδη διαγράφεται και έχει σχηματιστή de facto ένα νέο, διπολικό παγκόσμιο σχήμα, που διαφέρει από εκείνο της σοβιετικής εποχής και ευνοεί μόνο τις ΗΠΑ. Ένα σχήμα άκρως ανταγωνιστικό, με μεγάλες ανισότητες και πιθανές περιφερειακές συγκρούσεις.

Η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει πρόσθετες προκλήσεις από τη γειτονική Τουρκία, η οποία επωφελείται από τις καταστάσεις, αφού εκβιάζει και της χαρίζονται. Είναι κατανοητό ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είναι εύκολο να απαιτήσει από τους κοινοτικούς εταίρους και να τύχει έμπρακτης συμπαράστασης και κάλυψης της ασφάλειας και της εδαφικής της ακεραιότητας.

Η ΕΕ είναι ατελής. Επικρατούν τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αφού δεν έχει θεσμοθετηθεί κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Διαθέτει όμως ισχυρά νομικά επιχειρήματα από τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου και τις Διεθνείς Συνθήκες καθώς και από το γεγονός ότι η Τουρκία έχει απολέσει μεγάλο μέρος της συμμαχικής αξιοπιστίας της. Οι εκβιαστικές πολιτικές του καθεστώτος Ερντογάν και οι διαφοροποιήσεις από επιλογές της Δύσης αρχίζουν να πείθουν και τους πλέον δύσπιστους ηγέτες ότι η Τουρκία δεν συντάσσεται και ούτε ανήκει στον Δυτικό Κόσμο –κάτι που πιθανότατα δεν επιθυμεί πλέον και η ίδια–, ενώ δεν αποκλείεται στο μέλλον να στραφεί και ενα­ντίον της Δύσης. Αναγκαία για την εξωτερική μας πολιτική και την αντιμετώπιση των προκλήσεων, η ευρεία συναίνεση μεταξύ των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων και η περαιτέρω ενίσχυση της αμυντικής μας ικανότητας και της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ