Σκεπτικισμός και προβληματισμοί για τη στάση της ΕΕ έναντι της τουρκικής παραβατικότητας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο
Έντονη ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου η διπλωματική δραστηριότητα σε θέματα γενικού και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ορισμένα εκ των οποίων έχουν ιδιαίτερη σημασία για τα ελληνικά συμφέροντα. Ειδικότερα το διήμερο 23 – 24 Ιουνίου συνήλθε στις Βρυξέλλες σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αποτελεί το ανώτατο θεσμικό όργανο της ΕΕ για τη λήψη αποφάσεων.
Τέλη του μηνός λήγει και η Γαλλική Προεδρία και τη διαδέχεται, για το δεύτερο εξάμηνο, η Τσεχία. Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ακολούθησε η συνάντηση των αρχηγών κρατών της ομάδας των επτά πλέον ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου ή G7. Και την περασμένη Τετάρτη – Πέμπτη η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Και στις τρεις συνόδους-συναντήσεις, στις ατζέντες των συζητήσεων κυρίαρχη θέση κατείχε το Ουκρανικό, οι σχέσεις με τη Ρωσία, η ενεργειακή και οικονομική κρίση. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και η ένταξη στη Νατοϊκή Συμμαχία της Σουηδίας και Φινλανδίας, μετά την άρση της απειλής άσκησης βέτο της Τουρκίας, έναντι ισχυρών ανταλλαγμάτων, όπως η άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων, που μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις στην αμυντική πολιτική της χώρας μας, όσον αφορά την ισορροπία δυνάμεων.
Σε ό,τι αφορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μια απλή ανάγνωση του κειμένου συμπερασμάτων οδηγεί στη διαπίστωση ότι κύριο θέμα των σχετικών συζητήσεων και αποφάσεων αποτέλεσε το Ουκρανικό, στο οποίο αναφέρεται ολόκληρο το Κεφάλαιο ΙΙ, που περιλαμβάνει εννιά παραγράφους! Τα δύο επόμενα κεφάλαια (ΙΙΙ και ΙV) αναφέρονται στις αιτήσεις ένταξης στην ΕΕ –και την αποδοχή τους– της Ουκρανίας και της Μολδαβίας, και υπό προϋποθέσεις της Γεωργίας, ενώ για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ισχύει ακόμα το «περίμενε», με κάποια διαφοροποίηση για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Το Κεφάλαιο VII αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ και την Ανατολική Μεσόγειο, με ιδιαίτερη αναφορά στην τουρκική παραβατικότητα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκφράζει «βαθιά ανησυχία για τις πρόσφατες επανειλημμένες ενέργειες και δηλώσεις της Τουρκίας» και τονίζει ότι «η Τουρκία πρέπει να σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών-μελών της ΕΕ». Η γενικόλογη αυτή αναφορά για τον σεβασμό από πλευράς της Τουρκίας της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών-μελών προβληματίζει.
Αλήθεια, γιατί αποφεύγεται ρητή αναφορά στην ελληνική επικράτεια; Γιατί ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι η τουρκική παραβατικότητα και η αναθεωρητική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν δεν στρέφεται κατά του… Λουξεμβούργου, του Βελγίου, της Δανίας, και πάει λέγοντας. Απερίφραστα, μόνο κατά της ελληνικής επικράτειας, με τις θεωρίες για «Γαλάζιες Πατρίδες» και συναφείς αναθεωρητικές θέσεις, όπως η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών με πρόσχημα τη στρατιωτικοποίησή τους. Προφανώς, για την αποδοχή, από ελληνικής πλευράς, της γενικόλογης διατύπωσης για την τουρκική παραβατικότητα ασκήθηκαν πιέσεις και έπαιξε ρόλο η άρση του βέτο από την πλευρά της Άγκυρας όσον αφορά την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ, που τείνει να ταυτιστεί με την ΕΕ. Η θερμή υποστήριξη της Τουρκίας από τον ΓΓ του ΝΑΤΟ, σε βαθμό υπερβολής και πλήρους αγνόησης της τουρκικής παραβατικότητας στο Αιγαίο, άξιζαν ένα ισχυρό διάβημα από ελληνικής πλευράς, ακόμα και δημόσια καταγγελία.
Από τις σχετικές παραγράφους του κειμένου συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά και τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ δίνεται η εντύπωση ότι η Τουρκία, με την εκβιαστική πολιτική της και το ανατολίτικο παζάρι, πέτυχε και πήρε ό,τι επιθυμούσε. Να υποπτευθεί ο ευρωπαίος πολίτης ότι οι αποφάσεις υπαγορεύονται από υπολογισμούς και σχέδια ορισμένων ισχυρών δυτικών χωρών να καταστήσουν την Τουρκία περιφερειακή δύναμη στον χώρο της Ανατολικής Ευρώπης και ευρύτερα; Όμως τέτοιοι πιθανοί σχεδιασμοί δεν εξυπηρετούν παρά βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, γιατί αδιαφορούν για τις πιθανές συνέπειες, ενώ περιφρονούν τα διδάγματα της Ιστορίας.
Πολύ σωστά, ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δεν συναίνεσε στο να συμπεριληφθεί και η Τουρκία στον διευρυμένο πολιτικό διάλογο μεταξύ ΕΕ και των χωρών με σχέση συνεργασίας μαζί της. Η Τουρκία δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδος, χώρας-μέλους της ΕΕ και λίκνου του δυτικού πολιτισμού. Είναι μια χώρα που δεν έχει καμία ιστορική και πολιτιστική, ούτε θρησκευτική σχέση με τη Δύση. Κάποια στιγμή μπορεί να στραφεί και εναντίον της. Η ασάφεια και η επιμελής αποφυγή στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ρητής αναφοράς στη Ελλάδα, εναντίον της οποίας στρέφεται η τουρκική παραβατικότητα, συνηγορούσαν για μη συναίνεση και άρνηση αποδοχής του κειμένου συμπερασμάτων.
Η μη συναίνεση ή η άσκηση βέτο δεν είναι ασυνήθης από τα κράτη-μέλη. Πρόσφατα, και συγκεκριμένα στο προηγούμενο Συμβούλιο, η Ουγγαρία πέτυχε, με την απειλή άσκησης βέτο, να εξαιρεθεί από τα μέτρα κατά της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ιστορικό παράδειγμα από ελληνικής πλευράς και η απειλή άσκησης βέτο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ο οποίος αντιτάχθηκε στην είσοδο στη Νατοϊκή Συμμαχία των Σκοπίων με την προσωρινή ονομασία FYROM (ΠΓΔΜ). Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε την απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των ΗΠΑ, να επιτρέψει τη δυνατότητα προσόρμισης και επισκευής πολεμικών της Σοβιετικής Ένωσης στα Ναυπηγεία της Σύρου.
Η ανοχή της Δύσης έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν δεν μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί. Είναι ένας συνδυασμός στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων μαζί, αλλά η Ιστορία διδάσκει ότι δεν αποτελούν πάντοτε τον καλύτερο οδηγό, ειδικά όταν η άλλη πλευρά εκβιάζει και δεν συμμερίζεται τις ίδιες αξίες. Η Ελλάδα, που υφίσταται τις απειλές και την παραβατικότητα και τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, δικαιούται να απαιτήσει την κάλυψη της εδαφικής της ακεραιότητας και ασφάλειας από πλευράς της ΕΕ.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ