Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ, ο κ. Ερντογάν και ο κ. Μητσοτάκης – Μια αποτίμηση – Του Ν. Στραβελάκη

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ, ο κ. Ερντογάν και ο κ. Μητσοτάκης – Μια αποτίμηση – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Σύμφωνα με τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης, ο κ. Ερντογάν πήγε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ ως παρίας. Δεν έφτανε η προκλητική του ρητορική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, απειλούσε και να τινάξει τη Σύνοδο στον αέρα μπλοκάροντας την είσοδο Σουηδίας και Φινλανδίας.

Κάποια εικοσιτετράωρα αργότερα, όμως, ο κ. Ερντογάν είχε υπογράψει τριμερές μνημόνιο με τη Φινλανδία και τη Σουηδία, που είχαν άρει το εμπάργκο πωλήσεων όπλων στην Τουρκία, είχαν χαρακτηρίσει επισήμως το PKK τρομοκρατική οργάνωση και είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας και τη σκέψη υποστήριξης κουρδικών αιτημάτων αυτοδιάθεσης. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία ήρε τις όποιες αντιρρήσεις της για την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ.

Η υπογραφή του μνημονίου και η άρση των αντιρρήσεων της Τουρκίας άνοιξαν τον δρόμο για προσέγγιση με τις ΗΠΑ. Έτσι, λίγες ώρες αργότερα, οι κ. Μπάιντεν και Ερντογάν είχαν κατ’ ιδίαν συνάντηση στο περιθώριο της Συνόδου. Το δελτίο Τύπου του Λευκού Οίκου για τη συνάντηση είναι το λιγότερο ανησυχητικό. Αφού χαιρετίζει την προσέγγιση Τουρκίας, Σουηδίας και Φινλανδίας, αναφέρει ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία ενδιαφέρονται για τη «διατήρηση της σταθερότητας στο Αιγαίο και στη Συρία». Η διατύπωση συνιστά διπλή πρόκληση για την ελληνική αστική τάξη. Πρώτον, η διατήρηση της σταθερότητας στο Αιγαίο είναι από κοινού έργο ΗΠΑ και Τουρκίας και, δεύτερον, το Αιγαίο είναι μια περιοχή όπως η Συρία. Να θυμίσω ότι η Συρία είναι μια χώρα που ζει τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου και στο έδαφός της επιχειρούν επισήμως Σύριοι του Άσαντ, Ρώσοι, Τούρκοι και δυνάμεις του ISIS. Ποια αναλογία μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο Αιγαίο και στη Συρία;

Είναι προφανές ότι η διατύπωση του ανακοινωθέντος βοηθά τον κ. Ερντογάν να κλείσει το θέμα των ανατολικών του συνόρων χωρίς να επαναβεβαιώσει παράλληλα τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η εν λόγω Συνθήκη, ως γνωστόν, ρυθμίζει το σύνολο των συνόρων της Τουρκίας, τόσο προς ανατολάς όσο και προς δυσμάς, με εξαίρεση το τμήμα εκείνο που αντιστοιχεί σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν διατεινόταν ότι η ρητορική του για το Αιγαίο και τη Συρία ήταν «αντίποινα» στην πρόθεση των Δυτικών για ίδρυση δύο κουρδικών κρατών στα σύνορα με το Ιράκ και τη Συρία. Αυτό σήμαινε ότι, αν έβγαινε από τη μέση το θέμα της κουρδικής αυτοδιάθεσης, τότε και εκείνος θα υποβάθμιζε την ένταση της ρητορικής του για το Αιγαίο. Αυτό πλέον δεν θα είναι αναγκαίο, αφού οι όποιες τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο είναι ανεξάρτητες από το κουρδικό αίτημα αυτοδιάθεσης. Αυτό το έκανε σαφές με έναν συμβολισμό. Η Τουρκία, μετά από απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας, κατοχύρωσε την εμπορική επωνυμία «TurkAegean».

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση και η εγχώρια αστική τάξη, ως συνήθως, πιάστηκαν στον ύπνο. Το βασικό τους διαπραγματευτικό χαρτί, που ήταν το βέτο στην ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, το είχαν κάψει πριν από μήνες στην Αθήνα, όταν ο κ. Μητσοτάκης είχε εκφράσει την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του στην είσοδο της εν λόγω χώρας κατά την επίσκεψη της φινλανδής πρωθυπουργού. Βλέπετε, η Φινλανδία εισέρχεται στο ΝΑΤΟ κατά παράβαση των Συνθηκών που υπέγραψε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τις συμφωνίες αυτές δεσμευόταν ότι θα απείχε από στρατιωτικούς συνασπισμούς, εξ ου και ο όρος «φινλανδοποίηση». Η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να εγείρει επιφυλάξεις ως προς την ένταξη της Φινλανδίας, αφού θέτει εν αμφιβόλω τη Συνθήκη της Λωζάννης και κάθε διεθνή Συνθήκη αυτής της μορφής. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, είχε κατά νου να κάνει το καλό παιδί στον Μπάιντεν και δεν έδωσε σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες. Τώρα τρέχει και δεν φτάνει.

Οι εξελίξεις αυτές, όμως, ξεπερνούν τις ανεπάρκειες της τρέχουσας κυβέρνησης και των προκατόχων της. Είναι η απόδειξη του αδιεξόδου της υποταγής σε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Είναι σαφές ότι με την απόλυτη πρόσδεση στο αμερικανικό άρμα η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να οδηγείται σε αιματηρές πολεμικές δαπάνες και στη διαχείριση συνεχόμενων τεχνητών εντάσεων από διαρκώς επιδεινούμενη θέση. Θύμα αυτής της πολιτικής δεν είναι φυσικά η αστική τάξη αλλά ο λαός και η κοινωνία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ