Γιάννης Χατζηθεοδοσίου στο “Π”: Ζητάμε δραστικές λύσεις και όχι επιδόματα
Του
ΙΩΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Προέδρου ΕΕΑ και Επίτιμου Διδάκτορος ΠΑΠΕΙ
Η πολύ επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ουσιαστικά οδήγησε την κυβέρνηση στη λήψη κάποιων επιπλέον μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Σε αυτήν την προσπάθεια εντάσσονται και οι επιδοτήσεις στα καύσιμα, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα.
Γίνεται πλέον ξεκάθαρο πως οι πολύ μεγάλες αυξήσεις στα καύσιμα, στο ρεύμα, ακόμα και σε βασικά αγαθά θα ταλαιπωρήσουν για αρκετό καιρό ακόμα την κοινωνία.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι τα μέτρα αυτά δεν λύνουν το πρόβλημα που ταλαιπωρεί επαγγελματίες και κοινωνικές ομάδες, που τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα όσον αφορά τις καθημερινές τους ανάγκες. Η κρίση στην ενέργεια είναι βαθιά και το αποτύπωμά της έχει ταρακουνήσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αγωνίζονται να εκπληρώσουν τις βασικές τους υποχρεώσεις, ενώ παράλληλα ασκεί ασφυκτικές πιέσεις σε νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα. Μπορεί λοιπόν τα μέτρα να δίνουν κάποια ανάσα αλλά όχι αρκετό οξυγόνο, ενώ σε συνδυασμό και με το υψηλό ποσοστό πληθωρισμού το πρόβλημα γίνεται οξύτερο.
Η αποκλιμάκωση της κρίσης δεν διαφαίνεται υπό τις σημερινές συνθήκες, αντιθέτως εκτιμούμε ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες και ο πληθωρισμός δεν αποκλείεται να αγγίξει το 12%.
Μπροστά σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Με επιδοματική πολιτική δεν μπορούμε να πάμε μακριά ως οικονομία. Θεωρώ απόλυτα αναγκαίο να κινηθούμε σε πιο δραστικές λύσεις. Ειδικά στο θέμα της τιμής των καυσίμων η μόνη λύση που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα είναι η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Αυτό λοιπόν που ζητάμε ως επιμελητήριο είναι η μείωση αυτή να γίνει στο ποσοστό της αύξησης που σημειώθηκε τους τελευταίους μήνες, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο και η εκτέλεση του προϋπολογισμού. Εκτιμώ ότι αυτή η κίνηση θα συμβάλει καθοριστικά στη συγκράτηση των τιμών, που για την ώρα ανεβαίνουν διαρκώς, και θα ανακουφιστεί περισσότερο το καταναλωτικό κοινό.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα συζητάμε πάλι στα μέσα Σεπτεμβρίου για το Fuel Pass 3, με στόχο να γεμίσουμε μία φορά –και αν– το ντεπόζιτό μας.
Παράλληλα ζητάμε τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά από το 13% στο 6%, ώστε να τονωθεί η καταναλωτική δυνατότητα των νοικοκυριών και κυρίως να μπορέσουν να κάνουν αγορές που σήμερα στερούνται.
Όσο για τις επιχειρήσεις, μαζί με τα παραπάνω, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στην αποπληρωμή των παλαιών οφειλών, γι’ αυτό και ζητάμε να αυξηθούν οι δόσεις στις 120. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, που προέκυψαν από την εποχή των Μνημονίων αλλά και την πανδημία. Δηλαδή μιλάμε για το σύνολο των χρεών που κουβαλάνε από το παρελθόν, για την αύξηση των οποίων στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ευθύνονται οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες.
Χωρίς στοχευμένες ενέργειες και μόνο με αποσπασματικά μέτρα, δεν νομίζω ότι υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος. Αντίθετα, αυξάνονται οι κίνδυνοι για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που σήμερα βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Και ο μεγαλύτερος από αυτούς τους κινδύνους είναι να αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο επειδή δεν θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά όλες αυτές τις προκλήσεις.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ