Η τουρκική επιθετικότητα καθιστά άκρως επείγουσα μια ολοκληρωμένη ελληνική εθνική στρατηγική

Η τουρκική επιθετικότητα καθιστά άκρως επείγουσα μια ολοκληρωμένη ελληνική εθνική στρατηγική


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το 1994 ήταν το έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η επικύρωση της διεθνούς Συμβάσεως του Montego Bay για το θαλάσσιο δίκαιο και ετέθη σε ισχύ. Ήταν η στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα μπορούσε και έπρεπε να ασκήσει τα δικαιώματα που της παρείχε το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Να επεκτείνει δηλαδή τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια και να ανακηρύξει την Ελληνική ΑΟΖ. Ο αείμνηστος τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Μεσολάβησε όμως η περιπέτεια της υγείας του και ακολούθησε η διαδοχή Σημίτη.

Η Άγκυρα έσπευσε να αποτρέψει αυτήν την εξέλιξη, επιστρατεύοντας την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η οποία ψήφισε το γνωστό casus belli. Ότι δηλαδή, εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια στο Αιγαίο, αυτό θα ήταν αιτία πολέμου. Η κυβέρνηση Σημίτη έδειξε πρώτα στα Ίμια και μετά στο κοινό ανακοινωθέν Σημίτη – Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη το 1997 το τι ήταν ικανή να κάνει και την υποταγή της στα κελεύσματα των ΗΠΑ.

Στο πνεύμα αυτό, ανέτρεψε επίσης την προηγούμενη Ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία και υιοθέτησε την υποδεικνυόμενη από τις ΗΠΑ νέα πολιτική, που είχε στο επίκεντρό της την ένταξη και της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη βάση αυτής της νέας πολιτικής η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα έπρεπε να εναντιώνεται στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θέτοντας ως όρο την προηγούμενη επίλυση των Ελληνοτουρκικών προβλημάτων, αλλά θα έ­πρεπε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για την προώθησή της. Θα είχε, υποτίθεται, κάθε συμφέρον να το πράξει, εφόσον ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και η ε­νταξιακή της πορεία θα μετέτρεπαν δήθεν τα Ελληνοτουρκικά προβλήματα σε Ευρω-Τουρκικά.

Με το ιδεολόγημα αυτό, η Ελλάδα εγκλωβίσθηκε σε μια πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Άγκυρα και ανέστειλε επ’ αόριστον την άσκηση των δικαιωμάτων της στο Αιγαίο, για να μη διαταράξει το καλό κλίμα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πνεύμα αυτό, δεν διεμόρφωσε καμιά συγκεκριμένη στρατηγική για αυτό το θέμα. Αντιθέτως, υπό την επίδραση των Αμερικανικών κυρίως παραινέσεων «να τα βρει» με την Τουρκία, καλλιέργησε την ιδέα ότι μπορεί να βρεθεί λύση με διάλογο, με συμβιβασμούς και με «μικρές», υποτίθεται, υποχωρήσεις. Το νοσηρό αυτό κλίμα δηλητηρίασε και αποπροσανατόλισε την Ελληνική εξωτερική πολιτική και την απέτρεψε, όπως, αναφέρθηκε παραπάνω, από τη διαμόρφωση μιας σταθερής και συγκεκριμένης στρατηγικής για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της στο Αιγαίο!

Η Τουρκική πλευρά επωφελήθηκε από την Ελληνική στρατηγική αδράνεια για να προωθήσει περαιτέρω την αμφισβήτηση του status quo στο Αιγαίο, να εμμείνει στο casus belli και να προετοιμάσει το επόμενο βήμα, που εκδηλώθηκε με τις διεκδικήσεις της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Η τελευταία έρχεται ως συνέχεια του casus belli. Εμποδίζουμε, δηλαδή, σε πρώτη φάση, την Ελλάδα να ασκήσει τα δικαιώματά της και, σε δεύτερη φάση, διεκδικούμε εμείς οι ίδιοι τα δικαιώματα ΑΟΖ της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη διεκδίκηση του μισού Αιγαίου. Η Άγκυρα προσθέτει σήμερα, ως τρίτο πυλώνα διεκδικήσεων, την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, που της παρέχει το πρόσχημα για να αμφισβητήσει ευθέως την κυριαρχία τους.

Είναι φανερό ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με το έλλειμμα αυτό στρατηγικής, το οποίο παρ’ ολίγον να της κοστίσει πολύ α­κριβά, ως αποτέλεσμα της εξοπλιστικής αδράνειας, στην οποία περιέπεσε στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής. Επί μια ολόκληρη 15­ετία, η Ελλάδα επέβαλε στον εαυτό της ένα ιδιότυπο embargo εξοπλισμών, που οδήγησε στον κίνδυνο άμεσης ανατροπής της αεροπορικής ισορροπίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ο κίνδυνος αυτός απετράπη, ευτυχώς, μετά την περιπλοκή του θέματος των Ρωσικών πυραύλων S-400 και τη ματαίωση της παραλαβής από την Τουρκία των Αμερικανικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35.

Η επείγουσα ανάγκη διαμορφώσεως μιας συγκεκριμένης στρατηγικής για την εφαρμογή των δικαιωμάτων της Ελλάδος, που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, είναι ακόμα πιο επιτακτική σήμερα, όταν η Ά­γκυρα ετοιμάζει σχέδια να ανακηρύξει Τουρκική ΑΟΖ, πάνω στη βάση της Γαλάζιας Πατρίδας, και να καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Το γεγονός επίσης ότι η Ελλάδα δεν έχει επεκτείνει ακόμη τα χωρικά της ύδατα επιτρέπει στην Άγκυρα να δεσμεύσει για μεγάλες περιόδους τεράστιες εκτάσεις του Αιγαίου για ασκήσεις και για να ασκεί καταχρηστική και παράνομη αλιεία σ’ όλο το Αιγαίο και να συμπεριφέρεται γενικά ως δήθεν «ίσος» εταίρος στο Αιγαίο, αγνοώντας τα Ελληνικά νησιά.

Είναι φανερό ότι εφόσον η Άγκυρα απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο, εάν ασκήσει τα δικαιώματά της, αναγκαίο μέρος της Ελληνικής στρατηγικής πρέπει να είναι η ισορροπία δυνάμεων, κατά πρώτο λόγο στον αεροναυτικό τομέα, ώστε η Ελλάδα να μην μπορεί να εκβιασθεί στρατιωτικά. Αντιθέτως, να είναι σε θέση να στηρίξει την πολιτική της με ικανή αποτρεπτική ισχύ. Θα πρέπει επίσης να αναπτύξει τις στρατηγικές συμμαχίες της και τα διπλωματικά της ερείσματα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει η Ελλάδα να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή στην Κύπρο. Η Τουρκία τη χρησιμοποιεί ως όμηρο και επιδιώκει να θέσει αφενός υπό τον γεωπολιτικό της έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο και να δημιουργήσει αφετέρου προηγούμενο εφαρμογής των Τουρκικών θέσεων για την ΑΟΖ στην ΑΟΖ της Κύπρου.

Η ακολουθούμενη από την Ελλάδα πολιτική της αποστασιοποιήσεως από την Κύπρο, με το πρόσχημα της γνωστής θεωρίας «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», είναι ολέθρια και ανάρμοστη ως εθνική πολιτική. Η Κύπρος είναι Ελληνικός εθνικός χώρος και ο Κυπριακός Ελληνισμός αναπόσπαστο μέρος του Ελληνισμού. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να μην αναλογίζεται τις συνέπειες για ολόκληρο τον Ελληνισμό είτε μιας υπαγωγής ολόκληρης της Κύπρου στον Τουρκικό στρατηγικό έλεγχο, μέσω μιας δήθεν «λύσεως» κατ’ επίφαση ομοσπονδίας, με «πολιτική ισότητα», είτε μιας αλλοτριώσεως της Κύπρου και σταδιακής διαρροής και καταστροφής του Ελληνισμού της.

Μια επιβεβλημένη πολιτική της Ελλάδος προς την Κύπρο δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο, όταν άλλες ξένες δυνάμεις, πέραν της Άγκυρας, ασκούν επιρροή και διαμορφώνουν πολιτικές. Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Κύπρο έδειξε σε πόσο λάθος δρόμο βρίσκεται η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική. Ο κ. Μητσοτάκης επεσκέφθη την Κύπρο ως κομματάρχης, αντί ως εθνικός ηγέτης, για να υποστηρίξει, μάλιστα κατά δική του ομολογία, την υποψηφιότητα του Αβέρωφ Νεοφύτου, Προέδρου του ΔΗΣΥ, πρωταγωνιστή της ενδοτικής πολιτικής στο Κυπριακό, κατά τις προσεχείς Προεδρικές εκλογές.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγε στην Κύπρο, π.χ., το 1982 για να διαδηλώσει την εθνική αλληλεγγύη με την Κύπρο και τη θέληση της Ελλάδος να την υπερασπισθεί ενάντια σε νέες Τουρκικές απειλές για προέλαση του Αττίλα. Διεκήρυξε τότε, επί Κυπριακού εδάφους, το Ελληνικό casus belli. Ότι, δηλαδή, εάν προελάσει ο Αττίλας κατά των ελευθέρων εδαφών, αυτό θα είναι για την Ελλάδα casus belli. Στο πνεύμα αυτό, ανέλαβε επίσης να ενισχύσει την άμυνα της Κύπρου και διεκήρυξε το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.

Με τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και με τις περιφερειακές ιδιαίτερα συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οι συνθήκες σήμερα είναι πολύ πιο ευνοϊκές για την αμυντική θωράκιση και την αμυντική κάλυψη της Κύπρου. Θα πρέπει, επομένως, να προωθηθεί τάχιστα η αμυντική θωράκιση της Κύπρου, για την οποία υπάρχουν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι από τα έσοδα του Ταμείου Αμυντικής Θωρακίσεως, να επανενεργοποιηθεί το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου και να αναπτυχθούν περαιτέρω οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και άλλες, ενδεχομένως, χώρες.

Αυτό όμως που χρειάζεται κατεπειγόντως είναι να αρθεί η αντίφαση μεταξύ της ακολουθούμενης σήμερα πολιτικής στο Κυπριακό για δήθεν «λύση» και της επιβεβλημένης στρατηγικής που πρέπει να προτάσσει την Τουρκική εισβολή και κατοχή και όχι να αποδέχεται την προβολή του Κυπριακού ως δήθεν διακοινοτικού προβλήματος. Η επανατοποθέτηση του Κυπριακού ως θέματος εισβολής και κατοχής είναι ο μόνος τρόπος να τεθεί πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου η Άγκυρα και να επιδιωχθούν κυρώσεις σε βάρος της. Είναι ο μόνος τρόπος επίσης για να διαμορφώσει η Ελληνική πλευρά μια σαφή, αγωνιστική και γιατί όχι απελευθερωτική στρατηγική.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: ptisidiastima.com


Σχολιάστε εδώ