Χωρίς ηγεσία και πυξίδα, η ΕΕ κατάντησε επαρχία των ΗΠΑ

Χωρίς ηγεσία και πυξίδα, η ΕΕ κατάντησε επαρχία των ΗΠΑ

Η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία διαλύει οικονομίες και κοινωνίες στην Ευρώπη

-Δεν αρκεί ο φιλοαμερικανισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την αντιμετώπιση των απειλών

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στην οικονομική και κοινωνική εξόντωση της Ευρώπης και στην υποβάθμισή της σε αχθοφόρο των στρατηγικών επιλογών της Ουάσινγκτον απειλεί να οδηγήσει η συνέχιση του αδιέξοδου πολέμου στην Ουκρανία, όπου πλέον είναι σαφές ότι δεν μπορεί να αναδειχθεί καθαρός νικητής, τα εδάφη που χάθηκαν δεν θα επιστραφούν και τουλάχιστον οι ΗΠΑ και η Ρωσία κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να κρατηθεί αυτό το πολεμικό μέτωπο ανοικτό.

Ύστερα από περισσότερες από 100 ημέρες πολεμικών συγκρούσεων που ακολούθησαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει περιορίσει τις στρατιωτικές επιδιώξεις της στην κατάκτηση του συνολικού σχεδόν τμήματος του Ντονμπάς και της νότιας παραθαλάσσιας ζώνης, που συνδέει το ρωσικό έδαφος απευθείας με την Κριμαία. Μια περιοχή που δεν είναι καθόλου δύσκολο να ενσωματωθεί, όχι μόνο λόγω της πλειοψηφίας του ρωσόφωνου πληθυσμού αλλά και γιατί μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει μετακινηθεί προς τα δυτικά, εγκαταλείποντας τις εστίες του.

Είναι προφανές ότι η Ρωσία δεν πρόκειται ποτέ να υποχωρήσει από τα εδάφη αυτά και να επιστρέψει στην Ουκρανία, καθώς αυτή η νέα κατάκτηση αποτελεί και το μοναδικό επιχείρημα με το οποίο ο Πρόεδρος Πούτιν μπορεί να νομιμοποιήσει και στο εσωτερικό της χώρας του την πολεμική περιπέτεια, η οποία έχει στοιχίσει δισεκατομμύρια δολάρια, έχει βουλιάξει τη ρωσική κοινωνία στη δύσκολη πραγματικότητα του καθεστώτος των κυρώσεων και έχει μετρήσει και μερικές χιλιάδες νεκρούς.
Ο Πρόεδρος Πούτιν όμως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη στρατιωτική πίεση στην Ουκρανία, τουλάχιστον όχι πριν πετύχει μια συνολική διευθέτηση με τη Δύση, που θα οδηγήσει και σε άρση των κυρώσεων, και πριν διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο στρατηγικής συνύπαρξης με την Ευρώπη και τη Δύση συνολικά.

Η Δύση, με την καθοδήγηση των ΗΠΑ και την πλήρη αδυναμία των Ευρωπαίων να έχουν λόγο στις μείζονες επιλογές, επενδύει στην τακτική του συνεχούς εξοπλισμού της Ουκρανίας. Μια τακτική η οποία δεν μπορεί φυσικά να οδηγήσει σε ήττα της Ρωσίας, ούτε, πολύ περισσότερο, στην απελευθέρωση των εδαφών που έχουν καταληφθεί. Όμως ο εξοπλισμός των Ουκρανών επιτείνει το αδιέξοδο, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες, και με την απόλυτη οικονομική και πολιτική στήριξη που παρέχει η Δύση στο Κίεβο, καθίσταται αδύνατη η όποια ένδειξη συμβιβαστικής διάθεσης από τον Προέδρο Ζελένσκι.

Οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι θα στέλνουν όλο και περισσότερα και όλο και πιο εξελιγμένα όπλα στην Ουκρανία, η Ρωσία θα συνεχίζει να πλήττει με πυραυλικά χτυπήματα στόχους στο ουκρανικό έδαφος και αποθήκες συγκέντρωσης των εξοπλισμών αυτών και έτσι θα υπάρχει μια διαρκής θερμή σύγκρουση.

Η Ουάσινγκτον φαίνεται πως έχει επιλέξει να μην αφήσει να χαθεί η ευκαιρία που θεωρεί ότι της δόθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία: Να επιτύχει μια συντριπτική νίκη επί της Ρωσίας και την ανατροπή του Βλαντιμίρ Πούτιν. Καθώς όμως ο πόλεμος εναντίον της Ρωσίας δεν είναι της Δύσης, αλλά της Ουκρανίας, είναι φανερό ότι σε στρατιωτικό επίπεδο η Ρωσία δεν πρόκειται να συντριβεί.

Σε οικονομικό επίπεδο, η Ουάσινγκτον ελπίζει ότι με τις κυρώσεις και με το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο θα καμφθεί το καθεστώς Πούτιν και ότι δεν θα μπορέσει τελικά να διασωθεί, αφού αμφισβητηθεί εκ των έσω. Αυτό φυσικά πρόκειται για άσκηση επί χάρτου και πάντως είναι ένα σενάριο το οποίο δεν υλοποιείται σε άμεσο χρόνο.

Την ίδια στιγμή, αυτό που κάποιοι προσπάθησαν να εμφανίσουν ως πόλεμο της διεθνούς κοινότητας εναντίον του αναθεωρητισμού του Βλαντιμίρ Πούτιν έχει περιορισθεί σε μια αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ – Ιαπωνίας και Ρωσίας, με όλες τις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις να κοιτούν από μακριά και αποστασιοποιημένες, αν όχι φιλικά διακείμενες προς τη Ρωσία, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία… Η ΕΕ είναι αυτή που πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει το βαρύ τίμημα μιας προτεινόμενης θερμής σύγκρουσης.

Η ευκολία με την οποία ανακοινώθηκε από τις ΗΠΑ το εμπάργκο στη Ρωσία είχε να κάνει βεβαίως με τη δυνατότητα των ΗΠΑ να καλύπτουν με δική τους παραγωγή τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας τους. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι η ουκρανική κρίση οδήγησε σε αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων, αυτό είναι κάτι που μπορεί να διαχειρισθεί η Ουάσινγκτον. Επίσης, δεν είναι καθόλου αμελητέα η μεγάλη ευκαιρία που δημιουργήθηκε για τις αμερικανικές εταιρίες, αφού θα προμηθεύουν με ακριβό LNG την Ευρώπη, ενώ η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ δέχεται το φιλί της ζωής με τις αυξανόμενες παραγγελίες πολεμικού υλικού, από τα μέλη κυρίως του ΝΑΤΟ.

Η Ευρώπη, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να αποκοπεί από το ρωσικό φυσικό αέριο και έτσι συνεχίζει ακόμη και τώρα να χρηματοδοτεί με δισεκατομμύρια δολάρια την πολεμική μηχανή και το καθεστώς Πούτιν. Όσο για το εμπάργκο πετρελαίου, η Ρωσία ήδη βρήκε πρόθυμους αγοραστές, όπως η Κίνα, η Ινδία και άλλες χώρες της Ανατολής…

Το κόστος για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία εκτιμάται σε 1 τρισ. ευρώ και απαιτεί βάθος χρόνου και αυτό καθιστά ακόμη πιο ευάλωτη την Ευρώπη στον τυφώνα που έχει προκαλέσει η ουκρανική κρίση.

Το χτύπημα που δέχεται η ευρωπαϊκή οικονομία, τη στιγμή που προσπαθεί να ανακτήσει δυνάμεις μετά την πανδημία, έχει σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς τινάζει στον αέρα το επίπεδο ζωής των πολιτών, υπονομεύει το κοινωνικό κράτος και βαθαίνει τις ανισότητες στο εσωτερικό των χω­ρών, δημιουργώντας και πάλι υπόβαθρο για ανάπτυξη λαϊκιστικών δυνάμεων…
Επιπλέον, κανείς δεν θέλει να σκέφτεται ποια θα είναι η κατάσταση που θα αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά τον επόμενο χειμώνα, με τις εξωφρενικές τιμές στα καύσιμα, τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και την αβεβαιότητα να επικρατεί παντού.

Ο πόλεμος της Ουκρανίας οδηγείται σε αδιέξοδο από τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες κερδίζουν, είτε οικονομικά είτε στρατηγικά, από αυ­τήν την αντιπαράθεση. Όμως, δυστυχώς, η Ευρώπη, χωρίς ηγεσία (ο Σαρλ Μισέλ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι αστείες περιπτώσεις ανθρώπων, χωρίς όραμα και πολιτικό βάρος), με την απουσία ευρωπαίων ηγετών που θα μπορούσαν να σηκώσουν ανάστημα, σύρεται στον φαύλο κύκλο της στρατηγικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τόλμησε να μιλήσει για την ανάγκη εγκατάλειψης της αντίληψης ότι «πρέπει η Ρωσία να ταπεινωθεί στην Ουκρανία», όλοι έπεσαν πάνω του, υποχρεώνοντάς τον να σιωπήσει.

Με την τακτική αυτή, πολύ σύντομα, αυτό που θεωρείται από τους Ευρωπαίους υπεράσπιση των ιδανικών και των αξιών του ελεύθερου κόσμου θα ενοχοποιηθεί και θα αντιμετωπίζεται πλέον ως παγίδα στην οποία έριξαν οι ΗΠΑ την Ευρώπη για να την καθηλώσουν και να τη μετατρέψουν σε υποτακτικό τους.

Στο παιχνίδι αυτό και η ελληνική κυβέρνηση έχει παίξει φιλοαμερικανικά και όχι φιλοευρωπαϊκά. Η αρχική επιλογή της άμεσης καταδίκης της ρωσικής εισβολής ήταν σωστή και επιβεβλημένη. Ακόμη και η παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στις ΗΠΑ (που είχαν συζητηθεί και επί προηγούμενης κυβέρνησης) ήταν ορθή επιλογή, καθώς δημιουργεί ένα αντίβαρο απέναντι στην Τουρκία και καθιστά ακόμη πιο χρήσιμο σύμμαχο την Ελλάδα, με την ασφάλειά της και ειδικά των περιοχών όπου είναι εγκατεστημένες οι αμερικανικές δραστηριότητες να είναι πρώτη προτεραιότητα και για τις ΗΠΑ.

Όμως θα πρέπει να υπάρξει ένα μέτρο στην απόλυτη συνταύτιση και συμπόρευση με τους Αμερικανούς, η οποία θα είχε ιδιαίτερη αξία μόνο αν συνοδευόταν από ριζικές και ανατρεπτικές επιλογές στη μέχρι τώρα πολιτική ίσων αποστάσεων με την Τουρκία και κυρίως με την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας από τις ΗΠΑ. Όμως δεν είναι γνωστό αν έχει καν ζητηθεί κάτι τέτοιο από την κυβέρνηση Μητσοτάκη (ας μην ξεχνάμε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός στις δύο σημαντικές δημόσιες παρεμβάσεις του στην Ουάσινγκτον, στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο, δεν κατονόμασε ούτε μία φορά την Τουρκία).

Επίσης, η ουκρανική κρίση διευκολύνει τις επιδιώξεις του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θέλει να χτίσει μια επιλεκτική σχέση με τη Δύση, χωρίς υποχρεώσεις, αλλά με πολλά προνόμια, που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει την ηγεμονική και επεκτατική πολιτική του στην ευρύτερη περιφέρεια, με πρώτο στόχο το Αιγαίο και τη Συρία.

Ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να κινηθεί όχι μόνο ως ο πιστότερος σύμμαχος των ΗΠΑ αλλά και ως ευρωπαίος ηγέτης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λάβει τώρα πρωτοβουλίες ώστε να αρχίσει να διαμορφώνεται ένα φιλειρηνικό μέτωπο στην ΕΕ, που θα διαμορφώσει όρους και προϋποθέσεις για διάλογο με τη Ρωσία, για εκεχειρία, και προπάντων να θέσει τις βάσεις για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, με αναπόσπαστο μέρος της τη Ρωσία. Διότι πλέον το έχουμε αντιληφθεί όλοι. Ούτε ασφάλεια ούτε ευημερία μπορεί να υπάρξει στη γηραιά ήπειρο χωρίς την ομαλή συμβίωση με τη Ρωσία…

Ο ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ