Ελληνοτουρκικές σχέσεις και εξοπλισμοί

Ελληνοτουρκικές σχέσεις και εξοπλισμοί

Η μοίρα μάς καταδίκασε να είμεθα γείτονες με την Τουρκία, μια χώρα που συνδέεται σήμερα πολιτιστικά με πολλούς λαούς, Άραβες, Πέρσες και Τουρκομάνους, στους οποίους ασκεί σημαίνουσα επιρροή. Οι Τούρκοι πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι είναι μια φυλή που εκτείνεται, με τους Τουρκομάνους, στη μισή σχεδόν Ασία.

Οι Τούρκοι είναι λαός υπομονετικός, πειθαρχημένος και αγαπάει την πατρίδα του, ως πολεμιστές, δε, είναι αξιόμαχοι, καθώς οι πρωτόγονοι στρατιώτες από την περιφέρεια της Τουρκίας αποδείχτηκαν στον πόλεμο αξιόλογοι μαχητές. Επιπλέον, η θρησκεία τους, σε αντίθεση με την ειρηνιστική θρησκεία του Χριστιανισμού, είναι επιθετική και τους σπρώχνει στην κατάκτηση άλλων χωρών και την επιβολή του Ισλάμ σ’ αυτές.

Η σημερινή Τουρκία, με τα 100 σχεδόν εκατ. πληθυσμού, το 50% του οποίου είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών, και με μια οικονομία που μέχρι πρότινος ανθούσε, παρουσιάζεται να επιζητεί και άλλο ζωτικό χώρο εκτός της Τουρκίας. Γι’ αυτό και βρίσκεται πανταχού παρούσα στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στους Τουρκομάνους της Ασίας και στους λαούς της Αφρικής. Η Ελλάδα, αντίθετα, έχει έναν πληθυσμό που συνεχώς συρρικνώνεται (το 1919 η Ελλάδα είχε πληθυσμό 6 εκατ. και η Τουρκία 13 εκατ., ενώ σήμερα η αναλογία είναι 10 προς 1).

Η Τουρκία είναι μία αναθεωρητική δύναμη, που θέλει να αλλάξει τη Συνθήκη της Λωζάννης και να καταστήσει τους γείτονές της δορυφόρους και προτεκτοράτα της. Προς τον σκοπό αυτό, εξοπλίζεται συνεχώς και έχει δημιουργήσει αξιόλογη αμυντική βιομηχανία, με έναν πλούτο παραγωγής μηχανών – εργαλείων του πολέμου. Για την πολιτική της αυτή όλος ο τουρκικός λαός είναι σύμφωνος.



Στην Ελλάδα, αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ασχολείται με τον καταναλωτισμό και με έργα ευζωίας. Δεν ανησυχεί, όπως φαίνεται, από τον επαπειλούμενο κίνδυνο να βρεθούμε στην καλύτερη περίπτωση δορυφόροι ή υποτελείς της Τουρκίας, η οποία μας έχει καταστήσει κράτος με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις της.


Η ελληνική κυβέρνηση, παρότι πλανάται αν νομίζει ότι είναι δυνατόν η Τουρκία να ματαιώσει την αναθεωρητική πολιτική της, προσπαθεί τουλάχιστον να ενισχύσει όσο μπορεί τις συμφωνίες με διάφορα γειτονικά κυρίως κράτη και επιτέλους ύστερα από τον ύπνο μιας εικοσαετίας αποφασίστηκε, παρά την παρούσα συγκυρία της πανδημίας και του πολέμου, να αρχίσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο, όταν ολοκληρωθεί, θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, και με την αλληλεγγύη τουλάχιστον των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις άλλες συμφωνίες εκτός της Ενώσεως.

Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση, προφανώς χάριν των πελατειακών της αναγκών, προτιμά τον παρασιτικό καταναλωτισμό και μας οδηγεί στη συλλογική αναζήτηση μιας ιστορικής ευθανασίας. Η κ. Καφαντάρη από τη μια μεριά μάς είπε ότι «οι εξοπλισμοί είναι απαράδεκτοι» και από την άλλη ότι «εμείς εξωτερική πολιτική εννοούμε ισχυρή αμυ­ντική ικανότητα», και ο έτερος κ. Γ. Τσίπρας μάς είπε ότι «δεν είναι ανεκτός ο εξοπλισμός για τον εξοπλισμό». Δηλαδή εννοεί ότι οι εξοπλισμοί είναι περιττή πολυτέλεια.

«Αν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο», λέει μια ρωμαϊκή ρήση και αυτό ακριβώς ενδείκνυται σήμερα για μας. Όμως ελλοχεύει η δολερή διχόνοια, που τόσες καταστροφές συσσώρευσε για το έθνος μας. Ας επιδειχθεί επιτέλους και την ύστατη στιγμή σοβαρότητα, γιατί το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.

Νικόλαος Κονομής
της Ακαδημίας Αθηνών

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτο: Anadolu Agency

Σχολιάστε εδώ