Η αποσιώπηση των πιέσεων στα ομόλογα και στις τιμές και η εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που κάποιοι προσπαθούσαμε να πείσουμε τους κρατούντες ότι ο πληθωρισμός δεν είναι κάποιο παροδικό φαινόμενο. Ήταν οι μέρες που κ. Άδωνης Γεωργιάδης προεξοφλούσε ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 ο πληθωρισμός θα ήταν παρελθόν και η κ. Λαγκάρντ ανέμενε την όποια κλιμάκωση μέχρι τον Μάρτιο του 2022 και αποκλιμάκωση των πιέσεων το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Όλα αυτά πήγαν και επισήμως περίπατο μετά την απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να αυξήσει τα παρεμβατικά της επιτόκια 0,75%. Είναι η μεγαλύτερη εφάπαξ αύξηση παρεμβατικών επιτοκίων από τη Fed μετά το 1994. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η κίνηση αυτή σηματοδοτεί ότι όλοι πλέον έχουν πεισθεί ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και μπαίνουμε σε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων. Η ΕΚΤ είναι και πάλι δεύτερη και καταϊδρωμένη, αφού αναμένεται να ξεκινήσει να αυξάνει το παρεμβατικό της επιτόκιο της τον επόμενο μήνα.
Το μείγμα υψηλών τιμών και επιτοκίων είναι ιδιαίτερα επώδυνο για τις κοινωνίες. Οι υψηλές τιμές εξανεμίζουν τα πενιχρά λαϊκά εισοδήματα, ενώ τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν τις επενδύσεις. Στο περιβάλλον μεγάλων κρίσεων, όπως αυτή που ξεκίνησε το 2008, αυτό οδηγεί στο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Δηλαδή, αναιμικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ιδιαίτερα των επενδύσεων), που όμως συνοδεύονται από υψηλές τιμές.
Είναι ένα ιδιαίτερα επισφαλές περιβάλλον για αδύναμες, υπερχρεωμένες οικονομίες, όπως η ελληνική. Σε επιβεβαίωση των παραπάνω, ο πληθωρισμός τον μήνα Μάιο ήταν 10,7%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 7,5% το ίδιο διάστημα. Την ίδια ώρα, το επιτόκιο (απόδοση) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου είναι στο 4,3% (στις 16/6), ενώ έφτασε και μέχρι το 4,7% (στις 15/6), έχοντας αυξηθεί 500% περίπου σε διάστημα ενός έτους (ήταν 0,8% τον Ιούνιο του 2021). Παράλληλα, η διαφορά (spread) από το γερμανικό δεκαετές πλησίασε το 3%, που είναι ο μέσος όρος της προηγούμενης δεκαετίας. Κοντολογίς, η δεκαετία των Μνημονίων και της λιτότητας δεν οδήγησε σε σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, φαίνεται να έχει παγιώσει το χάσμα ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο της ΕΕ αλλά και την έντονη κοινωνική-ταξική ανισότητα που χαρακτηρίζει όλες τις οικονομίες μετά το 1980.
Το χειρότερο είναι ότι οι κυβερνήσεις –και πρώτη πρώτη η ελληνική κυβέρνηση– δεν φαίνεται να μπορούν να κάνουν κάτι για την κατάσταση. Σε αυτό σίγουρα παίζει ρόλο η αδυναμία των ορθόδοξων (νεοκλασικών) οικονομικών να ερμηνεύσουν την εκτόξευση του πληθωρισμού σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα χαμηλών ή/και μειούμενων πραγματικών μισθών, όπως στην Ελλάδα. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως οι χαμηλές επενδύσεις, λόγω χαμηλής καπιταλιστικής κερδοφορίας, κάνουν τις επιχειρήσεις να δουλεύουν στο κόκκινο, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής. Την ίδια ώρα, οι περιορισμένες επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα έχουν καταστήσει το ρωσικό αέριο και το ιρανικό πετρέλαιο ρυθμιστικό κεφάλαιο στις σχετικές αγορές.
Είναι προφανές ότι η όλη συζήτηση για την υποτιθέμενη πράσινη ενέργεια έγινε με γνώμονα τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και για τον λόγο αυτό έφερε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Σκοπός της συζήτησης δεν ήταν η μετάβαση στη πράσινη ενέργεια αλλά ο αποκλεισμός των κινεζικών προϊόντων από τις ευρωπαϊκές αγορές, με πρόφαση τις συνθήκες παραγωγής τους. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πίστευαν ότι θα φόρτωναν με περιβαλλοντολογικούς φόρους αυτά τα εμπορεύματα, καθιστώντας τα έτσι εξίσου ακριβά με τα δικά τους. Παράλληλα, οι Αμερικανοί θεώρησαν ότι ελέγχοντας τη διέλευση του ρωσικού αερίου με χώρες όπως η Ουκρανία και υπονομεύοντας τον Nord Stream 2 θα μπορούσαν να ελέγξουν τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τη Ρωσία. Αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη των τιμών, που οξύνθηκε περαιτέρω με τον πόλεμο.
Η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε αδύναμη να παρακολουθήσει και να επηρεάσει αυτές τις εξελίξεις. Αντί να λειτουργήσει άμεσα τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, να αναστείλει τους φόρους στο πετρέλαιο και να βάλει πλαφόν στις τιμές, πούλησε άρον άρον και χωρίς λόγο το 49% του ΔΕΔΔΗΕ, που σήμερα θα είχε τη διπλάσια αξία, και έκτοτε τρέχει από σύνοδο σε σύνοδο ζητώντας ευρωπαϊκή αντιμετώπιση, που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει.
Παράλληλα, κατέθεσε ένα εξωπραγματικό πενταετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, βασισμένο σε χαμηλά επιτόκια και πληθωρισμό. Αποκλειστικός σκοπός, να βγάλει το δημόσιο χρέος βιώσιμο στα χαρτιά, λες και αυτό θα λύσει κάποιο πρόβλημα. Την ίδια ώρα έχει βαλθεί να αποσιωπήσει και τη συζήτηση για αυτά τα θέματα, ώστε να προλάβει να αποδράσει μέσω εκλογών. Η προστασία της κοινωνίας απέναντι στη λαίλαπα που έρχεται περνάει από τα εργατικά συνδικάτα και τους κοινωνικούς αγώνες.