Ρωσοουκρανικός πόλεμος, διεύρυνση ΝΑΤΟ, τουρκική προκλητικότητα
-Στασιμότητα και ανησυχία
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Οι ευρωπαίοι πολίτες μάλλον συνήθισαν, ίσως και να βαρέθηκαν, τον ειδησεογραφικό καταιγισμό για τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, που δεν λέει να σταματήσει. Τα τηλεοπτικά δίκτυα έχουν ήδη μειώσει σημαντικά την κάλυψη των γεγονότων του πολέμου, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν την πρώτη και παρατεταμένη είδηση.
Τελευταίως, η ειδησεογραφία έχει επικεντρωθεί στις συνέπειες του πολέμου, με τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών των καυσίμων, που επηρεάζουν αυτόματα εκείνες των καταναλωτικών αγαθών πρώτης ανάγκης, ενώ έντονη είναι η ανησυχία για το ενδεχόμενο επισιτιστικής κρίσης στις χώρες της Αφρικής, που τρομάζει για τις πιθανές συνέπειες. Όμως τίποτα δεν ήταν απρόβλεπτο για τα επακόλουθα της ρωσικής εισβολής της 24ης Φεβρουαρίου. Ίσως να μην αναμενόταν ότι η ένοπλη σύγκρουση θα είχε τόσο μεγάλη διάρκεια. Ο πόλεμος έλαβε ευρύτερη μορφή όταν οι χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ –παρακινούμενες από τις ΗΠΑ– έσπευσαν σε στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, με την αποστολή πολεμικού υλικού, που συνετέλεσε στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του Ουκρανικού Στρατού, που εξακολουθεί να προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Ανομολόγητος στόχος και η απομόνωση της Ρωσίας, στην οποία επιβλήθηκε σειρά κυρωτικών μέτρων, πολιτικής και οικονομικής φύσης, που όμως –όπως αποδείχθηκε– έπληξαν και εξακολουθούν να πλήττουν περισσότερο τις χώρες της Ευρώπης παρά τη Ρωσία. Η οδός της διπλωματίας και του διαλόγου παραμερίσθηκε.
Όμως, η παράταση των εχθροπραξιών και οι συνέπειες που αυτή συνεπάγεται φαίνεται πως αναβιώνει τη διάθεση για διάλογο με τον ρώσο Πρόεδρο, με πρωτοβουλίες των ηγετών των τριών σημαντικότερων κοινοτικών χωρών (Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας), κ. Εμανουέλ Μακρόν, Όλαφ Σολτς και Μάριο Ντράγκι. Αυτές προσκρούουν βέβαια στις αντιδράσεις των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά, που επιμένουν στην πολεμική ενίσχυση της Ουκρανίας, με στόχο να εξαναγκάσουν τη Μόσχα σε υποχώρηση και συμβιβασμό.
Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος ευνόησε και το καθεστώς Ερντογάν, με την Τουρκία να αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο, αφού στο μεταξύ η Άγκυρα αρνήθηκε να συνταχθεί με τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία. Η πρόσφατη όμως άρνησή της να αποδεχθεί την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών, Σουηδίας και Φινλανδίας, στο ΝΑΤΟ με το επιχείρημα ότι οι δύο αυτές χώρες παρέχουν άσυλο και βοήθεια σε Κούρδους του ΡΚΚ ή τρομοκράτες, όπως τους χαρακτηρίζουν, αποδυνάμωσε τη διπλωματική αναβάθμισή της και επιβεβαίωσε τις υποψίες και εκτιμήσεις πολλών αναλυτών για διαφοροποίηση της Τουρκίας από τις θέσεις και τις πολιτικές της Δύσης σε θέματα διεθνούς πολιτικής.
Παραδόξως, συνήγορος της Τουρκίας εμφανίσθηκε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ κ. Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος σε πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις του δικαιολόγησε την τουρκική θέση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι «καμία άλλη νατοϊκή χώρα δεν έχει υποφέρει από την τρομοκρατία όσο η Τουρκία». Προφανώς θεωρεί τρομοκράτες τους Κούρδους, έναν αρχαίο λαό, που μόνο στην Τουρκία, ως εθνική μειονότητα, ξεπερνούν τα 25 εκατ. και διεκδικούν την αναγνώρισή τους και την απόκτηση δικής τους πατρίδας. Οι Κούρδοι είναι οι πλέον αρμόδιοι να απαντήσουν στον νορβηγό ΓΓ του ΝΑΤΟ, ο οποίος, όπως φημολογείται, με τη λήξη της θητείας του στα τέλη του έτους, έχει εξασφαλίσει μια νέα, επίζηλη διεθνή θέση. Αλλά και σε ό,τι αφορά τις τουρκικές προκλήσεις και τις απειλές εναντίον της Ελλάδος ο ΓΓ του ΝΑΤΟ ήταν αποκαλυπτικός –επιβεβαιώνοντας την πάγια θέση του ΝΑΤΟ για τήρηση ίσων αποστάσεων–, συστήνοντας στις δύο χώρες να τα βρουν μεταξύ τους!
Όμως δεν συμμερίζονται όλοι οι Τούρκοι τον νεοοθωμανισμό και την αναθεωρητική πολιτική Ερντογάν έναντι της Ελλάδος. Πρόσφατα, εξέχων τούρκος διπλωμάτης, ο Γιαλίμ Εράλπ, είχε το σθένος να αναφερθεί στο καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, λέγοντας ότι η ελληνική κυριαρχία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εισέπραξε βέβαια τις κατηγορίες μέρους του τουρκικού Τύπου, που τόνιζαν ότι ενεργεί ως συνήγορος των Ελλήνων. Με τον κ. Εράλπ συμπέσαμε ως Μόνιμοι Αντιπρόσωποι των χωρών μας στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ – OSCE). Mας συνέδεε καλή φιλία και αμοιβαία εκτίμηση. Ο κ. Εράλπ, ο οποίος έχαιρε γενικότερης εκτίμησης, διακρινόταν για την ευθυκρισία στις παρεμβάσεις του στο Μόνιμο Συμβούλιο και υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της χώρας του με αποφασιστικότητα. Του εύχομαι ολόψυχα καλά ξεμπερδέματα… Εκτός από τις επιπτώσεις του ρωσοουκρανικού πολέμου, η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει τελευταίως μια χωρίς προηγούμενο έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας, με αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών και εκτόξευση απειλών για επανάκτησή τους, όπως είχαν πράξει στο παρελθόν οι πρόγονοί τους οθωμανοί κατακτητές. Το επιχείρημα που προβάλλει ο Ερντογάν και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι, σύμφωνα με το οποίο η στρατιωτικοποίηση των νήσων συνιστά παραβίαση, άρα και ακύρωση των διεθνών συνθηκών, διά των οποίων παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, είναι ασφαλώς έωλο και νομικά αβάσιμο. Προκαλεί, δε, το μειδίαμα των επιστημόνων του Διεθνούς Δικαίου. Αποκαλύπτει όμως πλήρως τις τουρκικές προθέσεις και επιβεβαιώνει την αναθεωρητική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν για Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Από ελληνικής πλευράς επιδεικνύεται η δέουσα ψυχραιμία, ωστόσο, η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση όπως και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα στέλνουν σαφή μηνύματα την Άγκυρα και τονίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα ανεχθεί αμφισβήτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και ότι θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή με αποφασιστικότητα. Συγχρόνως, η ελληνική πλευρά προβαίνει σε ενημέρωση, με τεκμηριωμένα στοιχεία, των συμμαχικών και άλλων, τρίτων χωρών για την τουρκική παραβατικότητα και τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της γείτονος στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς όμως να υπάρχουν ακόμα δημόσιες αντιδράσεις, ιδιαίτερα από πλευράς των ΗΠΑ.
Μια πρώτη θετική ανταπόκριση όσον αφορά τις ελληνικές καταγγελίες αποτελεί βέβαια το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο, με ψήφους 448 υπέρ, 67 κατά και 107 αποχές, καταδικάζει την τουρκική προκλητικότητα σε βάρος της Ελλάδος, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής οπισθοδρόμηση και απομάκρυνση της Τουρκίας από τις αρχές της ΕΕ. Πλέον σαφείς ενδείξεις για τη στάση και τις θέσεις της ΕΕ έναντι της τουρκικής παραβατικότητας αναμένεται να έχουμε από τα συμπεράσματα του επικείμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (23 – 24/6/2022). Ας ελπίσουμε –παρά τις δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες– να μην επαναληφθούν τα συνηθισμένα ευχολόγια και να υπάρξει ένα σαφές, αυστηρό και προειδοποιητικό μήνυμα προς το καθεστώς Ερντογάν.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ