Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν εμπνέει αισιοδοξία – Του Κώστα Μελά

Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν εμπνέει αισιοδοξία – Του Κώστα Μελά


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Δυστυχώς, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλονται από την κυβέρνηση και τα φιλικά ΜΜΕ περί του αντιθέτου, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στις ευρωπαϊκές οικονομίες –λόγω πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία– εμφανίζονται και στην ελληνική, αυξημένα λόγω των ιδιαιτέρων ζητημάτων που μακροχρόνια την ταλανίζουν και σαφέστατα και λόγω των κυβερνητικών επιλογών.

Στην κορυφή της πυραμίδας βεβαίως υπάρχει το ζήτημα του πληθωρισμού. Ο Εθνικός ΔΤΚ έφθασε το 11,3% τον Μάιο, δημιουργώντας πλείστα όσα προβλήματα επιβίωσης στα νοικοκυριά που βρίσκονται στα μέσα και χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα. Παράλληλα, δημιουργεί γενικότερα προβλήματα στην οικονομία, επιβραδύνοντας τον ρυθμό μεγέθυνσής της, μέσω της αντίστοιχης επιβράδυνσης των επενδύσεων και της κατανάλωσης.

Συγχρόνως, η ελληνική οικονομία υφίσταται το κόστος της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων του Δημοσίου, δηλαδή την αύξηση του κόστους δανεισμού, μετά την απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) και να προχωρήσει, τον Ιούλιο, σε αύξηση των επιτοκίων. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου την Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022 εκτινάχθηκε στο 4,72%, σε υψηλά τεσσεράμισι ετών, ενώ το spread έσπασε το φράγμα των 300 μονάδων βάσης και διαμορφώθηκε στις 305 μ.β. για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2020, ενώ ακριβώς πριν από την ενεργοποίηση του PEPP, στις 18 του ίδιου μήνα, είχε κορυφωθεί ταχύτατα στις 420 μ.β. Το ελληνικό spread απέχει κατά 100 μ.β. από τα επίπεδα της κρίσης της πανδημίας, τα οποία στο παρελθόν έχουν μάλιστα αποδειχθεί απαγορευτικά για νέο δανεισμό, ωστόσο η απόσταση μπορεί να καλυφθεί μέσα σε ελάχιστες μέρες. Ήδη, μέσα σε μόλις ένα δεκαήμερο το spread έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 25%.

Όμως, εκτός από τα νέα προβλήματα που έχουν προκύψει, υπάρχουν σημαντικά και δυσμενή στοιχεία για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που ουσιαστικά δεν αναδεικνύονται – για να μην πω ότι αποκρύβονται. Πρόκειται για ζητήματα που υποτίθεται ότι θα είχαν λυθεί με την επιβολή των Μνημονίων, αλλά εξακολουθούν να είναι παρόντα. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Τα προβλήματα που αναδεικνύει και η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία είναι τα εξής: Υψηλό δημόσιο χρέος, επίμονο έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, υψηλή ανεργία, χαμηλός ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης και υψηλό ποσοστό «κόκκινων» δανείων. Τα προβλήματα αυτά είναι οι εκφάνσεις σειράς προβλημάτων που χαρακτηρίζουν για χρόνια την ελληνική οικονομία.

Συνοπτικά, για το καθένα από τα παραπάνω η έκθεση αναφέρει:

1.Πέρα από το ότι η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο λόγο ΔΧ / ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και τις σχετικές ρυθμίσεις για τα επιτόκια και το μέγιστο ύψος ακαθάριστων αποπληρωμών κ.λπ., στην έκθεση τονίζεται ότι για να παραμείνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος η Ελλάδα θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Σύμφωνα με την έκθεση των «θεσμών», στο βασικό σενάριο, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 31,6% το 2060. Ωστόσο, με βάση το εν λόγω σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει το διάστημα 2023 – 2060 να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο2,6% του ΑΕΠ, έναντι 2,2% του ΑΕΠ που προβλεπόταν μέχρι τώρα. Όπως τονίζεται, η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα επελέγη ώστε να καθίσταται βιώσιμο το χρέος, δεδομένου του προβλεπόμενου, διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης.

2.Η εξωτερική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά δυσμενής. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο 5,9% το 2021 (το 2020 ήταν 6,6%), υστερεί σε σχέση με το απαιτούμενο επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στη διεθνή θέση της χώρας και δεν θα βελτιωθεί ούτε το 2022 – και λόγω της ενεργειακής κρίσης, που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Επίσης, η Ελλάδα κατέγραψε τη διετία 2020 – 2021 την υψηλότερη αρνητική Καθαρή Διεθνή Επενδυτική Θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ στην EE.

3.Για την ανεργία σημειώνεται ότι παραμένει μία από τις υψηλότερες στην ΕΕ, παρά την υποχώρησή της στο 14,7% το 2021.

4.Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που σημειώνει η έκθεση είναι η χαμηλή δυνητική μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στις χαμηλότατες επενδύσεις (η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του πλανήτη αναφορικά με τον λόγο ΑΣΠΚ / ΑΕΠ), στο μικρό ποσοστό –εξ όσων πραγματοποιούνται– παραγωγικών επενδύσεων, που συμπαρασύρει και την παραγωγικότητα της οικονομίας.

5.Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 12%, αυτά παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μ.ο. 2,1%) και επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2021 οφειλόταν κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 27,5 δισ. ευρώ (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής»). «Επίσης, τα δάνεια που διαγράφηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών παραμένουν στην οικονομία», σημειώνει η έκθεση, που κάνει αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθεί η κουλτούρα πληρωμών (βλέπε πλειστηριασμοί). Επισημαίνεται ότι το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (15%) είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, η ποιότητα του κεφαλαίου τους είναι χαμηλή λόγω της υψηλής συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου, ενώ η συμμετοχή των ομολόγων στο ενεργητικό τους αυξήθηκε στο 8,5%, κάτι που σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους. Επίσης, η κερδοφορία τους είναι πιθανό να επηρεαστεί αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ