Θεόδωρος Τσούχλος στο “Π”: Επιτακτική η αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων στην εκπαίδευση
Του
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΟΥΧΛΟΥ
Προέδρου ΟΛΜΕ
Το σχολικό έτος, καθαρά μεταβατικό εξαιτίας της πανδημίας, έληξε εν μέσω αρρυθμιών και νέων δεδομένων. Το πρωτόκολλο του 50% συν 1, η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, η μείωση της ύλης, που δεν έγινε, η τράπεζα θεμάτων, η λεγόμενη «Ελληνική Pisa», οι δεκάδες χιλιάδες αναπληρωτές, η γραφειοκρατία της αυτοαξιολόγησης, ο μεγάλος φόρτος εργασίας, η έξαρση της σχολικής βίας, η ανάγκη νέων μόνιμων διορισμών ήταν βασικά στοιχεία μιας δύσκολης και επίπονης χρονιάς.
Παράλληλα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, κατέστη απόλυτα αναγκαίο να υπάρξει μέριμνα για τους δημοσίους υπαλλήλους, όπως αυτό έγινε, ορθά, στον χώρο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού, επαναφορά των δώρων, προσθήκη του απολεσθέντος κλιμακίου την περίοδο των Μνημονίων (2017), κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, βελτίωση και γρήγορη απονομή των συντάξεων, του επικουρικού και του εφάπαξ. Όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς, ανοικτό παραμένει το θέμα της επαναφοράς του ωραρίου μας στα προ του 2013 επίπεδα, οι τάξεις των 20 μαθητών, ο διπλασιασμός των οδοιπορικών μας αλλά και η λήψη ειδικών μέτρων ώστε να αφυπηρετούμε, εάν το επιθυμούμε, στην ηλικία των 60, με 30 έτη προϋπηρεσίας.
Εν όψει της έναρξης του νέου σχολικού έτους, είναι απόλυτα αναγκαίο η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα αλλά και τις πρωτοβουλίες για την επίλυση των σημαντικών αυτών προβλημάτων που αναφέραμε. Ως ομοσπονδία είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου, που είναι δυνατόν να εκκινήσει άμεσα και να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο, έχοντας όμως καταλήξει σε συμπεράσματα αλλά και συγκεκριμένες λύσεις που θα υλοποιηθούν από τον Σεπτέμβριο. Φυσικά, το θέμα των μόνιμων διορισμών πρέπει να προταχθεί, να υπάρξει άμεση συνάντηση με την υπουργό Παιδείας, όπου θα ανακοινωθεί αριθμός που θα προσεγγίζει ή θα υπερβαίνει τα περσινά επίπεδα. Παράλληλα, διεκδικούμε τη δίκαιη, ισάριθμη κατανομή μεταξύ Πρωτοβάθμιας – Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά και τον ορθό επιμερισμό μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων. Απαραίτητος ο εξορθολογισμός του προγράμματος και η άρση τυχόν αδικιών. Να παύσει ο εξοβελισμός ή η απομείωση των Κοινωνικών – Πολιτικών, Νομικών – Οικονομικών Επιστημών, της Καλλιτεχνικής και Μουσικής Παιδείας, του Σχεδίου. Οφείλουμε να δώσουμε ένα νέο πλαίσιο, όπου κάθε μάθημα θα έχει τη θέση του και κάθε ειδικότητα θα προφυλάσσεται αλλά και θα έχει μέλλον. Όσον αφορά τα μαθήματα των ξένων γλωσσών και της Πληροφορικής, το υπουργείο οφείλει να τους δώσει μια νέα, ουσιαστική κατεύθυνση, έτσι ώστε μέσα από το ίδιο το σχολείο να δοθεί η δυνατότητα απόκτησης ενός αναγνωρισμένου τίτλου, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές γλώσσες που διδασκόμαστε, να υπάρξει ισόρροπη ανάπτυξή τους και κάλυψη όλων των υπαρχόντων κενών. Τουλάχιστον δύο γλωσσικά μαθήματα με πλήρες πρόγραμμα, διδασκαλία των ιταλικών στα λύκεια και ενδυνάμωση των ισπανικών.
Όσον αφορά το θέμα των επικείμενων διορισμών, ο υπουργός Εσωτερικών στις 11/5 ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην πραγματοποίησή τους. Στη συνέχεια, με δηλώσεις-συνεντεύξεις, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ επιβεβαίωσε το σχετικό αίτημα αλλά και τον σχεδιασμό ενός νέου συστήματος προσλήψεων μετά τη λήξη ισχύος των πινάκων Γενικής Εκπαίδευσης, μετά τις 31/8/2023. Είναι αληθές ότι κατά τη μνημονιακή δεκαετία οι μηδενικοί διορισμοί και οι δεκάδες χιλιάδες συνταξιοδοτήσεις οδήγησαν στη διόγκωση του θεσμού των αναπληρωτών, που πλέον προσεγγίζει τις 50.000. Άμεση και επιτακτική η ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα. Το 2020 και το 2021 είχαμε τους πρώτους μόνιμους διορισμούς στην Ειδική Αγωγή και στη Γενική Εκπαίδευση, κάτι που θα πρέπει να συνεχιστεί απαραίτητα και την επόμενη σχολική χρονιά, με προσδιορισμό του συνολικού αριθμού και την κατανομή ανά βαθμίδα και κλάδο. Παράλληλα, να γίνουν γνωστές οι προτάσεις για τις αλλαγές στο υπάρχον σύστημα διορισμών. Η λύση του ακανθώδους αυτού προβλήματος επιτάσσει την πλήρη κάλυψη των υπαρχόντων κενών από τους αναπληρωτές μας, οι οποίοι επί σειρά ετών δίνουν τη δική τους μάχη, πολύ συχνά σε δύσκολες και δυσπρόσιτες περιοχές, μακράν των οικογενειών τους, με μισθούς χαμηλούς και σειρά προβλημάτων εξαιτίας αυτής της κατάστασης. Δυστυχώς, η κ. Κεραμέως, παρά το σχετικό αίτημα της ΟΛΜΕ για συνάντηση και έναρξη εποικοδομητικού διαλόγου, δεν ανταποκρίθηκε. Η στάση αυτή ανάγκασε το ΔΣ να την καταγγείλει στη συνεδρίασή του την Τετάρτη 8 Ιουνίου. Δυστυχώς, για άλλη μια φορά οδηγούμαστε σε αδιέξοδο και έχουμε την αίσθηση ότι οι παράλληλοι μονόλογοι και η αδυναμία ύπαρξης διαλόγου και συγκλίσεων δεν ωφελεί τον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης.
Αλλά και το φαινόμενο της σχολικής βίας έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, ενώ η αντιμετώπισή του ως κοινωνικού φαινομένου απαιτεί αλλαγή κουλτούρας και αισθητικής. Δεν είναι δυνατόν βέβαια οι εκπαιδευτικοί να χρεωθούν τις παθογένειες της κοινωνίας και όλοι οφείλουμε να αποφεύγουμε τις ακρότητες. Το γονεϊκό κίνημα πρέπει να συνεργαστεί ουσιαστικά με τους εκπαιδευτικούς, ενώ η επαναλειτουργία των συλλόγων γονέων θα ενισχύσει την όλη κατάσταση. Οι τραγικές συνέπειες της πανδημίας αποτυπώνονται στα συνεχώς αυξανόμενα περιστατικά βίας στο σχολικό περιβάλλον. Η εξάλειψή της μας αφορά όλους, καθώς προϋποθέτει τη λήψη σοβαρών, σταθερών και μακροπρόθεσμων μέτρων. Συγκεκριμένες, λοιπόν, προτάσεις, με στόχο την ασφαλή λειτουργία των σχολικών μονάδων, όπως:
• Άμεση πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε κάθε σχολική μονάδα.
• Κάλυψη του συνόλου των οργανικών κενών στο ειδικό και βοηθητικό προσωπικό.
• Διορισμοί νοσηλευτών και φυλάκων σε όλα τα σχολεία.
• Δημιουργία παρατηρητηρίου κατά της βίας.
• Διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου για την προστασία εκπαιδευτικών και μαθητών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ