Ο νεοοθωμανισμός και ο αναθεωρητισμός της σημερινής Τουρκίας

Ο νεοοθωμανισμός και ο αναθεωρητισμός της σημερινής Τουρκίας


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Νεοοθωνισμός και αναθεωρητισμός είναι οι όροι που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας προκειμένου να χαρακτηρίσει τις ανθελληνικές δηλώσεις του τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν και άλλων τούρκων υψηλών αξιωματούχων, πριν και κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου 1453.

Όσον αφορά τους δύο όρους –απολύτως δόκιμοι και επιτυχείς–, ο μεν πρώτος εκφράζει το ιδεολογικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η σημερινή τουρκική πολιτική ηγεσία (τον νεοοθωμανισμό), ο δε δεύτερος την πολιτική – νομική διάσταση, στην οποία η Τουρκία στηρίζει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος και την εν γένει παραβατική της συμπεριφορά στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αμφότερες οι έννοιες, οι οποίες προφανώς εμπνέουν το καθεστώς Ερντογάν, δεν αναγνωρίζονται και δεν έχουν καμία θέση στον σύγχρονο κόσμο και δη στον δυτικό και στην ΕΕ, στην οποία η Τουρκία, έχοντας ήδη αποκτήσει το καθεστώς της υποψήφιας χώρας, επιδιώκει να ενταχθεί.

Αν και συμμερίζομαι σε ικανό βαθμό τις εκτιμήσεις εκείνων που θεωρούν ότι τα ελληνικά τηλεοπτικά Μέσα Ενημέρωσης –δημόσια και ιδιωτικά– μάλλον υπερβάλλουν με την καθημερινή υπερκάλυψη των γεγονότων που συμβαίνουν στη γειτονική μας χώρα και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις, εντούτοις, στην περίπτωση των τελευταίων προκλητικών δηλώσεων των τούρκων αξιωματούχων, εκτιμώ ότι καλώς έπραξαν και τις προέβαλαν. Και αυτό διότι στις δηλώσεις τους αποκαλύπτεται όχι μόνο ο τουρκικός αναθεωρητισμός για το status quo στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας αλλά και ο ιστορικός τους αναχρονισμός.

Θα επιχειρήσουμε, κάπως σχηματικά, να σχολιάσουμε το ανθελληνικό παραλήρημα ή ντελίριο του τούρκου Προέδρου και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων και στενών συνεργατών του, που αποδεικνύουν το αβάσιμο των αιτιάσεων κατά της Ελλάδος και ότι η παραβατική συμπεριφορά του καθεστώτος Ερντογάν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην ανοχή που επιδεικνύει απέναντί του η ΕΕ και η Δύση γενικότερα, για οικονομικούς κυρίως λόγους. Η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας για τη Δύση έχει υποχωρήσει αρκετά, επειδή τα σύγχρονα όπλα υψηλής τεχνολογίας έχουν μειώσει σημαντικά τη στρατηγική σημασία της σε σχέση με το παρελθόν. Ασφαλώς, η ένταση που διακρίνει τις ελληνοτουρκικες σχέσεις χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Έκτοτε, οι τουρκικές κυβερνήσεις, με κάποιες διαφοροποιήσεις, ακολουθούν μια αναθεωρητική πολιτική σε σχέση με το ισχύον καθεστώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με θέσεις που κείνται εκτός των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου.

Τελευταίως προβάλλεται από την Άγκυρα, μετ’ επιτάσεως, το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ φτάνουν να τη συνδέουν με την εγκυρότητα της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1947), βάσει των οποίων τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως και τα Δωδεκάνησα, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Η αμφισβήτηση εκφράσθηκε ευθέως από τον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Anadolu. Ο τελευταίος, σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε, συνέδεσε το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών με την ισχύ των συμφωνιών βάσει των οποίων παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα και επισήμανε ότι από τη στιγμή που η συμφωνία παραβιάζεται, ακυρώνεται και η ισχύς της! Το μόνο που δεν τόλμησε να ξεστομίσει είναι ότι τα νησιά θα έπρεπε να επιστρέψουν υπό τη κυριαρχία της… νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο αρχηγός της τουρκικής διπλωματίας δεν θα πρέπει να αγνοεί –πράγμα που το γνωρίζουν και οι πρωτοετείς της Νομικής και των Διεθνών Σχέσεων– ότι η κυριαρχία είναι άσχετη με τυχόν παραβίαση των προβλέψεων της συνθήκης. Σε κάθε περίπτωση, η στρατιωτικοποίηση εντάσσεται στα πλαίσια του δικαιώματος για νόμιμη άμυνα, που προβλέπεται και από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οι δε παραβιάσεις του εναέριου και του θαλάσσιου ελληνικού χώρου από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις είναι καθημερινές, ενώ απέναντι, στις μικρασιατικές ακτές, έχει συσταθεί πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη, γνωστή ως Στρατιά του Αιγαίου. Βέβαια, οι θέσεις που εξέφρασε ο κ. Τσαβούσογλου –ανάλογες με εκείνες του τούρκου Προέδρου– έτυχαν της δέουσας απάντησης από τον έλληνα ομόλογό του και από τους εκπροσώπους όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όμως οι θέσεις των τούρκων αξιωματούχων και οι εκτιμήσεις για τις πολιτικές επιδιώξεις και διαθέσεις στο Αιγαίο παραμένουν πρέπει και να καταγράφονται και να αξιολογούνται.

Η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτυπώνεται και στις θέσεις που εξέφρασε ο τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος τόνισε ότι διακόπτει τον διάλογο της στρατηγικής συνεργασίας και παύει να αναγνωρίζει ως συνομιλητή του τον έλληνα πρωθυπουργό, εξαιτίας όσων κατήγγειλε ενώπιον του Αμερικανικού Κογκρέσου για την τουρκική παραβατικότητα. Στο ανθελληνικό παραλήρημά του αναφέρθηκε και στην τουρκική μεγαθυμία, που επέτρεψε την επιστροφή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, από το οποίο είχε αποχωρήσει, χωρίς να διευκρινίσει ότι η αποχώρηση αφορούσε μόνο το αμυντικό σκέλος, όπως είχε πράξει νωρίτερα και η Γαλλία του Ντε Γκολ. Επρόκειτο για ένα διπλωματικό λάθος της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για λόγους αφενός έκφρασης δυσαρέσκειας για τη στάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ γενικότερα, που δεν αντέδρασαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και αφετέρου για κατευνασμό –όπως υποστηρίχθηκε– της κοινής γνώμης, όσον αφορά τον έντονο αντιαμερικανισμό που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, για την ανοχή που είχε επιδειχθεί έναντι του δικτατορικού καθεστώτος των συνταγματαρχών.

Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ήταν ένα μεγάλο διπλωματικό σφάλμα, που αποδεικνύει ότι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει πρώτα να εξετάζονται οι πιθανές συνέπειες και μετά να λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Όταν η Τουρκία έθεσε θέμα ελέγχου του εναέριου και θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου από την ίδια –λόγω της απουσίας της Ελλάδας– για λογαριασμό της Συμμαχίας, τότε σπεύσαμε και εκλιπαρούσαμε για την επιστροφή, όχι όμως χωρίς απώλειες.

Υπό τις παρούσες περιστάσεις, το μόνο θετικό που προκύπτει από τις ανθελληνικές εξάρσεις του καθεστώτος Ερντογάν είναι ότι η ελληνική διπλωματία μπορεί με εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση να τις χρησιμοποιήσει στις διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις, για να αποδείξει όχι μόνο την ανθελληνική αλλά και την αντιδυτική συμπεριφορά της Τουρκίας. Το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως και οι τοποθετήσεις κοινοτικών εταίρων κατά της συμπεριφοράς της Άγκυρας δείχνουν ότι η Δύση αρχίζει να αφυπνίζεται. Ελπίζουμε να συνεχιστεί αυτό.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ