Τρέχουν και δεν φθάνουν για τα Ελληνοτουρκικά – Σε αδιέξοδο η κυβέρνηση
-Άμεση ανάγκη εθνικής συνεννόησης και ομοψυχίας απέναντι στην κατά μέτωπο επίθεση της Τουρκίας
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Oι σοβαρές αστοχίες στη διαχείριση κρίσιμων θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγούν τη χώρα στην τουρκική παγίδα της κλιμακούμενης έντασης, ενώ συγχρόνως η Αθήνα ανοίγει νέο μέτωπο, αυτήν τη φορά με το Ιράν, και συγχρόνως μπαίνει πιο βαθιά στην ουκρανική κρίση, ενισχύοντας με όπλα την Ουκρανία.
Η επιλογή του Ταγίπ Ερντογάν και της Τουρκίας να κλιμακώσουν την ένταση με την Ελλάδα είναι δεδομένη εδώ και πολύ καιρό και μόνο όσοι εθελοτυφλούν ή απλώς θέλουν να γίνουν αρεστοί στους συμμάχους επιχειρούν να κρύψουν την πραγματική εικόνα.
Η επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη για το περίφημο γεύμα με τον Ταγίπ Ερντογάν, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά εξυπηρέτησε τα εθνικά συμφέροντα, καθώς απλώς έδωσε την παραπλανητική εικόνα της βελτίωσης των σχέσεων, με τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη να δηλώνει –άστοχα– ότι μπήκαν τα θεμέλια για μια άλλη πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Τη συγκεκριμένη στιγμή, η εικόνα αυτή λειτούργησε βοηθητικά για την Τουρκία και αποτέλεσε το άλλοθι και για τους υποστηρικτές της στην ΕΕ, που κάθε φορά δίνουν μάχη για το «ξέπλυμα» των τουρκικών προκλήσεων και αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας και είναι οι ίδιοι που κάθε φορά μπλοκάρουν τις όποιες προσπάθειες για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.
Ας μη λησμονούμε ότι οι χειρισμοί της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2020, όταν δέχθηκε την κάθε άλλο παρά ειλικρινή διαμεσολάβηση της Γερμανίας, οδήγησαν τελικά σε έναν ακόμη άγονο γύρο διαπραγματεύσεων, που όμως αποδυνάμωσε τις προσπάθειες για επίδειξη της έμπρακτης αλληλεγγύης των εταίρων στην ΕΕ, με τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής να παραπέμπουν στο μέλλον την εξέταση του ενδεχόμενου κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
Όταν η ελληνική κυβέρνηση, σε μια κρίσιμη καμπή των ελληνοτουρκικών, επέλεγε να ανακοινώσει χρονοδιάγραμμα διμερών επαφών (διερευνητικές, συζήτηση για ΜΟΕ και τελικά σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη), ίσως δεν αντιλαμβάνονταν ότι εξέπεμπε και προς το εξωτερικό την εικόνα της κανονικότητας στις σχέσεις, στηριζόμενη απλώς στο γεγονός ότι για δύο μήνες οι Τούρκοι είχαν αποφύγει έρευνες και μείζονες προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και όμως με τον τρόπο αυτό υποβάθμισε πλήρως τη μείζονα πρόκληση, η οποία είχε διατυπωθεί αρχικά τον Ιούλιο του 2021 και οριστικοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2021, με την προσπάθεια σύνδεσης της δήθεν υποχρέωσης αποστρατιωτικοποίησης των νησιών με την ελληνική κυριαρχία. Μια πρωτοφανής και ακραία πρόκληση εναντίον της χώρας μας, την οποία ο κ. Μητσοτάκης θεώρησε ότι βάζει στο… ράφι όταν εξέπεμψε θετικά μηνύματα μετά τη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Τι συμφώνησαν οι δύο τους;
Όσον αφορά την κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν οι δύο ηγέτες, κανείς δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες των θεμάτων που συζητήθηκαν. Όμως ο τούρκος Πρόεδρος επανειλημμένα τις τελευταίες ημέρες, και κυρίως μετά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, δηλώνει ότι υπήρξε δέσμευση του έλληνα πρωθυπουργού ότι οι δύο χώρες θα συζητήσουν μόνες τους τα προβλήματα, χωρίς ανάμειξη ξένων, ούτε αυτής της ΕΕ.
Σε αυτήν τη δήλωση του τούρκου Προέδρου, που πολύ συχνά ξεμπροστιάζει τους συνομιλητές του αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δώσει καμιά απολύτως απάντηση. Ούτε διευκρίνισε σε τι ακριβώς δεσμεύθηκε ο κ. Μητσοτάκης ούτε, πολύ περισσότερο, διέψευσε τον ισχυρισμό του τούρκου Προέδρου.
Χρειάστηκαν οι μαζικές υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά, οι προσβλητικές και σε προσωπικό τόνο επιθέσεις εναντίον του έλληνα πρωθυπουργού και ο καθαρός εκβιασμός «ή αφοπλίζετε τα νησιά ή θέτουμε στο τραπέζι θέμα ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών», για να αντιληφθεί η κυβέρνηση ότι ένα γεύμα με θέα τον Βόσπορο δεν ανατρέπει, ούτε αλλάζει τον επιθετικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας.
Πήρε το μάθημα…
Η προσπάθεια, τώρα, του κ. Μητσοτάκη να διεθνοποιήσει την απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα μας, επιδεικνύοντας τους χάρτες του τουρκολιβυκού μνημονίου και εκείνους των νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, έρχεται καθυστερημένα και αφού η Ουάσινγκτον και η ΕΕ δείχνουν απρόθυμες να ανοίξουν και άλλο μέτωπο με την Τουρκία, πέραν της επαμφοτερίζουσας στάσης της στο Ουκρανικό και του εκβιασμού της στο ΝΑΤΟ, με αφορμή την αίτηση ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
Οι παραινέσεις της γερμανικής κυβέρνησης και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αντιμετωπίσουν με διάλογο οι δύο χώρες τις εντάσεις και τα προβλήματά τους είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων πολιτική ίσων αποστάσεων, που ευνοεί τελικά τον επιτιθέμενο. Αφού υπήρξαν έντονες ελληνικές αντιδράσεις, το Βερολίνο αποφάσισε να καταδικάσει την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε (το αυτονόητο) ότι η κυριαρχία στα νησιά της Ελλάδας στο Αιγαίο δεν αμφισβητείται. Όμως και αυτές οι δηλώσεις δεν είναι αρκετές, εάν δεν μεταφραστούν σε πολιτική, και προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια διάθεση ούτε από το Βερολίνο ούτε από την Ουάσινγκτον. Και φυσικά το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση, στη βιασύνη της να αποσπάσει μια θετική δήλωση, έστω και με καθυστέρηση, έχει κατορθώσει να εξηγήσει και να πείσει τους εταίρους και συμμάχους ότι ο διάλογος τον οποίο συστήνουν διαρκώς δεν μπορεί να γίνει υπό καθεστώς απειλών και με μια ατζέντα που θα περιλαμβάνει όλο το πακέτο των ακραίων τουρκικών διεκδικήσεων.
Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα, βεβαίως, της αποθράσυνσης της Τουρκίας, με αφορμή και το Ουκρανικό, αλλά και των λανθασμένων χειρισμών της Αθήνας, η οποία δεν έχει επιμείνει από την αρχή σε μια διεκδικητική πολιτική έναντι των συμμάχων και εταίρων για την απόκρουση της τουρκικής επιθετικότητας.
Προφανώς, δεν υποβαθμίζονται οι σοβαρές κινήσεις που έχουν γίνει από την κυβέρνηση για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, αλλά αυτά από μόνα τους δεν αρκούν, καθώς θα πρέπει να επιστρατευθούν και να εξαντληθούν όλα τα διπλωματικά όπλα που έχει η Ελλάδα στα χέρια της και να μη βρεθεί στην θέση που θέλει να τη φέρει ο κ. Ερντογάν, να αντιμετωπίσει, δηλαδή, την Τουρκία χωρίς ανάμειξη τρίτων.
Οι αστοχίες του Μαξίμου
Όμως οι αστοχίες της κυβέρνησης δεν περιορίζονται μόνο στα ελληνοτουρκικά. Ο χειρισμός της υπόθεσης της κατάσχεσης του ιρανικού φορτίου πετρελαίου στην Κάρυστο και η μεταφόρτωσή του σε δεξαμενόπλοιο για να μεταφερθεί στις ΗΠΑ δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, καθώς εκτός της διπλωματικής κρίσης μεταξύ Αθήνας – Τεχεράνης θέτει σε κίνδυνο όλη την ελληνική ποντοπόρο ναυτιλία που πλέει στον Περσικό Κόλπο. Η προθυμία να εξυπηρετηθεί το αίτημα των Αμερικανών και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Ναυτιλίας και της Αρχής για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος οδήγησε τελικά σε μια κρίση, με δύο ελληνικά δεξαμενόπλοια να κρατούνται υπό ομηρία, μαζί με τα πληρώματά τους, σε ιρανικό λιμάνι και να μην υπάρχει προοπτική για απελευθέρωσή τους, καθώς το Ιράν απαιτεί να του αποδοθεί πίσω το πετρέλαιο που κατασχέθηκε στην Κάρυστο. Κάτι, όμως, που δεν επιτρέπουν οι Αμερικανοί.
Σε ό,τι αφορά το Ουκρανικό, η κυβέρνηση, και πάλι με έναν εντελώς άστοχο χειρισμό, απέκρυψε τη συμφωνία Μητσοτάκη – Σολτς (την οποία γνωστοποίησε ο γερμανός καγκελάριος) για τη μεταφορά ρωσικών τεθωρακισμένων από τα ελληνικά νησιά στην Ουκρανία και σε αντάλλαγμα την προσφορά από τη Γερμανία γερμανικών τεθωρακισμένων στην Ελλάδα.
Μια συμφωνία για την οποία δεν υπάρχουν λεπτομέρειες και κυρίως δεν υπάρχει επίσημη τοποθέτηση για το πώς θα καλυφθούν τα κενά στην άμυνα των νησιών (εν μέσω μάλιστα τουρκικής κλιμάκωσης) και επίσης για το εάν αυτή η συμφωνία καθιστά υποχρεωτική την αγορά πρόσθετου αμυντικού υλικού από τη Γερμανία και υπό ποιους όρους.
Καθώς έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο που η τουρκική επιθετικότητα θα εντείνεται όλο και περισσότερο και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού και πότε θα επιχειρήσει να προκαλέσει κρίση ο κ. Ερντογάν, αυτές οι αστοχίες και οι ατυχείς χειρισμοί της κυβέρνησης θα πρέπει να σταματήσουν.
Επιπλέον, αντί να ικανοποιούνται οι πολιτικές δυνάμεις με την ανταλλαγή πυρών και κατηγοριών, είναι η ώρα για συνεννόηση και σε πρώτο βήμα θα πρέπει να υπάρξει άμεση άτυπη συνάντηση των αρχηγών των τριών μεγάλων κομμάτων υπό την Προέδρο της Δημοκρατίας. Είναι υποχρέωση όλων να συμβάλουν στην εξασφάλιση της αναγκαίας ενότητας και της εθνικής ομοψυχίας απέναντι στην τουρκική απειλή, που είναι πλέον υπαρκτή περισσότερο από ποτέ.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ