ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑ ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Βυθιστείτε σε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία με αυτή τη μοναδική περιπέτεια
του ανερχόμενου συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας Μπεν Μίλερ
Συγγραφέας
Μπεν Μίλερ
Εικονογράφηση
Ντανιέλα Τζάγκλενκα Τερατσίνι
Μεταφραστής
Σοφία Γρηγορίου
Η Λάνα και ο αδελφός της, ο Χάρισον, έπαιζαν συνέχεια μαζί, ώσπου ο Χάρισον αποφάσισε ότι είναι πολύ μεγάλος πια για παιχνίδια. Όταν όμως σε μια βόλτα στο σουπερμάρκετ η Λάνα ανακαλύπτει μια μαγική πύλη που οδηγεί στον κόσμο των παραμυθιών, συνειδητοποιεί ότι οι ιστορίες δεν είναι μόνο γραμμένες στα βιβλία. Οι αγαπημένοι ήρωες των παραμυθιών κινδυνεύουν! Θα καταφέρει η Λάνα να πείσει τον αδελφό της να πιστέψει και πάλι στα παραμύθια, προτού να είναι πολύ αργά;
Μια συναρπαστική και αστεία ιστορία, που αναδεικνύει τη δύναμη και τη διαχρονική αξία των παραμυθιών, με την υπέροχη εικονογράφηση της Ντανιέλα Τζάγκλενκα Τερατσίνι.
Απόσπασμα Βιβλίου
Εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά. Ένα φρέσκο λοφάκι από χώμα, σε μέγεθος μυρμηγκοφωλιάς, ακριβώς στη μέση του λιβαδιού.
Μόνο που δεν ήταν μυρμηγκοφωλιά.
Όχι ότι το είδε κανείς να σχηματίζεται. Ήταν μαύρα μεσάνυχτα και λυσσομανούσε καταιγίδα, οπότε οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν όλοι κουκουλωμένοι με ασφάλεια στα κρεβάτια τους, με τις κουρτίνες σφαλιστές και τις ηλεκτρικές κουβέρτες τους αναμμένες.
Και όσο εκείνοι ήταν βυθισμένοι στον ύπνο, το χωμάτινο λοφάκι άρχισε να φουσκώνει και να μεγαλώνει, να μεγαλώνει… Ο άνεμος ούρλιαζε, η βροχή μαστίγωνε το χώμα κι εκείνο γινόταν όλο και πιο μεγάλο, όλο και πιο ψηλό, ώσπου έφτασε σε μέγεθος θημωνιάς.
Αστραπές κροτάλιζαν στον ουρανό και βροντές αντιλαλούσαν στην κοιλάδα. Ο χωμάτινος σωρός άρχισε να τραντάζεται, ενώ η κορυφή του τρεμούλιαζε και αναριγούσε, ώσπου ξαφνικά ένα γυαλιστερό άσπρο βερνικωμένο κοντάρι ξεπετάχτηκε από την κορυφή.
Ψηλά, όλο και πιο ψηλά ανέβαινε το κοντάρι, ενώ υψωνόταν από το έδαφος σαν φασολιά σε παραμύθι.
Όταν πια έφτασε στο πλήρες ύψος του, έκανε μια παύση και άρχισε με τη σειρά του να αναριγεί και να ταρακουνιέται. Γιατί το κοντάρι ήταν μόνο η αρχή.
Ρωγμές έσκισαν το λιβάδι, το χορτάρι παραμορφώθηκε και κόπηκε, ενώ κάτι αληθινά γιγάντιο άρχισε να αναδύεται.
Μια στέγη· μια κολοσσιαία αλουμινένια στέγη! Δίπλωνε ολοένα και πιο ψηλά, σπρωγμένη από κάτι τσιμεντένιους τοίχους που ξεπρόβαλλαν από το έδαφος από κάτω της. Χώματα κατρακύλησαν και, σαν γίγαντας που ξυπνά από βαθύ ύπνο, ένα ολόκληρο κτίριο άρχισε να ανυψώνεται. Δοκάρια σταθεροποιήθηκαν με πάταγο, κάσες ίσιωσαν και τζαμαρίες χώθηκαν στις αυλακιές τους. Όταν όλα μπήκαν στη θέση τους, το οικοδόμημα σώπασε.
Και η βροχή συνέχισε να πέφτει με ορμή, ξεπλένοντας τα πάντα.
Έπειτα τα βαριά γκρίζα σύννεφα καθάρισαν και έλαμψε μια πανσέληνος αστραφτερή σαν ασημένιο κέρμα. Ο άνεμος κόπασε και η βροχή σταμάτησε.
Ένας κόκορας λάλησε σε ένα χωράφι εκεί κοντά· είχε πια ξημερώσει. Ο χλωμός ουρανός της αυγής έλαμψε γαλανός πάνω από την κοιλάδα και έπειτα από λίγο οι πρώτες ηλιαχτίδες άρχισαν να παίζουν κυνηγητό στα δρομάκια του ακόμη κοιμισμένου χωριού. Και εκεί, στους πρόποδες του λόφου, ακριβώς στο κέντρο του λιβαδιού, αυτό που είχε ξεκινήσει ως χωμάτινος λοφίσκος όχι μεγαλύτερος από μυρμηγκοφωλιά είχε μετατραπεί τώρα σε ολοκαίνουριο σουπερμάρκετ.
Φύσηξε αεράκι και στην κορυφή του κονταριού ξεδιπλώθηκε μια χρυσοκαφετιά σημαία. Πάνω της ήταν γραμμένη μία και μοναδική λέξη.
Γκριμ.
Διαβάστε όλο το απόσπασμα ΕΔΩ
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα