Χρέος και ρήτρα διαφυγής = Εκλογές τον Οκτώβριο

Χρέος και ρήτρα διαφυγής = Εκλογές τον Οκτώβριο


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Όλοι έχουμε καταλάβει ότι η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ έχει εξαντλήσει τις όποιες δυνατότητες και αναμονές της και βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο.

Δεν χρειάζεται και θεογνωσία για να καταλάβει κανείς ότι με τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου να έχουν φτάσει στο 3,7%, τον πληθωρισμό στο 10,2% και την ΕΚΤ να δηλώνει (11 Μαΐου) ότι θα ανεβάσει τα παρεμβατικά επιτόκια τον Ιούλιο κατά 0,5% η παραμονή στην εξουσία μόνο φθορά έχει να φέρει στην κυβέρνηση. Η περασμένη εβδομάδα όμως μας έδειξε αρκετά για το επίδικο αυτής της προεκλογικής περιόδου σε οικονομικό – ευρωενωσιακό επίπεδο.

Ένα πρόσφατο άρθρο των «Financial Times» άναψε τη συζήτηση. Σε αυτό αναφέρθηκε για πρώτη φορά ότι η πρόταση της Κομισίον στο Eurogroup θα προβλέπει τη διατήρηση της ρήτρας διαφυγής για το 2023 για τις υπερχρεωμένες χώρες Ελλάδα και Ιταλία. Δηλαδή, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης υπάρχει αναστολή των διατάξεων του Συμφώνου Σταθερότητας για το 2023 λόγω πολέμου, για την Ελλάδα και την Ιταλία η όποια αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αναμενόμενο ρυθμό μεγέθυνσης (για την Ελλάδα το 2023 είναι 3,1%). Η εξέλιξη αυτή έχει πολλαπλές αναγνώσεις.

Από τη μια είναι σαφές ότι οι πανηγυρισμοί του κ. Σταϊκούρα και οι selfies με τον κ. Ντομπρόφσκις για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας μόνο γέλωτες προκαλούν. Η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια ειδική περίπτωση στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Έτσι αντιμετωπίζεται και έτσι θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται. Από την άλλη, η διατήρηση της ρήτρας διαφυγής (δηλαδή της δυνατότητας αύξησης των δαπανών του προϋπολογισμού μέχρι 3,1%) προσφέρει κάποια ευχέρεια στον κ. Μητσοτάκη. Μπορεί να πάει σε εκλογές χωρίς τον προϋπολογισμό του 2023 να επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του. Παρόλο που οι οριστικές αποφάσεις για το θέμα θα παρθούν στο Eurogroup του Ιουνίου, φρονώ ότι αυτές οι προτάσεις της Κομισιόν τελικά θα ισχύσουν.

Όμως η διατήρηση της ρήτρας διαφυγής δεν μπορεί να αναστρέψει την πορεία της οικονομίας και τις συνθήκες διαβίωσης του κόσμου. Αντίθετα, οι συνθήκες ζωής της πλατιάς πλειοψηφίας της κοινωνίας θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται όλο και περισσότερο, αφού η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται ήδη σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Μάλιστα, ακόμη μέχρι και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Λίντνερ, στις 22 Μαΐου, μίλησε για κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού» και ζήτησε –τι άλλο;– περιστολή των δαπανών, δηλαδή λιτότητα. Η λιτότητα είναι τελικά η μόνη πολιτική που υπάρχει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή εφαρμόσθηκε την περίοδο του χαμηλού πληθωρισμού και των αρνητικών επιτοκίων, αυτή προτείνεται και τώρα, την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων. Βέβαια όλοι κάνουν πως δεν θυμούνται ότι στο μεσοδιάστημα η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία συσσώρευσαν ένα πρωτοφανές δημόσιο χρέος, στο όνομα του οποίου εφαρμόσθηκαν οι πολιτικές λιτότητας και τα Μνημόνια, που καταδυνάστευσαν και καταδυναστεύουν την ελληνική κοινωνία.

Εκ πρώτης όψεως μοιάζει περίεργο το γεγονός ότι ενώ όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν ως κεντρική παράμετρο το δημόσιο χρέος, οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, προσπαθούν να μας πείσουν ότι το χρέος δεν αποτελεί πρόβλημα. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Παλεύει, με όλους τους τρόπους, να βγάλει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, και ας υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ. Στη 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας (σελ. 25), που βγήκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, η Κομισιόν έφτασε να υποθέσει ότι το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο αν η χώρα έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και 3,7% το 2025 και 2026 αντίστοιχα, 2,6% το 2060 (!) και το κόστος αναχρηματοδότησης του δανεισμού είναι σταθερά στο 2,2% μέχρι το 2030. Είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αν αναλογιστεί κανείς ότι το επιτόκιο απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς είναι ήδη στο 3,6% και μάλιστα πριν αυξήσει η ΕΚΤ το παρεμβατικό της επιτόκιο.

Η στάση της κυβέρνησης και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών για το ζήτημα του δημόσιου χρέος είναι αποτέλεσμα της πανευρωπαϊκής αποτυχίας των πολιτικών λιτότητας, για την Ελλάδα των Μνημονίων, να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική συσσώρευση. Την ίδια ώρα, οι αδύναμες επενδύσεις, αποτέλεσμα της αδύναμης κερδοφορίας, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα και των κεϊνσιανών πολιτικών δημοσιονομικής επέκτασης. Το σύστημα σπρώχνει το πρόβλημα προς τα μπρος, ξορκίζοντας την ώρα που δεν θα μπορεί να το κάνει πια. Αυτή η στιγμή δεν φαίνεται να είναι μακριά. Για την Ελλάδα, εκτός από την ασφυκτική ακρίβεια, τον Μάρτιο του 2023 θα γίνει επίσημη αξιολόγηση του δημόσιου χρέους και, πέρα από τη φθορά, η κυβέρνηση δεν μπορεί να ρισκάρει να μείνει μέχρι τότε. Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι οι εκλογές θα γίνουν τον Οκτώβριο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ