Γ. Καββαθάς στο “Π”: Σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό κλίμα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα

Γ. Καββαθάς στο “Π”: Σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό κλίμα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΒΒΑΘΑ
Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ


Πριν από λίγες μέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην εαρινή της έκθεση, δημοσίευσε τις αναθεωρημένες της προβλέψεις, βάσει των οποίων το 2022 θα κλείσει με μεγέθυνση στην ΕΕ της τάξης του 2,7%, ενώ για την Ελλάδα θα κυμανθεί σημαντικά υψηλότερα, στο 3,5%. Εάν οι προβλέψεις αυτές επαληθευθούν, η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας, μετά τη σημαντική ανάκαμψη που πέτυχε το 2021, θα καταφέρει να επιστρέψει στο προ πανδημίας επίπεδο του 2019.

Βάσει των προβλέψεων της ίδιας έκθεσης, το 2022 ο πληθωρισμός στη χώρα μας θα διαμορφωθεί στο 6,3%, επίπεδο που αντιστοιχεί σε πληθωρισμό που είχαμε πολύ πριν από την είσοδό μας στο ευρώ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Ο πληθωρισμός αποτελεί αυτήν τη στιγμή το μεγαλύτερο αγκάθι στην οικονομία. Από τις αρχές του έτους συνεχίζει να σκαρφαλώνει, φτάνοντας τον Απρίλιο του 2022 στο 10,2%, δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021, όπου ο πληθωρισμός είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στις τιμές της ενέργειας, το φυσικό αέριο ανατιμήθηκε κατά 123%, το ηλεκτρικό ρεύμα και το υγραέριο κατά 89%, το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 41%, η στέγαση κατά 35% και η βενζίνη κατά 29% και το ελαιόλαδο και τα λοιπά βρώσιμα έλαια κατά 25% περίπου. Φυσικά, η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνει την κατάσταση που βιώνουν οι καταναλωτές τον Μάιο, καθώς η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης έχει αγγίξει μεσοσταθμικά τα 2,3 ευρώ.

Παράλληλα, από την αρχή του έτους και ειδικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία υπάρχουν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των ειδών διατροφής, τα οποία μαζί με τη στέγαση έχουν μεγάλο ειδικό βάρος στο καλάθι του νοικοκυριού και αποτελούν ανελαστικές δαπάνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, ειδικά στους κλάδους που δραστηριοποιούνται οι μικρές και οι μεσαίες, απορρόφησαν σημαντικό μέρος των αυξήσεων του κόστους των πρώτων υλών, των καυσίμων και των βασικών αγαθών. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει οποιοσδήποτε, αν συγκρίνει τις αυξήσεις των δεικτών τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και στη μεταποίηση με τις ανατιμήσεις που έφτασαν τελικά στους καταναλωτές.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου, πέρα από τα μέτρα που επιχειρεί να λάβει η κυβέρνηση στο πλαίσιο του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, και ψηφίστηκαν στον κλιματικό νόμο, δεν βλέπουμε κάποια ουσιαστική αντίδραση σε επίπεδο Ευρωζώνης. Όπως έχουμε αντιληφθεί, ο πληθωρισμός είναι κατά κύριο λόγο πληθωρισμός κόστους και όχι νομισματικό φαινόμενο. Σχετίζεται δηλαδή με την έλλειψη αγαθών, που ξεκίνησε την περίοδο της πανδημίας και εντείνεται περαιτέρω με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ως εκ τούτου, η διαφαινόμενη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ μάλλον μικρό αποτέλεσμα θα έχει ως προς τη συγκράτησή του. Αντίθετα, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και θα περιορίσει ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση. Επίσης, μάλλον θα διακόψει την οικοδομική δραστηριότητα, που είχε αρχίσει να εισέρχεται σε μια πορεία αργής ανάκαμψης από το 2017.

Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, για τις ελληνικές επιχειρήσεις καταλυτικό ρόλο θα παίξει το πώς θα κυμανθεί ο τουρισμός το φετινό καλοκαίρι. Τα μηνύματα είναι θετικά, καθώς φαίνεται πως στη χώρα μας αναμένουμε πάνω από 20 εκατ. αφίξεις και 15 δισ. ευρώ έσοδα, μεγέθη σαφώς αυξημένα σε σχέση με το 2020 και το 2021, αλλά και χαμηλότερα από το προ πανδημίας 2019.

Δεν θα πρέπει βέβαια να παραλείψουμε ότι παρά τις θετικές προσδοκίες για τον τουρισμό, ο αντίκτυπος της συγκυρίας του πολέμου είναι ασύμμετρος για τις επιχειρήσεις της χώρας μας. Για παράδειγμα, οι αυξήσεις των τιμών στα καύσιμα θα πλήξει ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις Μακεδονίας, Θράκης και Ηπείρου, οι οποίες εξαρτώνται σημαντικά από τον οδικό τουρισμό από τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, ο οδικός τουρισμός το 2019 αντιστοιχούσε στο 30,6% των αφίξεων, στο 16,4% των διανυκτερεύσεων και στο 10,1% των συνολικών εσόδων από του τουρισμό.

Παράλληλα, αν οι τουριστικές ροές από τη Ρωσία στη χώρα αποτελούσαν μόλις το 1,8% των αφίξεων και το 2,4% των εισπράξεων, αυτοί συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως στη Χαλκιδική.

Ανεξάρτητα από το πώς θα διαμορφωθεί τελική η τουριστική κίνηση, η πραγματικότητα είναι μία: Το πραγματικό εισόδημα των ευρωπαίων πολιτών έχει μειωθεί από τον πληθωρισμό και κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική τους δαπάνη.

Με τις τρέχουσες τιμές των καυσίμων, θα δούμε πολύ σύντομα να μειώνεται δραματικά ο εσωτερικός τουρισμός, που δεν αφορά μόνο την καλοκαιρινή σεζόν αλλά και τις αποδράσεις του Σαββατοκύριακου, από τις οποίες εξαρτάται μεγάλο μέρος της εστίασης όλο τον χρόνο, όπου δραστηριοποιούνται μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ