Αντώνης Αργυρός στο “Π”: Οι Άγγλοι ήρθαν και έφυγαν σαν κατακτητές από τα Επτάνησα
Η Ένωση με τη μητέρα πατρίδα (1864 – 2022)
Του
ΑΝΤΩΝΗ Π. ΑΡΓΥΡΟΥ
Δικηγόρου ΑΠ, Αν. Νομικού Συμβούλου Πανεπιστημίου Αθηνών
Στις 14 Νοεμβρίου 1863, στο Λονδίνο, υπογράφεται η Συνθήκη της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα, χωρίς την παραμικρή συμμετοχή των Επτανησίων αλλά και της Ελλάδος. Η Συνθήκη για την Ένωση έδινε τέλος στη βρετανική κατοχή στα Επτάνησα. Η πολυπόθητη αυτή ημέρα οφείλεται αποκλειστικά στους αιματηρούς αγώνες των Επτανησίων και ιδίως των Ριζοσπαστών για την Ένωση της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα.
Η απόφαση των Άγγλων να φύγουν από τα Επτάνησα δεν υπήρξε δωρεά, όπως θέλουν να υποστηρίζουν, αγνοώντας τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία. Όπως προκύπτει από τα Πρακτικά του Βρετανικού Κοινοβουλίου, στις αγορεύσεις των Gladstone, Gray, Maguire, οι Άγγλοι ήθελαν να εξυπηρετήσουν, μετά το επικείμενο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, άλλα, πιο σημαντικά γεωστρατηγικά τους συμφέροντα (Κύπρος, Κρήτη κ.λπ.). Η Βρετανία ήταν μια δύναμη που δεν ήθελε επ’ ουδενί να αλλάξει το status quo της Ανατολικής Μεσογείου. Ο δρόμος προς τις Ινδίες έπρεπε να παραμείνει πάση θυσία και αποκλειστικά μια βρετανική υπόθεση. Τα Επτάνησα δεν είχαν πια τον γεωστρατηγικό ρόλο που είχαν στο παρελθόν, τους Άγγλους τους ενδιέφερε πια η διατήρηση του δρόμου της Ανατολής.
Γράφει ο Παναγιώτης Πανάς το 1888: «Η αγγλική κυβέρνησις, το μεν όπως εξέλθη της δυσκόλου εν Επτανήσω θέσεώς της, το δε όπως εδραιώσει την εν Ελλάδι επιρροήν της, ήτις τότε ήτο εις το κατακόρυφον αυτής σημείον, απεφάσισε να παραχωρήση τας υπ’ αυτής, δικαιώματι του ισχυρού, κατεχομένας νήσους, αλλ’ υπό τον όρον της εκλογής αρεστού αυτή ηγεμόνος και αποχής από πάσης προς απελευθέρωσιν των δούλων ημών αδελφών ενεργείας. Έμπορος, δεν ηδύνατο να λησμονήσει την πολιτικήν του συμφέροντος. Παρεχώρει την Επτάνησον, όπως κατακτήσει ηθικώς την Ελλάδα. Επίστευεν, ίσως, ότι ούτω πράττουσα θα κατώρθου να μεταφέρη τον αρμοστήν της από Κερκύρας εις Αθήνας, θέτουσα επί κεφαλής αυτού βασιλικόν στέμμα.
Υπό τοιούτους όρους τελουμένη, η ένωσις είχεν απολέσει διά τους εν Κεφαλληνία ριζοσπαστικούς παν θέλγητρον, και ο Ιωσήφ Μομφεράτος, ο από της πρώτης αυτού εμφανίσεως εν τω πολιτικώ σταδίω καταπολεμήσας και ηγεμόνας και συνθηκολογίας και ελέη, ο ακάματος των αρχών της Γαλλικής Επαναστάσεως απόστολος, δεν ηδύνατο, χωρίς να προδώσει την πολιτικήν του πίστιν, να συμμετάσχη των τοιούτων ενεργειών και να εργασθή υπό σημαίαν ην ανέκαθεν κατεπολέμησεν». Η μακροχρόνια εξορία των δύο ριζοσπαστών ηγετών, του Ζερβού – Ιακωβάτου και του Μομφεράτου, έδωσε την ευκαιρία στους «Ενωτιστές», με επικεφαλής τον συντηρητικό Ζακυνθινό Κωνσταντίνο Λομβάρδο, να ηγηθούν του ενωτικού αγώνα και, αφού διέγραψαν το δημοκρατικό-κοινωνικό περιεχόμενό του, τον περιόρισαν αποκλειστικά και μόνο στο σύνθημα της Ένωσης.
Αντίθετα, οι «αληθείς Ριζοσπάστες» (Ηλίας Ζερβός – Ιακωβάτος, Ιωσήφ Μομφεράτος) θα επιμείνουν μέχρι τέλους στο κοινωνικό περιεχόμενο του ενωτικού αγώνα, αρνούμενοι να υπογράψουν τη βρετανόπνευστη Ένωση. Μια Ένωση που αντικειμενικά συνέφερε την Αγγλία, η οποία «παραχωρούσε» τα Επτάνησα στην Ελλάδα, για να παρεμβαίνει καλύτερα, στο εξής, σε ολόκληρο το ελληνικό κράτος και –κατά συνέπεια– στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Ζερβός – Ιακωβάτος και ο Μομφεράτος διαφώνησαν με τη συμβιβαστική τελική πράξη της Ένωσης και, αν και πρωτεργάτες της Ένωσης στους πιο δύσκολους καιρούς, αρνούμενοι να απολαύσουν τέτοιες επινίκιες δάφνες, στο τέλος αποχώρησαν από τη ΙΒ’ Βουλή (προτελευταία Ιόνια Βουλή [2/1862 – 7/1863]), στην οποία είχαν εκλεγεί τιμητικώς στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου αντιστοίχως, και δεν δέχθηκαν ούτε την υποψηφιότητα για τη ΙΓ’ Βουλή της Επτανήσου (1863), που επρόκειτο να ψηφίσει την αποδοχή των μυστικών συμφωνιών και την εκλογή του «εκλεκτού» νέου βασιλιά.
Στη Συνθήκη τέθηκαν σκληροί όροι από τους Άγγλους, που πρόσθεσαν και άλλα, αβάστακτα βάρη στους Επτανήσιους: Οι όροι ήταν:
Α) Το ελληνικό κράτος υποχρεωνόταν να αυξήσει την ετήσια βασιλική χορηγία του εκλεκτού των Δυνάμεων, βασιλιά Γεωργίου του Α’, κατά 10.000 στερλίνες, ποσό που θα προερχόταν από τα δημόσια έσοδα των Επτανήσων! Επίσης θα τροποποιούνταν μέσα σε 15 χρόνια μετά την Ένωση τα ειδικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Επτανήσιους από την αποικιακή κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα. Και, πλην όλων αυτών, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να αναλάβει το κόστος των συντάξεων (διά βίου) και των αποζημιώσεων όλων των βρετανών υπηκόων που εργάζονταν στις υπηρεσίες της Ιόνιας Πολιτείας και έχαναν την εργασία τους.
Β) Η οριστική ειρήνη με την Τουρκία. Εγκατάλειψη κάθε υποκίνησης, στήριξης ή βλέψεως ανεξαρτησίας, απελευθέρωσης υπόδουλων ελληνικών περιοχών.
Επισημαίνω τις ευθείες επιφυλάξεις των μεγάλων κεφαλλήνων ριζοσπαστών Ηλία Ζερβού – Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφεράτου κατά της πολιτικής των αποχωρούντων «προστατών», οι οποίοι ήταν υποστηρικτές της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Γ) Εκλογή βασιλέα που θα μπορούσε να εγγυηθεί μια τέτοια πολιτική. Κυβέρνηση μοναρχική. Ο βασιλιάς να είναι συνταγματικός.
Δ) Η καταστροφή των κερκυραϊκών φρουρίων και η ουδετερότητα της Κέρκυρας και των Παξών.
Η ανατίναξη των φρουρίων της Κέρκυρας ήταν μια επαίσχυντη πράξη των Άγγλων, καθώς έπρεπε να μείνει ανοχύρωτη και ανυπεράσπιστη, γεγονός λίγο γνωστό πανελληνίως, το οποίο στιγμάτισε με ξεχωριστό τρόπο ο Γεράσιμος Μαρκοράς στο ποίημά του «Τα κάστρα μας», για τη μεγάλη απώλεια που αμαύρωσε τη χαρά του κερκυραϊκού λαού. Γράφει χαρακτηριστικά και πολύ ρεαλιστικά σε μια στροφή του:
«Η φιλόνομη Αγγλία τέτοια δόξα των Τούρκων φθονάει, ξαρματώνει, ερημάζει, χαλάει».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ