Ζωντάνεψε η «Αίγλη» – Της Ελένης Παπαδοπούλου – Λαμπράκη

Ζωντάνεψε η «Αίγλη» – Της Ελένης Παπαδοπούλου – Λαμπράκη


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Θέλοντας να ζήσουμε όλες τις μέρες που μας είχε φυλάξει το πεπρωμένο μας και να θυμηθούμε τα νιάτα μας συναντηθήκαμε με την πιο στενή φίλη των σχολικών μου χρόνων και πήραμε με την σειρά τα στέκια εκείνης της εποχής. Ψάχναμε σπιθαμή προς σπιθαμή τα χνάρια που είχαν μισοσβήσει από το χρόνο.

Το σχολείο μας, με τον κήπο που στα διαλείμματα γίνονταν τα κουτσομπολιά και κλείνονταν τα ραντεβού με τα αγόρια των αρρένων της απέναντι σχολής, τώρα έχει γίνει μια τεράστια πολυκατοικία.

Πιο κάτω τα δύο αλσάκια η μικρή και η μεγάλη Εύα από κηπάκια καταπράσινα, με δένδρα είχαν γίνει ένα ξέφωτο με ξεδοντιασμένα παγκάκια, όμοια με το κήπο του σχολείου μου, ένα ξέφωτο δηλαδή και τίποτε άλλο. Η πρώτη μας απογοήτευση. Η γειτονιά με τις μονοκατοικίες, με τους κήπους, με τα μαγαζάκια δεν υπήρχε πια. Κίνηση κι αυτοκίνητα στους χωμάτινους δρόμους, που είχαν γίνει λεωφόροι ταχείας διέλευσης, που άλλοτε πηγαίναμε περίπατο στον βουνό μετά τα τελευταία σπίτια.

Αποφασίσαμε να πάρουμε την Πατησίων. Εκεί θα έλεγα πως η περιοχή με αριστοκρατία έχει γίνει ένα γιουσουρούμ, με ανακατεμένο πλήθος, ούτε η πλατεία Κολιάτσου ούτε η πλατεία Αμερικής ήταν εκείνες που ξέραμε. Πλήθος από κάθε είδους φυλή έχουν κάνει κατασκήνωση. Μια κατασκήνωση άθλια, με τα μικρά να τρέχουν σχεδόν ξεβράκωτα. Σε κάθε γωνία επτά καφενεία και καρέκλες με κόσμο γεμάτες και ταξί που ψαρεύουν πελάτες, λουλούδια στην άκρη εν αφθονία που πουλιόνταν στα υπαίθρια ανθοπωλεία και κόσμος που πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα, ενώ ο ταβλάς με τα κουλούρια πάντα εκεί τριγύρω σού έσπαγε τη μύτη με το φρεσκοψημένο σουσάμι και τις μανάδες να περιμένουν πάνω από ένα τσουβάλι το φαγητό. Και όλα έμοιαζαν και βρισκόσουν σε παζάρι.

Οι πλατείες και τα κλαμπ, εκείνα τα μουσικά στέκια με τα συγκροτήματα της εποχής, δεν υπήρχαν πια. Μιλώντας ακατάπαυστα, χωρίς να το καταλάβουμε, φτάσαμε στην Ομόνοια. Εκεί μια ακτίνα φωτός ξελαμπίκαρε το βλέμμα και νιώσαμε πως κάτι πήγαινε να γίνει. Θυμήθηκα κιόλας το τραγούδι που η μάνα μου και η νονά μου τραγουδούσαν ντουέτο, κάνοντας πρώτη και δεύτερη φωνή.

Μια σταγόνα δάκρυ έκανε να τρέξει από τα μάτια μου, όμως η φωνή της φίλης μου με ξύπνησε. «Κάτι αλλάζει», μου είπε, «δεν σου φαίνεται;». «Ναι, μωρέ. Πόσο χαίρομαι να ‘ξερες». «Πάμε για καφέ στην ‘‘Αίγλη’’;». «Στην ‘‘Αίγλη’’; Μα ναι, εκεί, θαύμα». Πήραμε το τραμ από τα Πατήσια και βγήκαμε στην άκρη του Ζαππείου. Από μακριά δεν φαίνονταν τα τραπεζάκια και οι καρέκλες, μόνο μια αναμπουμπούλα επικρατούσε και ένα λευκό παραβάν έκρυβε εκείνο το ζαχαροπλαστείο με την ιστορία του και την παλιά του πράγματι αίγλη. Στον κήπο το ζαχαροπλαστείο, το εστιατόριο και το καθόλα στέκι του κέντρου της Αθήνας.

«Δεν το πιστεύω», ψιθύρισε η φίλη μου, «δεν νομίζω να κατεδαφίζουν ένα ιστορικό και χαρισματικό στέκι της πρωτεύουσας;». Μπήκαμε μέσα στον Εθνικό Κήπο και τότε βρήκα την ευκαιρία να το ψάξω. Έμαθα ότι ανακαινίζεται για να έρθει στην πραγματική του μορφή, χωρίς το ξύλινο ντεκ και τις λαμαρινένιες προεκτάσεις της οροφής του. Αφορμή το γεγονός ότι είχε περιέλθει στο Δημόσιο λόγω χρεών.

Ήταν ένα κομμάτι που εκμεταλλευόταν ο Κοντομηνάς. Μετά τον θάνατο αυτού του πανέξυπνου επιχειρηματία φάνηκαν οι αδυναμίες του κτιρίου και η κακή του συντήρηση, που έμελλε να φέρει ένα ευτυχώς ευχάριστο γεγονός, το ζωντάνεμα της «Αίγλης» και την εκμίσθωση σε άλλον επιχειρηματία. Γελάσαμε με την ψυχή μας μετά την ψυχρολουσία, λέγοντας ότι βγήκε μια μέρα στο παζάρι ο Εβραίος κι έπιασε κατακλυσμός. Δεν βαριέσαι, έτσι είναι η ζωή, με απρόοπτα και φωτεινά διαλείμματα ελπίδας, που σε κάνουν να αντέχεις τις σκοτούρες και τις δύσκολες στιγμές.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ