Βασίλης Ταλαμάγκας στο “Π”: Έρχεται πρωτοφανής επισιτιστική κρίση
Του
ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ
Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (PAM) ζήτησε να ανοίξουν και πάλι τα λιμάνια στην περιοχή της Οδησσού, στη Νότια Ουκρανία, το γρηγορότερο δυνατό, προκειμένου να μπορέσουν να βγουν από τη χώρα προϊόντα από τα οποία εξαρτώνται εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Αυτήν τη στιγμή οι σιταποθήκες της Ουκρανίας είναι γεμάτες. Παράλληλα, πολλά εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο οδεύουν προς τον λιμό.
Τα λιμάνια της Ουκρανίας δεν λειτουργούν κανονικά λόγω του πολέμου και εκατομμύρια τόνοι δημητριακών παραμένουν σε σιταποθήκες στην Οδησσό και σε άλλα ουκρανικά λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα. Αν δεν ανοίξουν τα λιμάνια, οι ουκρανοί γεωργοί δεν θα έχουν πού να αποθηκεύσουν την επόμενη θερινή σοδειά, σύμφωνα με το PAM, γεγονός που θα οδηγήσει σε σπατάλη προϊόντων.
Περίπου 276 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ήταν αντιμέτωποι με οξεία πείνα και ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί αν συνεχιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τη σημαντικότερη αύξηση να παρατηρείται στην Υποσαχάρια Αφρική.
Η Ινδία
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία ήταν η χώρα που οι Δυτικοί πίστευαν ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις ποσότητες σιτηρών (από τα οποία εξαρτάται σε ποσοστό μέχρι και 78% η παγκόσμια διατροφική αλυσίδα, αφού και οι ζωοτροφές προέρχονται από τα σιτηρά), αλλά και αυτή αποφάσισε να επιβάλει έμμεσο εμπάργκο στη Δύση. Οι τιμές των πάσης φύσεως τροφίμων έχουν εκτοξευθεί μέχρι και 70%, και ακόμα είμαστε στην αρχή. Ο συνδυασμός του εμπάργκο των σιτηρών και του εμπάργκο στα λιπάσματα δεν έχει φανεί ακόμα στα ράφια των καταστημάτων λιανικής. Το ερχόμενο φθινόπωρο, που οι σοδειές σε ό,τι φύεται θα είναι φτωχές λόγω έλλειψης λιπασμάτων, οι τιμές μπορεί να εκτοξευθούν ακόμα και 200% σε σχέση με το φθινόπωρο του 2021.
Μια κρίσιμη ακόμα μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών, καλαμποκιού και κριθαριού παραμένει παγιδευμένη στη Ρωσία και στην Ουκρανία εξαιτίας του πολέμου, ενώ μια ακόμη μεγαλύτερη μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων έχει καθηλωθεί στη Ρωσία και στη Λευκορωσία.
Ουσιαστικά, όλες οι χώρες ανά τον κόσμο πρόκειται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα, ορισμένες ενδέχεται να μην μπορούν να εξασφαλίσουν καθόλου τροφή για τους πληθυσμούς τους. Αρμενία, Μογγολία, Καζακστάν και Ερυθραία εισάγουν όσα σιτηρά καταναλώνουν από τη Ρωσία και την Ουκρανία και θα πρέπει τώρα να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές. Έχουν, όμως, να ανταγωνιστούν με πολύ μεγαλύτερους πελάτες όπως είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μπαγκλαντές και το Ιράν, που συνήθως εισάγουν από τις δύο εμπόλεμες χώρες πάνω από το 50% των σιτηρών τους. Και όλοι μαζί θα χρειαστεί να μοιραστούν μια μικρότερη μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής, επειδή η Κίνα, η μεγαλύτερη παραγωγός και καταναλώτρια σιτηρών στον κόσμο, θα εισάγει φέτος πολύ περισσότερα. Στις 4 Μαρτίου η Κίνα ανακοίνωσε πως αντιμετώπισε καταστρεπτικές πλημμύρες το περασμένο έτος και καθυστέρησε η σπορά για το 1/3 των σιτηρών της χώρας, με αποτέλεσμα να είναι πολύ περιορισμένη η συγκομιδή.
Κάποιες άλλες χώρες, όπως η Υεμένη, η Συρία, το Νότιο Σουδάν και η Αιθιοπία, αντιμετωπίζουν ήδη ακραίες ελλείψεις τροφίμων, που αναμένεται να επιδεινωθούν. Στο Αφγανιστάν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποιούν πως η ανθρωπιστική κρίση έχει ήδη επιδεινωθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να τραφούν 23 εκατ. Αφγανοί.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει μεγάλες ποσότητες από λάθος πράγματα. Το 62% των σιτηρών που καλλιεργούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, το 12% σε βιομηχανίες και βιοκαύσιμα και μόνο το 23% προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Στο ίδιο φάσμα λάθους, το 71% της συνολικής αγροτικής έκτασης της ΕΕ χρησιμοποιείται για παραγωγή ζωοτροφής. Πολλοί πιστεύουν ότι η λύση βρίσκεται, ως συνήθως, στη γη, αρκεί να προσεγγίσουμε επειγόντως τον αγροτοδιατροφικό τομέα αγροοικολογικά.
Ο πόλεμος, όπως ακριβώς συνέβη με την πανδημία Covid-19, τονίζει την επείγουσα ανάγκη να ανατρέψουμε το ευάλωτο και μη ανθεκτικό αγροτοδιατροφικό μοντέλο και να στραφούμε σε τοπικά, ανθεκτικά και διαφοροποιημένα αγροτικά και διατροφικά συστήματα. Χρειαζόμαστε αγροτικές πολιτικές επείγουσας απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, χημικά, μεταλλαγμένα και λιπάσματα, μείωση ζωοτροφής, μείωση παραγωγής και κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών (η ΕΕ πρέπει ούτως ή άλλως να μειώσει την κατανάλωση κρέατος κατά 71% ως το 2030, για να πετύχουμε τον στόχο της συγκράτησης της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου).
Έτσι εξασφαλίζουμε διατροφική κυριαρχία, παράγουμε επαρκή και υγιεινή τροφή προστατεύοντας το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας δίκαιο σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς και ανθεκτικότητα σε όλες τις κρίσεις της εποχής μας. Με τα σημερινά δεδομένα πάντως, είναι μάλλον δύσκολο να το πετύχει η Ευρώπη…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ