Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης στο “Π”: Ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός και μισθοί στην Ελλάδα
Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου
Ιστορικά, η διαδικασία μετάβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (Κοινοτική Οδηγία, 19/9/1996), με τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης δημόσιας επιχείρησης παραγωγής, μεταφοράς και διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος σε κάθε κράτος-μέλος, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε συνθήκες ανταγωνισμού και ανταγωνιστικότητας (Κοινοτική Οδηγία 2009/73/ΕΚ ), με την ιδιωτικοποίηση του φυσικού αερίου, επινοήθηκε από τους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγου και δοκιμάστηκε πειραματικά στη Χιλή του Πινοσέτ και αργότερα εφαρμόστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (D.Teurtie, 27/2/2022).
Τα επιχειρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουσιαστικά νεοφιλελεύθερης αντίληψης, ήταν, όπως σε κάθε περίπτωση ιδιωτικοποίησης δημόσιου αγαθού, ότι η ιδιωτικοποίηση της ενέργειας θα προωθήσει τον ανταγωνισμό και ως εκ τούτου τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η προσδοκία αυτή δεν έχει επιτευχθεί κι αυτό γιατί η διαμόρφωση των τιμών στο πλαίσιο του Χρηματιστηρίου της Ενέργειας μεταφέρει, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, τον χρηματιστηριακό κίνδυνο στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το τι υποστήριζε, προσδοκούσε ότι η χρηματιστηριακή διαμόρφωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων θα επέφερε υψηλά κέρδη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ενέργειας, τμήμα των οποίων θα χρηματοδοτούσε επενδύσεις προσανατολισμένες στην πράσινη μετάβαση.
Όμως, στις συνθήκες αυτές ιδιωτικοποίησης της ενέργειας, οι δημόσιοι φορείς χάνουν ουσιαστικά, μεταξύ των άλλων, τη δυνατότητα άσκησης δημόσιων παρεμβάσεων και πολιτικών, με αποτέλεσμα τα κράτη-μέλη, που αντιμετωπίζουν από το φθινόπωρο του 2021 την έκρηξη των τιμών ενέργειας, να αδυνατούν να παρέμβουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των τιμών ενέργειας. Έτσι, περιορίζονται σε ασθενή και διαχειριστικού χαρακτήρα μέτρα, όπως, π.χ., επιδοτήσεις, τα οποία σε περιόδους ενεργειακής κρίσης, όπως η σημερινή με τις πολεμικές συγκρούσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, απέχουν από την ουσιαστική και επαρκή ανακούφιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερα μάλιστα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η προοπτική ανακούφισης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων απομακρύνεται, με αποτέλεσμα να απειλείται η ελληνική οικονομία από επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων και των τιμών άλλων ενδιάμεσων και βασικών προϊόντων κατανάλωσης και διατροφής. Οι συνθήκες αυτές εκτιμάται ότι θα συμβάλουν σταδιακά στον κίνδυνο μετεξέλιξης του σημερινού πληθωριστικού (κατά βάση της προσφοράς) φαινομένου σε στασιμοπληθωρισμό και ύφεση τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, η επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων στην Ελλάδα και το 2023 (ΔΝΤ, 2022) θα ανακόψει τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, θα μειώσει την ιδιωτική κατανάλωση, θα επιδεινώσει τις συνθήκες βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, κ.λπ., καθώς και του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Και αυτό εξηγείται, κατά βάση, από το επίπεδο του πληθωρισμού και από το εισοδηματικό υπόβαθρο στην Ελλάδα, το οποίο απειλείται να υποστεί καθίζηση σε όρους αγοραστικής δύναμης. Πράγματι, ο πληθωρισμός στη χώρα μας από 4,2% τον Νοέμβριο του 2021 αυξήθηκε σε 10,2% τον Απρίλιο του 2022, γεγονός που σημαίνει ότι σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 142%, όταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο μέσος όρος πληθωρισμού στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 53% (από 4,9% σε 7,5%). Έτσι, ενώ η χώρα μας στην αρχή είχε χαμηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, η ασκούμενη πολιτική δεν περιόρισε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, την ανεξέλεγκτη αύξησή του, όταν άλλες χώρες της Ευρώπης με τις ασκούμενες δημόσιες πολιτικές τους έλεγξαν σε κάποιον βαθμό την αύξηση του πληθωρισμού, προστατεύοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών τους.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των πολιτών στην Ελλάδα έχουν δεχθεί ένα σημαντικό πλήγμα, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας είναι 713 ευρώ (μεικτά) και στην Ευρωζώνη ο μέσος κατώτατος μισθός είναι 1.005 ευρώ (μεικτά). Έτσι, ο μέσος κατώτατος μισθός στην Ευρωζώνη είναι 40% υψηλότερος από τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει 36% υψηλότερο πληθωρισμό από την Ευρωζώνη. Επιπλέον, ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα το 2021 ήταν 780 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 1.712 ευρώ, δηλαδή ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στην χώρα μας αντιστοιχεί στο 45% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα δεν αντιμετώπισαν το κύμα πληθωρισμού (36% υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), ταυτόχρονα το επίπεδο των μισθών στη χώρα μας αντιστοιχεί στο 45% του μέσου επιπέδου της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα οι πολίτες της να υφίστανται καθίζηση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματός τους και αύξηση της φτωχοποίησής τους, προς όφελος της υπερκερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ