Η σιωπή για τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες στην Ουάσινγκτον σημαίνει παλινδρόμηση στην πολιτική της μη εξορύξεώς τους;
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Από επικοινωνιακή άποψη, η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον ήταν, αναμφισβήτητα, μια μεγάλη επιτυχία. Εάν ψάξει κανείς να βρει ποια ήταν η βάση της επιτυχίας αυτής, θα διαπιστώσει ότι ήταν η προβολή της Ελληνικής ταυτότητας και κληρονομιάς και η οικουμενική σημασία της για τον κόσμο.
Αυτό θα έπρεπε να γίνει ένα μάθημα στον Έλληνα πρωθυπουργό, που έχει δώσει μέχρι τώρα πολύ ανησυχητικά και επικίνδυνα δείγματα εθνικής αποδομήσεως και αλλοτριώσεως της Ελληνικής ταυτότητας, είτε με τα ακραία νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, εμπνεόμενα από την παγκοσμιοποίηση που υιοθετεί, είτε με τις πολιτικές του για την παράνομη μετανάστευση και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας. Υπενθυμίζονται για το τελευταίο οι σχετικές δηλώσεις του για «λύση» του δημογραφικού προβλήματος με μαζική νομιμοποίηση Μουσουλμάνων κυρίως παρανόμων μεταναστών.
Ασφαλώς, η ομιλία του πρωθυπουργού προσαρμόσθηκε στην ανεπιφύλακτη ταύτισή του με την Αμερικανική και Νατοϊκή πολιτική στο Ουκρανικό, με υπερβολές, όπως η σύγκριση του κακόφημου τάγματος Αζόφ με το Μεσολόγγι και άλλα. Η σκόπιμη επίσης αποφυγή κάθε ευθείας αναφοράς στην Τουρκία παρουσιάσθηκε ως υψηλή διπλωματική τακτική, που χρησιμοποιεί τη δύναμη του υπαινιγμού παρά την απροκάλυπτη καταγγελία.
Αυτό θα ήταν αποδεκτό εάν δεν υπέκρυπτε τη σκοπιμότητα η έλλειψη ευθείας αναφοράς να αφήσει την πόρτα ανοικτή για τη συνέχιση της ακολουθούμενης κατευναστικής πολιτικής με την Τουρκία. Η τελευταία συμπορεύεται, ως γνωστόν, με τις στερεότυπες Αμερικανικές υποδείξεις και νουθεσίες προς την Ελλάδα «να τα βρει» με την Τουρκία. Οι υποδείξεις αυτές γίνονται μάλιστα πιο επικίνδυνες όταν συνδέονται με απόψεις, όπως αυτές της υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ, για «συμμετοχή» της Τουρκίας στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Η εύσχημη αυτή αναφορά υποκρύπτει, στην πραγματικότητα, πρόταση για συμμετοχή της Τουρκίας στους πόρους της Ελληνικής ΑΟΖ. Για υποχωρήσεις δηλαδή της Ελληνικής πλευράς σε ζωτικότατα εθνικά της συμφέροντα.
Ευτυχώς, ο Τουρκικός υπερθεματισμός, που εκδηλώνεται τώρα με το Τουρκικό βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, απομακρύνει προς το παρόν το σενάριο μιας γρήγορης Αμερικανο-Τουρκής προσεγγίσεως. Είναι βέβαιο ό,τι στο πλαίσιό της θα ασκούνταν ισχυρές πιέσεις προς την Ελληνική πλευρά να κάνει υποχωρήσεις υπέρ της Άγκυρας στο θέμα της λεγόμενης «συμμετοχής» της στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου και να «συμβάλει», με τον τρόπο αυτό, στη συνοχή και ενότητα της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Η Τουρκική πλευρά έδωσε στη δημοσιότητα έναν κατάλογο δέκα όρων, που θέτει προς τη Σουηδία και τη Φινλανδία, ιδιαίτερα προς την πρώτη, για να υποστηρίξει την αίτηση εντάξεώς τους. Οι όροι αναφέρονται κυρίως στη στάση που τηρεί ιδίως η Σουηδία στο θέμα των Κούρδων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία έχει και άλλον κατάλογο όρων για τις ΗΠΑ και άλλον για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Ερντογάν νομίζει ότι βρήκε τη χρυσή ευκαιρία, με την αίτηση εντάξεως στο ΝΑΤΟ των δύο παραπάνω χωρών, για να κεφαλαιοποιήσει τις διεκδικήσεις του και να ανοίξει μια «μεγάλη» διαπραγμάτευση, που θα τον βοηθήσει να παρατείνει αφενός τη σημερινή «επιτήδεια» πολιτική του και να την αξιοποιήσει αφετέρου για να κερδίσει τις δύσκολες εκλογές του 2023.
Αναμένοντας τη συνέχεια των Τουρκικών ελιγμών και διεκδικήσεων, με την προβολή του βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, και επανερχόμενοι στην επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον, προκαλεί μεγάλη απορία η σιωπή του πρωθυπουργού στο θέμα της εξορύξεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε, με μεγάλη έμφαση, στον ρόλο κόμβου μεταφοράς ενέργειας, που σχεδιάζει να διαδραματίσει η Ελλάδα, αφενός με τα δίκτυα συνδέσεως Αφρικής και Ασίας με την Ευρώπη και αφετέρου με τον σταθμό LNG στην Αλεξανδρούπολη. Είναι περίεργο όμως ότι δεν έκανε καμιά αναφορά στον παραγωγικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα, με την εξόριση των Ελληνικών υδρογονανθράκων, μετά ιδίως την αλλαγή της συγκυρίας και την παρότρυνση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σ’ όλες τις χώρες-μέλη να αξιοποιήσουν τους εγχώριους ενεργειακούς πόρους για την απεξάρτηση από τη Ρωσική ενέργεια.
Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση, πίσω κυριολεκτικά από την πλάτη του Ελληνικού λαού, είχε αποφασίσει να απεμπολήσει την αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων, με ιδεοληψίες για την «πράσινη» ενέργεια και για πολύ γρήγορη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Πάνω στη βάση αυτή, με έπαρση και υπεροψία νεοφώτιστου, είχε πιστέψει ότι η Ελλάδα μπορούσε μάλιστα και είχε κάθε όφελος να πρωτοστατήσει και να πρωτοπορήσει. Με το πνεύμα αυτό, δέχθηκε ως χρονικό όριο για την απολιγνιτοποίηση το 2023, τη στιγμή που η Γερμανία δέχθηκε ως όριο το 2038 και η Πολωνία το 2050.
Η ανεδαφικότητα της πολιτικής αυτής φάνηκε δραματικά με την κρίση της Ουκρανίας και την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας. Η κυβέρνηση αναγκάσθηκε, κάτω από το βάρος της πραγματικότητας, να ανακρούσει πρύμναν τόσο σε ό,τι αφορά τον λιγνίτη όσο και σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Για τους τελευταίους, ο πρωθυπουργός, σε πολύ πρόσφατες δηλώσεις του, έκανε λόγο για εντατικοποίηση των ερευνών και για ταχύρρυθμο πρόγραμμα εξορύξεως υδρογονανθράκων ΝΔ και Νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο.
Γιατί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός δεν έκανε κανέναν λόγο γι’ αυτό το θέμα στην Ουάσινγκτον; Υπάρχει πάλι ανομολόγητη παλινδρόμηση στην πολιτική της μη εξορύξεως και απεμπολήσεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων; Οι Τουρκικές απειλές για αποστολή του πιο σύγχρονου Τουρκικού γεωτρυπάνου και στην περιοχή ακόμη νότια της Κρήτης έχουν καμιά σχέση με τη σιωπή του πρωθυπουργού πάνω σ’ αυτό το θέμα στην Ουάσινγκτον;
Ο πρωθυπουργός πρέπει επειγόντως να δώσει απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα και να επαναβεβαιώσει την πολιτική, που μόλις λίγες μέρες πριν εξήγγειλε, για αξιοποίηση και εξόρυξη των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Θα ήταν απαράδεκτο να έχει πάλι παλινδρομήσει στην ολέθρια πολιτική της απεμπολήσεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων ή να έχει υποχωρήσει από την πολιτική αυτή ως αποτέλεσμα Τουρκικών απειλών. Αλίμονο αν η Ελλάδα ανεγνώριζε, με τον τρόπο αυτό, ότι η Τουρκία έχει λόγο και «δικαιώματα» και στα Νότια και ΝΔ της Κρήτης.
Ένα άλλο θέμα, το οποίο δεν ήρθε στο προσκήνιο της επισκέψεως στην Ουάσινγκτον, είναι η ενδεχόμενη παραχώρηση Ρωσικής προελεύσεως Ελληνικών οπλικών συστημάτων, για την οποία ασκούνται πιέσεις από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ως στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ενδεχόμενη απόσυρση των συστημάτων αυτών δεν θα εξασθένιζε μόνο την άμυνα των νησιών αλλά θα εντασσόταν επιπλέον σε μια πολιτική αποστρατιωτικοποιήσεως των νησιών, σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα βαριά οπλικά συστήματα.
Η Τουρκική πλευρά έχει αναλάβει από καιρό μια εντατική εκστρατεία προς την κατεύθυνση αυτή, προσπαθώντας, ως συνήθως, να παρουσιασθεί η ίδια ως δήθεν αδικούμενη και απειλούμενη από τα αμυντικά μέτρα που αναγκάσθηκε να πάρει η Ελλάδα, μετά ιδίως την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Ευχόμαστε να μην έχουν αναληφθεί από την Ελλάδα υποχρεώσεις για τη μεταφορά στην Ουκρανία πρόσθετου οπλισμού, που θα αποδυνάμωνε την Ελληνική άμυνα σε μια στιγμή γενικότερης αναταραχής και παροξυσμού της Τουρκικής επιθετικότητας. Με τις διευκολύνσεις που έχει ήδη παραχωρήσει η Ελλάδα στις ΗΠΑ, στη Σούδα, στην Αλεξανδρούπολη και αλλού, υπερκαλύπτει, ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε υποτιθέμενη «υποχρέωση».
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και οι κίνδυνοι περαιτέρω κλιμακώσεως και διευρύνσεώς του, όπως επίσης οι συνέπειες και οι ανακατατάξεις που επιφέρει, επιβάλλουν ύψιστη επαγρύπνηση εκ μέρους της Ελλάδος και προσοχή ώστε να μην υπολαμβάνει ως εθνικά συμφέροντα, ως άλλος Ιξίων, τις νεφέλες της Ήρας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ