Δ. Παπαδημούλης στο “Π”: Για μια λύση στον πόλεμο στην Ουκρανία που θα εξασφαλίζει την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την ασφάλεια

Δ. Παπαδημούλης στο “Π”: Για μια λύση στον πόλεμο στην Ουκρανία που θα εξασφαλίζει την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την ασφάλεια

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΟΥΛΗ
Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία


Ψάχνοντας τον βηματισμό της ύστερα από μια διετή κρίση πανδημίας, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη και πάλι, μετά από δεκαετίες, με μια πολεμική σύρραξη στα εδάφη της. Η βάρβαρη εισβολή του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία συνεχίζεται εδώ και τρεις μήνες πλέον. Μαζί και η φρίκη των πολεμικών συγκρούσεων, ο όλεθρος των βομβαρδισμένων πόλεων, το δράμα των ανθρώπινων απωλειών και των εκατομμυρίων προσφύγων. Oι εκτιμήσεις για τις προσφυγικές ροές από την Ουκρανία μάλιστα κάνουν λόγο μέχρι και για 10 εκατ. εκτοπισμένους ουκρανούς πολίτες μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.

Όσο περνά ο καιρός, ο Πούτιν παγιδεύεται ολοένα και περισσότερο στο δικό του «ευρωπαϊκό Αφγανιστάν». Με την απαράδεκτη κίνηση εισβολής, που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, ο ρώσος Πρόεδρος λειτουργεί ως μέγας «χορηγός» για την αναζωογόνηση και την ενίσχυση του ΝΑΤΟ. Τόσο για τη διεύρυνσή του όσο και για τους στρατιωτικούς και πολεμικούς εξοπλισμούς. Χώρες µε παραδοσιακή ουδετερότητα, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, επιθυμούν σήμερα, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, την ένταξή τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Και η Γερμανία, όπου μέχρι πρόσφατα το 80% του λαού έλεγε όχι σε στρατιωτικές αποστολές και επανεξοπλισμούς, για να µην ξαναζήσει το δράμα των δύο παγκοσμίων πολέμων, τώρα στράφηκε σε εξοπλισμούς 100 δισ. ευρώ µόνο για το 2022. Η απόφαση αυτή τώρα έχει λαϊκή στήριξη, ενώ τα αριστερά κόμματα στη χώρα, που εναντιώθηκαν σε αυτή, είναι τώρα μειοψηφία.

Δυστυχώς, η φρίκη του πολέμου φαίνεται πως δεν θα σταματήσει εύκολα. Ενώ και τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κυρώσεις, παρότι είναι εύλογες, πλήττουν σφοδρά και την ευρωπαϊκή οικονομία, χωρίς να φέρνουν ένα γρήγορο τέλος του πολέμου. Η βασική πρόκληση και προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή ηγεσία ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει η ίδια: Η άμεση κατάπαυση του πυρός, η αποκλιμάκωση και η ειρηνική διευθέτηση της κρίσης στην Ουκρανία. Αυτό απαιτεί η κοινή λογική και αυτό είναι προς το συμφέρον όλων των ευρωπαϊκών λαών και της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων κρατών-μελών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμφέρον να επενδύσει στην ειρήνη, στη συνεργασία, στον έλεγχο και όχι σε ένα νέο ράλι στρατιωτικών και πολεμικών εξοπλισμών. Με μια κοινή και σαφή εξωτερική πολιτική, που θα προτάσσει τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και τις διπλωματικές διευθετήσεις, θα έχει φιλειρηνικό και πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν θα υποτάσσεται, ως ουραγός, στην κυρίαρχη γραμμή των ΗΠΑ. Άλλωστε, τα στρατηγικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμπίπτουν με αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αφήνει πίσω του μια σειρά από όχι εύκολα αναστρέψιμα αποτελέσματα, απόρροια των διεθνών και ευρωπαϊκών κυρώσεων που επιβάλλονται στη Ρωσία. Οι συνέπειες είναι ήδη ορατές, με τις απαγορευτικά υψηλές τιμές ενέργειας και την εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση, την εφοδιαστική αλυσίδα και τον πληθωρισμό που εκτοξεύεται. Και προκαλούν σημαντικό πλήγμα στην προσπάθεια της ΕΕ για οικονομική ανάκαμψη. Προκειμένου να αντιμετωπίσει η ΕΕ την πίεση των επιπτώσεων του πολέμου, είναι αναγκαίο να ετοιμαστούν άμεσα και συντονισμένα, στο επίπεδο της ΕΕ, σχέδια για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του πολέμου στον πληθωρισμό, στην ανάπτυξη, στην ενέργεια και στην άμυνα, με ιδιαίτερη έγνοια στη στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η κοινωνική παράμετρος θα πρέπει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα στα μέτρα τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών-μελών. «Για να μη μείνει κανείς πίσω», όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει η κ. Φον ντερ Λάιεν, πρέπει να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις και στη δημιουργία νέων εργαλείων με νέους πόρους, όπως ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης.

Όπως και με την πανδημία, έτσι και τώρα, το βάρος του αρνητικού οικονομικού αντικτύπου του πολέμου δεν μπορεί να το σηκώσει ο καθένας μόνος του και κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά. Γι’ αυτό και επιβάλλεται μια ισχυρή, φιλόδοξη και ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση, που θα δίνει πρωτίστως μια πραγματικά σωτήρια και βιώσιμη λύση στο ουκρανικό δράμα, εξασφαλίζοντας την ασφάλεια και την αλληλεγγύη, και θα διασφαλίζει παράλληλα την ανθεκτικότητα της ΕΕ και τη μείωση των ολοένα και αυξανόμενων ανισοτήτων, κοινωνικών και οικονομικών. Ο κίνδυνος για μια νέα κρίση χρέους είναι ορατός και πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφευχθεί.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ