Σκηνικό παγκόσμιων ανακατατάξεων και η Ελλάδα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Tις προηγούμενες μέρες, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε ένα νέο διάταγμα Lend and Lease, με αποδέκτη την Ουκρανία. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος αυτός υπεγράφη για πρώτη φορά από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ, για να διευκολύνει τη δωρεάν παροχή εξοπλισμών και άλλων εφοδίων στην αγωνιζόμενη κατά του Χίτλερ Μ. Βρετανία και, στη συνέχεια, στη Σοβιετική Ένωση, που είχε υποστεί αιφνιδιαστική Γερμανική εισβολή τον Ιούνιο του 1941.
Η κίνηση αυτή του Αμερικανού Προέδρου διευκολύνει, προφανώς, τις ΗΠΑ να παράσχουν μαζική βοήθεια στο καθεστώς Ζελένσκι. Πολύ σημαντικότερος όμως είναι ο πολιτικός συμβολισμός και το πολιτικό μήνυμα που θέλει να στείλει. Πρώτον, ότι ο Πούτιν είναι περίπου ένας νέος Χίτλερ και, δεύτερον, ότι η δέσμευση των ΗΠΑ να σταθούν στο πλευρό της Ουκρανίας είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν εκείνη του Προέδρου Ρούσβελτ. Ο σημερινός Αμερικανός Πρόεδρος κολακεύεται να συγκρίνει τον εαυτό του με τον μεγάλο Ρούσβελτ. Η διαφορά όμως μεταξύ τους δεν αντέχει καμιά σύγκριση, όπως επίσης η ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας από τον Πρόεδρο Μπάιντεν.
Το πιο επικίνδυνο όμως στην περίπτωση αυτή είναι η απορρέουσα αδιαλλαξία, κλιμάκωση και αδιέξοδη πολιτική, όταν υπάρχει ανάγκη για οριοθέτηση του πολέμου στην Ουκρανία και αναζήτηση μιας διεξόδου για την αποφυγή περαιτέρω διευρύνσεως και επεκτάσεώς του. Όταν οι ΗΠΑ αναγορεύουν σε Χίτλερ τον Ρώσο Πρόεδρο, θέτουν, προφανώς, ως στόχο την αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία. Δεν διαπραγματεύεσαι μ’ έναν Χίτλερ!
Η Ρωσία και ο Πρόεδρος Πούτιν, από την άλλη πλευρά, προβάλλουν το δικό τους αφήγημα. Καταγγέλλουν Αμερικανική συνωμοσία για πόλεμο κατά της Ρωσίας, μέσω Ουκρανίας, και παρουσιάζουν τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως προληπτική κίνηση εναντίον μιας υπαρξιακής απειλής κατά της χώρας τους. Προβάλλουν επίσης τη δική τους θεώρηση της Ουκρανίας, η οποία δεν συμπίπτει με την ιδέα μιας οποιασδήποτε τρίτης, κυρίαρχης χώρας και εθνικού κράτους. Για τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν έχει κάποιον δικό της, ξεχωριστό εθνικό πολιτισμό και εδαφικά περιλαμβάνει στη δυτική της πλευρά τις εδαφικές προσαρτήσεις της Τσαρικής Ρωσίας και μετέπειτα της Σοβιετικής Ενώσεως. Στην ανατολική της πλευρά, τα εδάφη που της παραχωρήθηκαν, με διάταγμα του Λένιν, μετά την Επανάσταση του 1917 ανήκαν στη λεγόμενη Νέα Ρωσία. Η Κριμαία προστέθηκε σ’ αυτήν μόλις το 1953 από τον Νικήτα Κρούτσιεφ, ως εσωτερική διοικητική αναδιάρθρωση της Σοβιετικής Ενώσεως.
Στο πνεύμα αυτό, υπογραμμίζουν επίσης το γεγονός των συμπαγών Ρωσικών πληθυσμών, που πλειοψηφούν στην Ανατολική Ουκρανία και αντιπροσωπεύουν πολύ σημαντικό ποσοστό σ’ όλη την Ουκρανία, με εξαίρεση τη Δυτική.
Τα δεδομένα αυτά και η γεωπολιτική παράμετρος είναι εκείνα που έκαναν πολλούς σοβαρούς πολιτικούς αναλυτές να εκτιμούν ότι η εμμονή της Ουκρανικής ηγεσίας να εντάξει τη χώρα στο ΝΑΤΟ ήταν άκρως τυχοδιωκτική και ανεύθυνη και λειτούργησε ως πυροκροτητής για την έκρηξη του πολέμου.
Ασφαλώς, η Ουκρανία, ως ανεξάρτητη χώρα, έχει το δικαίωμα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή σε οποιονδήποτε άλλο διεθνή Οργανισμό. Όπως όμως υπενθύμισε προσφάτως ο κορυφαίος Αμερικανός πολιτικός επιστήμων Μερσχάιμερ, το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, που είναι επίσης ανεξάρτητες και κυρίαρχες χώρες. Οι ΗΠΑ όμως έχουν πάντα σε ισχύ το Δόγμα Μονρόε για μη επέμβαση των Ευρωπαίων στις υποθέσεις της Λατινικής Αμερικής και απείλησαν με πυρηνικό πόλεμο όταν οι Σοβιετικοί απεπειράθησαν να εγκαταστήσουν πυραύλους με πυρηνικούς κώνους στην Κούβα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Το πολύ ανησυχητικό είναι ο εγκλωβισμός των δύο υπερδυνάμεων σε μια αδιέξοδη πολιτική και ρητορική, που οδηγεί σε συνέχιση και διεύρυνση του πολέμου. Η Ρωσία αφήνει να διαφανεί από την πλευρά της ότι επιδιώκει τον έλεγχο της Ανατολικής και Νότιας Ουκρανίας, περιλαμβανομένης της Οδησσού και της Υπερδνειστερίας. Οι επιτυχείς προελάσεις των Ρωσικών δυνάμεων στο Ντονμπάς, κατά τις τελευταίες ημέρες, προσδίδουν μεγαλύτερη αξιοπιστία στους Ρωσικούς σχεδιασμούς. Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσική πλευρά θεωρεί ως μονόδρομο την επίτευξη των βασικών στόχων της στην Ουκρανία και θα καταβάλει κάθε προσπάθεια γι’ αυτό, ανεξαρτήτως θυσιών και κόστους.
Η Ουκρανική ηγεσία, σε συνεννόηση, προφανώς, με τις ΗΠΑ, πήρε την πρωτοβουλία για να επιβάλει, ντε φάκτο, τον αποκλεισμό του Ρωσικού πετρελαίου από την Ευρώπη, ενώπιον των ενστάσεων και διαμαρτυριών αρκετών Ευρωπαϊκών χωρών, που έχουν μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο. Διέκοψε τη ροή Ρωσικού πετρελαίου προς την Ευρώπη, μέσω Ουκρανίας. Η κίνηση αυτή της Ουκρανίας ανελήφθη μετά τη σταθερή πρόσδεση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στο άρμα της Αμερικανικής πολιτικής, χωρίς καμιά ουσιαστική διαφοροποίηση από μέρους της, παρά τη διαφορετική θέση στην οποία βρίσκεται και τα διαφορετικά συμφέροντα που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, με αιχμή του δόρατος την ενέργεια, ανατρέπει το σκηνικό που διαμορφώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες και θέτει υπό δομική αμφισβήτηση την υποτιθέμενη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασκείται σκληρή κριτική στην ενεργειακή και εμπορική πολιτική που ακολούθησε η Γερμανία, υπό την καγκελάριο Μέρκελ, προωθώντας την ενεργειακή εξάρτηση, κατά πρώτο λόγο, της Γερμανίας και, κατά δεύτερο λόγο, της Ευρώπης από τη Ρωσία και τις προνομιακές εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα.
Η κριτική εκπορεύεται από τη βασική θέση ότι η στρατηγική συνεργασία της Ευρώπης με τη Ρωσία είναι απαράδεκτη. Η κριτική όμως αυτή αντιφάσκει με μια ολόκληρη πολιτική παράδοση που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της υφέσεως στον Ψυχρό Πόλεμο και τον υποτιθέμενο τερματισμό του, μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας. Η λεγόμενη Οστπολιτίκ (Ανατολική Πολιτική) του Βίλι Μπραντ ήρθε ως συνέχεια της πολιτικής Ντε Γκολ για ύφεση, συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Στο πνεύμα της πολιτικής αυτής, ο Ντε Γκολ διεκήρυξε τις θέσεις του για ανεξάρτητη Ευρώπη και απέσυρε από το ΝΑΤΟ τη Γαλλία, για να παίξει ακριβώς ρόλο πρωτοπορίας προς αυτήν την κατεύθυνση και για να κατοχυρώσει το μέλλον της Γαλλικής εθνικής κυριαρχίας.
Η Μέρκελ χρησιμοποίησε την Ευρώπη για να ασκήσει μια εγωιστική μερκαντιλιστική Γερμανική πολιτική. Το όχημα όμως της πολιτικής αυτής προσφέρθηκε από την Αμερικανική πολιτική, που ανέλαβε, από τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, να προωθήσει τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, υπό την επιρροή των κυριάρχων στις ΗΠΑ χρηματιστικών ολιγαρχιών. Η πολιτική αυτή έγινε, δυστυχώς, δεκτή μετά βαΐων και κλάδων στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, παρά το γεγονός ότι στην ουσία της αντιμάχεται την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, που είναι, υποτίθεται, ο δεδηλωμένος στόχος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Συγκεκριμένα, η κοινή Ευρωπαϊκή αγορά δεν μπορεί να ταυτισθεί με την παγκόσμια, γιατί τότε υποσκάπτει την ίδια τη λογική που θέτει την Ευρωπαϊκή κοινή αγορά στο κέντρο της οικοδομήσεως της Ευρώπης. Εάν δηλαδή μια Ευρωπαϊκή χώρα καλείται, με την παγκοσμιοποίηση, να έχει ανοικτά σύνορα με όλο τον κόσμο, τότε τι νόημα έχει η συμμετοχή της σε μια Ευρωπαϊκή κοινή αγορά και ποιες συνέπειες έχει από το άκριτο άνοιγμα των συνόρων; Δεν πλήττεται η εθνική της παραγωγή και δεν πλημμυρίζεται από φθηνά προϊόντα τρίτων χωρών, όπως έγινε, π.χ., με τα Κινεζικά προϊόντα; Γιατί επίσης, στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, να μην αναπτυχθούν οι σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία και τη Κίνα;
Η πολιτική αυτή προκάλεσε ήδη μεγάλες αμφισβητήσεις, συζητήσεις και ανατροπές στις ίδιες τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή όμως Ένωση, με πρωτοπόρο τη Γερμανία, έμεινε προσκολλημένη στην πολιτική αυτή, που εξυπηρετούσε τους μερκαντιλιστικούς στόχους της Γερμανίας και την οικονομική της ηγεμονία στην Ευρώπη. Η αλλαγή του σκηνικού με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πρόταξη στην Ευρώπη των γεωπολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ, που επιτάσσουν ρήξη με τη Ρωσία και ενοχοποίηση κάθε στρατηγικής συνεργασίας της Ευρώπης μ’ αυτήν, έφερε στα όριά της την πολιτική αυτή και κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ριζικών αλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ποιες ριζικές αλλαγές όμως; Άρχισαν ήδη πρόδρομοι Ευρωπαίοι ηγέτες να προβάλλουν ως αναγκαιότητα την κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας (βέτο) για να μπορεί να παίρνει, πλειοψηφικά, αποφάσεις γρήγορα η Ευρωπαϊκή Ένωση και να αντιδρά αποτελεσματικά στις εξελίξεις. Τι θα σήμαινε όμως αυτό για την εθνική κυριαρχία των χωρών-μελών και τη δυνατότητα ιδίως των μικρών χωρών να προασπίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα; Τι θα σήμαινε επίσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Υπό τη σημερινή συγκυρία και τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα έμενε χώρος στην Ευρώπη να διατηρήσει οποιοδήποτε στόχο για ανάδειξή της σε ανεξάρτητο, αυτόνομο πόλο ή θα προσδενόταν οριστικά στην Αμερικανική ηγεμονία ως πολιτικά υποτελής γεωστρατηγικός χώρος;
Η κατάσταση αυτή επηρεάζει, προφανώς, άμεσα την Ελλάδα, που καλείται, πρώτ’ απ’ όλα, να υπερασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα στον εθνικό της χώρο και να αντιμετωπίσει την Τουρκική απειλή. Τα νέα από τις ΗΠΑ, μετά την πρόταση του Αμερικανού Προέδρου στο Κογκρέσο υπέρ της εγκρίσεως του εκσυγχρονισμού των Τουρκικών F-16 σε επίπεδο Viper, είναι προμήνυμα αλλαγών στην Αμερικανική πολιτική, που μπορούν να εκδηλωθούν και στο θέμα της λεγόμενης Τουρκικής «συμμετοχής» στους πόρους ουσιαστικά της Ελληνικής ΑΟΖ, αλλά και στο Κυπριακό.
Η Ελλάδα καλείται επίσης να διαμορφώσει σαφή άποψη και στρατηγική για την Ευρώπη. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σπεύσει να συνταχθεί με ιδέες, όπως η κατάργηση του βέτο, που φαλκιδεύει την εθνική κυριαρχία και προάγει ένα Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, των μεγάλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ