Ο πληθωρισμός και εμείς – Του Ν. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Η αύξηση της παραγωγής, η ανεργία, ο μισθός και ο πληθωρισμός είναι μεγέθη που προσδιορίζουν την οικονομική ζωή όλων μας. Ο πληθωρισμός, που θα μας απασχολήσει σήμερα, προσομοιάζει με την επιτάχυνση ενός αυτοκινήτου σε σχέση με ένα επιτρεπόμενο μέσο επίπεδο, κάποια προκαθορισμένη περίοδο.
Η ταχύτητα, όπως αντίστοιχα οι τιμές, αυξάνεται ή μειώνεται αφού ο οδηγός έχει εξετάσει το περιβάλλον, την ποιότητα του αυτοκινήτου του και του δρόμου, τη συμπεριφορά των άλλων οδηγών στον δρόμο και τις ικανότητές του και αντιδρά, πατώντας ή όχι φρένο, ανάλογα. Όπως ο οδηγός, έτσι και οι παραγωγοί αυξάνουν ή μειώνουν τις τιμές αντίστοιχα με τις μεταβολές του κόστους, της ζήτησης και της διαπραγματευτικής τους ικανότητας.
Όταν αυξάνεται το κόστος ή η ζήτηση και τα αποθέματα δεν επαρκούν οι παραγωγοί έχουν ως προτεραιότητα την αύξηση των τιμών. Όταν οι καταναλωτές έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα ή μπορούν να δανειστούν προεξοφλώντας μελλοντικά εισοδήματα, και πάλι έχουμε αύξηση των τιμών. Όταν και οι δύο, παραγωγοί και καταναλωτές, αισθάνονται ότι μία περίοδος μακρόχρονης στασιμότητας και στέρησης έχει περάσει, και πάλι ξοδεύουν περισσότερα. Όταν, τέλος, μειώνεται η ανεργία και αυξάνονται οι ονομαστικοί μισθοί, και πάλι η ζήτηση και ο πληθωρισμός αυξάνεται. Όλα αυτά μέχρι η παραγωγή να μπορέσει να εξυπηρετήσει την αυξημένη ονομαστική ζήτηση. Μέχρι η υποκατάσταση και οι μεταβολή των σχετικών τιμών να αναδιαρθρώσουν τη ζήτηση.
Πώς όμως αντιδρούμε όταν, για παράδειγμα, διαβάζουμε στο ταχύμετρο τις αυξομειώσεις της ταχύτητας σε σύγκριση με την επιτάχυνση των άλλων αυτοκινήτων; Ας υποθέσουμε ότι οδηγούμε ένα αυτοκίνητο που το ταχύμετρο δείχνει επιτάχυνση 10% και ας εξετάσουμε τη συμπεριφορά του οδηγού. Αν οδηγούμε μαζί με οδηγούς σε πίστα της Φόρμουλα 1, δηλαδή με καλύτερα αυτοκίνητα και καλύτερους οδηγούς, θα διαβάζουμε μεγάλη συγκριτική απόκλιση στην επιτάχυνση και θα συγκρατηθούμε. Το κόστος και ο κίνδυνος είναι τεράστιος. Ή θα βάλουμε σε κίνδυνο τη ζωή όλων των οδηγών ή θα αποχωρήσουμε και θα αρχίσουμε να οδηγούμε σε δρόμους ανάλογα με τα μέτρα μας. Αντίθετα, αν η διαδρομή γεμίσει με οδηγούς σαν κι εμάς, όλοι μαζί θα μειώσουμε την ταχύτητα, γιατί θα υπάρχει κίνδυνος να μην τελειώσουμε τον αγώνα. Κατ’ αναλογία, όταν ο πληθωρισμός στιγμιαία είναι μεγάλος, το περιβάλλον και η συμπεριφορά των υπολοίπων, ανταγωνιστών και καταναλωτών, σταδιακά μειώνει τη ζήτηση και αυξάνει την προσφορά, ώστε να μειωθεί η επιτάχυνση των τιμών.
Στη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973 – 1975 για παράδειγμα, η τιμή της βενζίνης επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα μέσα σε 14 μήνες. Κάτι αντίστοιχο είχαμε και με την κρίση στη χώρα το 1992. Σε αντίθεση με την ύφεση, ο πληθωρισμός δεν έχει διάρκεια. Έχει εκρήξεις και διορθώνεται, αρκεί να ακολουθήσεις την ενδεδειγμένη πολιτική.
Τα τελευταία δεδομένα μάς ενημερώνουν ότι σε δωδεκάμηνη βάση ο πληθωρισμός αυξήθηκε στη χώρα κατά 10,2%. Απλώς, μέσα στους 12 τελευταίους μήνες, για ένα σταθερό καταναλωτικό καλάθι –χωρίς δηλαδή μεταβολή του λόγω υποκατάστασης των αγαθών ή ενσυνείδητης συγκράτησης της μέσης καταναλωτικής δαπάνης– απαιτείται δαπάνη μεγαλύτερη κατά 10,2%. Πώς δικαιολογείται η εξέλιξη;
Σημειώνουμε ότι τους προηγούμενους 12 μήνες οι τιμές έπεφταν (αρνητικός πληθωρισμός) το πρώτο τετράμηνο, ενώ το δεύτερο και ιδιαίτερα το τρίτο οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν. Άρα, το 10,2% προκύπτει από την αντικατάσταση ενός αρνητικού με ένα έντονα θετικό τετράμηνο. Η απλή αριθμητική μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο τέλος της χρονιάς θα έχουμε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Ποιο όμως;
Ας εξετάσουμε τι επέδρασε ώστε σήμερα να προβλέπουμε ένα αρκετά υψηλότερο από τα συνηθισμένα μεγέθη του παρελθόντος; Τι, κατά τη γνώμη μας, επηρεάζει τον υψηλό πληθωρισμό σήμερα και γιατί εκτιμάται ότι στο τέλος της χρονιάς ο πληθωρισμός θα προσδιοριστεί σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα από τα δεδομένα της μετά κρίσης περιόδου (5% – 5,5%).
1.Ένα πρώτο στοιχείο είναι η επίπτωση του πολέμου στην αστάθεια και την κερδοσκοπία των ενεργειακών αγορών. Η ενεργειακή ανασφάλεια, η μεγάλη εξάρτηση από τα ρωσικά δίκτυα και η ακαμψία των ανταγωνιστών της να παρέμβουν με αύξηση της παραγωγής επηρέασε τον κύκλο της ενέργειας.
2.Ένα δεύτερο είναι η απότομη αλλαγή στο παραγωγικό αποτύπωμα της χώρας. Από ύφεση 9,2% το 2020 σε μεγέθυνση 8% το 2021 και εκτιμώμενη μεγέθυνση 4,5% για το 2022. Όταν η συνολική ζήτηση παρουσιάζει αυτήν τη μεγάλη διακύμανση, αναπόφευκτα η προσφορά θα αντιδράσει πρωτογενώς με αύξηση των τιμών. Τα περιθώρια για αύξηση της παραγωγής είναι περιορισμένα.
3.Η προσδοκώμενη αύξηση της συνολικής ζήτησης από την προσαρμογή του τουριστικού ρεύματος στα επίπεδα του 2019 –ίσως και σε υψηλότερα σε μέση κατανάλωση– είναι μια σημαντική εξωγενής παράμετρος. Μεγάλο βιομηχανικό προϊόν της χώρας συνδέεται με τη βιομηχανία τροφίμων. Με την απότομη αύξηση της ζήτησης τους μήνες του καλοκαιριού είναι δεδομένο ότι ένα τμήμα της θα περάσει στις τιμές του καταναλωτή. Και αν η βιομηχανική παραγωγή έχει δυνατότητες αυξομείωσης, η αγροτική δεν έχει. Εκτός κι αν κλείσουμε τα σύνορα στον τουρισμό και στη ζήτηση αγροτικών προϊόντων. Ας μην αναμένουμε λοιπόν σημαντική συγκράτηση του πληθωρισμού το δεύτερο τετράμηνο.
4.Τους τελευταίους έξι μήνες όλο και πιο εντονότερα αρχίζουμε να παρατηρούμε τις επιπτώσεις της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στο ύψος των τιμών. Δεν απέχει πολύ η περίοδος που η φοροαποφυγή, ιδιαίτερα στον προσδιορισμό των τιμών των τελικών προϊόντων, δεν ενοχλούνταν από την επίσημη φορολογική αρχή. Από τις αρχές του χρόνου όμως και ιδιαίτερα με το mydata η ηλεκτρονική καταγραφή των έμμεσων φόρων συμβάλλει στην αντικειμενικοποίηση των συναλλαγών αλλά και στην τεχνική αύξηση των τιμών. Η ενσωμάτωση του ΦΠΑ στις τελικές τιμές σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα του καταναλωτικού καλαθιού, όπως για παράδειγμα οι υπηρεσίες, περνάει άμεσα στις μετρήσεις του πληθωρισμού.
5.Τελευταίο, αλλά μη αμελητέο, το αποτέλεσμα της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης της οικονομίας. Όσο περισσότερο οι αγορές, και βεβαίως η προσφορά, είναι συγκεντρωμένες τόσο ευκολότερα οι μεταβολές στο κόστος παραγωγής ή στη ζήτηση οδηγούν σε αύξηση των τιμών από τους παραγωγούς. Σε περιόδους πληθωρισμού το εμπόριο χάνει τη διαπραγματευτική του ισχύ και αποδέχεται ευκολότερα να περάσει στους πελάτες του (καταναλωτές) αυξήσεις στις τελικές τιμές που του επιβάλλουν οι παραγωγοί.
Τι όπλα διαθέτουν οι καταναλωτές-εργαζόμενοι σήμερα; Κατ’ αρχάς, ορθολογική αναδιάταξη των καταναλωτικών τους προτύπων. Στη συνέχεια, αύξηση των εισοδημάτων τους, με ενεργότερη διαπραγμάτευση και συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία. Και, τέλος, για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, διεκδίκηση ευφυών και στοχευμένων αντισταθμιστικών κοινωνικών παροχών από το κράτος.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ