Παγίδα ο διάλογος με την Τουρκία, με δόλωμα την αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων

Παγίδα ο διάλογος με την Τουρκία, με δόλωμα την αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων

-Τι πρέπει να εξασφαλίσει ο Μητσοτάκης από την Ουάσινγκτον ώστε να μη μας θεωρούν δεδομένους

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στο δικό του «τερέν» θέλει να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Ταγίπ Ερντογάν, θεωρώντας ότι αργά η γρήγορα οι Αμερικανοί, παρά τη σημερινή επαμφοτερίζουσα στάση, θα υποχρεωθούν να ζητήσουν με επιτακτικό τρόπο τον διάλογο μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας για την επίλυση των «διαφορών» τους, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το κοινό συμφέρον της Συμμαχίας.

Η αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η οποία άρχισε από την προηγούμενη κυβέρνηση και συνεχίστηκε με μεγαλύτερο φανατισμό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα είναι άδειο πουκάμισο εάν δεν οδηγεί και δεν εξασφαλίζει συγκεκριμένες εγγυήσεις ασφάλειας για την Ελλάδα έναντι της μοναδικής απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα μας, της Τουρκίας. Και αυτό είναι που θα κρίνει την επιτυχία ή όχι της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον αλλά και την ουσία της νέας ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης.

Το μπαράζ των παραβιάσεων και υπερπτήσεων από τουρκικά μαχητικά δεν έγινε τυχαία. Η Τουρκία ήθελε να στείλει το ξεκάθαρο μήνυμα ότι ακόμη κι αν ο κ. Μητσοτάκης και οι συν αυτώ πίστεψαν ότι αρκούσε το γεύμα στον Βόσπορο για να υπάρξει μορατόριουμ στο Αιγαίο, δεν έχει υπάρξει ούτε στο ελάχιστο υποχώρηση από τις πάγιες και γνωστές διεκδικήσεις της έναντι της χώρας μας. Διαμηνύ­ουν δε ότι η αναστολή κάποιων παράνομων δραστηριοτήτων δεν γίνεται από καλή διάθεση και για να δρομολογηθεί βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών αλλά για λόγους που αφορούν την ίδια την Τουρκία, η οποία είτε θέλει να δείξει καλή εικόνα στους συμμάχους είτε δεν θέλει να έχει ανοικτό διαρκώς ένα μέτωπο στα δυτικά της σύνορα, αλλά να είναι αυτή που θα κρατά στα χέρια της τη βαλβίδα της έντασης.

Η Άγκυρα δεν βλέπει με καλό μάτι τις προσπάθειες της Ελλάδας να αναβαθμίσει τον ρόλο της, κυρίως με την Αλεξανδρούπολη, τόσο στον ενεργειακό τομέα όσο και στον στρατιωτικό. Η Αλεξανδρούπολη πρακτικά αποτελεί την οδό παράκαμψης των Στενών, τα οποία έτσι κι αλλιώς έχουν καταστεί προβληματικός δίαυλος για το δυτικό στρατόπεδο, καθώς η Τουρκία –δήθεν πιστή στην εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Μοντρέ– απαγόρευσε τη διέλευση ρωσικών πολεμικών (όσων δεν ανήκουν στον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας) αλλά συγχρόνως απαγορεύει τη διέλευση και σε νατοϊκά σκάφη, που θα ενίσχυαν με την παρουσία τους το αίσθημα ασφάλειας για τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία αλλά και τη Γεωργία.

Έτσι, η Αλεξανδρούπολη αποδεικνύεται κομβικός παράγοντας στη συνολική στρατηγική των ΗΠΑ έ­ναντι της Ρωσίας και είναι σαφές πλέον ότι η εμμονή του απερχόμενου αμερικανού πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στην Ελλάδα, για αναβάθμιση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης ήταν ενταγμένη σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό των Αμερικανών, τον οποίο φυσικά και δεν γνώριζε κανείς, ούτε μπορούσε να προβλέψει κανείς ότι η αντιπαράθεση Ουκρανίας – Ρωσίας θα εξωθούνταν σε αυτόν τον πρωτοφανή και καταστροφικό πόλεμο.

Η Τουρκία παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις αυτές, που κάθε άλλο παρά την αφήνουν αδιάφορες. Και με κινήσεις και πρωτοβουλίες που παίρνει θέλει να υπονομεύσει ακριβώς αυτήν τη διαδικασία και να μετατρέψει σε παγίδα για την Ελλάδα αυτήν την αναβάθμισή της. Διότι η Άγκυρα ελπίζει ότι και οι Αμερικανοί, προκειμένου να αναθέσουν στην Ελλάδα αυτόν τον ρόλο, θα απαιτήσουν τελικά από την ελληνική κυβέρνηση να κάνει πίσω σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, που προκαλούν τις εντάσεις με την Τουρκία.

Θεωρούν μάλιστα ότι το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων που πιθανολογείται ότι θα κάνει ο κ. Μητσοτάκης στην Ουάσινγκτον σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά θα καταλήξουν τελικά μπούμερανγκ, με τον Προέδρο Μπάιντεν να ζητά εδώ και τώρα διάλογο, ο οποίος εκ των πραγμάτων θα γίνει με τους όρους της Τουρκίας. Και η Αθήνα δεν θα πρέπει καθόλου να υποτιμά την επιμονή με την οποία η Τουρκία προτείνει την υποτιθέμενη περιφερειακή διάσκεψη των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου για τον διαμοιρασμό του πλούτου της περιοχής.

Αυτή η πρόταση, που ακούγεται «λογική» στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, παρακάμπτει δύο βασικά ζητήματα: Το ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι επίσης η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις διεθνείς συμφωνίες οριοθέτησης που έχει υπογράψει η Κύπρος με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, ούτε εκείνη της Ελλάδας με την Αίγυπτο. Αντιθέτως, θέλει η συζήτηση σε μια τέτοια διάσκεψη είτε να γίνει από μηδενική βάση είτε να αφορά την υπόλοιπη περιοχή που είναι εκτός οριοθετήσεων, ελπίζοντας ότι έτσι θα πάρει το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού και θα αποκτήσει έτσι θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο. (Σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία πιθανόν να εμφανισθεί και… γενναιόδωρη, προτείνοντας να παγώσουν ταυτόχρονα το τουρκολιβυκό μνημόνιο και η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ή να υπάρξει κάποιου είδους συνεκμετάλλευση ακόμη και για την περιοχή αλληλοεπικάλυψής τους.)

Σε ό,τι αφορά τα νησιά του Αιγαίου, είναι γνωστό ότι οι Αμερικανοί αποδέχονταν τουλάχιστον σε επίσημα έγγραφά τους μέχρι και πριν από μερικά χρόνια τις αιτιάσεις της Άγκυρας για το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης. Όμως τα τελευταία χρόνια είχαν υπάρξει ρωγμές σε αυτήν τη θέση (τις οποίες πρέπει να σπεύσει να εκμεταλλευθεί η Αθήνα), καθώς και αμερικανικά πολεμικά έχουν ελλιμενισθεί σε νησιά του Αιγαίου, παρά τις κατά περιόδους διαμαρτυρίες της Τουρκίας, αλλά και πτήσεις πάνω από νησιά που η Τουρκία θεωρεί αποστρατιωτικοποιημένα έχουν γίνει από αμερικανικά αεροσκάφη.

Ο έλληνας πρωθυπουργός θα πρέπει να εξηγήσει με πειστικό τρόπο στον Πρόεδρο Μπάιντεν και σε όλους τους συνομιλητές του ότι με αφοπλισμένα τα ελληνικά νησιά δεν διασφαλίζεται η άμυνα και η ασφάλεια στο Αιγαίο, μια θαλάσσια δίοδο απ’ όπου διέρχονται τα ρωσικά πολεμικά από και προς τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και για άσκηση πίεσης στις αμερικανικές και νατοϊκές κινήσεις στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Αλεξανδρούπολη.

Και επίσης θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν μπορεί η Ουάσινγκτον να εμφανίζεται ότι αποδέχεται και νομιμοποιεί την απαίτηση Ερντογάν για αφοπλισμό νησιών και φινλανδοποίηση του Αιγαίου, όταν όλη η Δύση αντιστέκεται στον Πούτιν, που απαιτεί ακριβώς το ίδιο από την Ουκρανία… Ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να εξηγήσει την ελληνική θέση και να αποσπάσει μια, έστω και συμβολική, δήλωση στο ζήτημα αυτό.

Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα είναι και το ζήτημα της έγκρισης πώλησης των F-16 στην Τουρκία, το οποίο φαίνεται πως θέλουν να προχωρήσουν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και ο Λευκός Οίκος, αντιμετωπίζοντας όμως την αντίσταση του Κογκρέσου. Με δεδομένο ότι τα τουρκικά F-16 δραστηριοποιούνται κυρίως για τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και παράνομες υπερπτήσεις των νησιών αλλά και σε επιθετικές ενέργειες στη Συρία και στο Ιράκ και συχνά εναντίον των κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ στη Συρία, θα πρέπει οι ΗΠΑ να λάβουν σοβαρά υπόψη τους αυτά τα δεδομένα προτού λάβουν τις αποφάσεις τους.

Και τελικά το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι να εξασφαλίσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα σε θέματα επενδύσεων και ασφαλείας, προκειμένου να μην είναι μονόπλευρη η ελληνοαμερικανική σχέση, την οποία όλοι εκθειάζουν.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: el.gr


Σχολιάστε εδώ