Συνεχείς προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας – Του Κώστα Μελά

Συνεχείς προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας – Του Κώστα Μελά


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Αν υπάρχει μια λέξη για να χαρακτηρίσει την παγκόσμια οικονομία την περίοδο που διανύουμε, δεν είναι άλλη από την αβεβαιότητα. Μεγάλη αβεβαιότητα επικρατεί σε ένα ναρκοθετημένο τοπίο, καθιστώντας οποιαδήποτε πρόβλεψη για τις μελλοντικές εξελίξεις παρακινδυνευμένη και επισφαλή.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική οικονομία έχει και δικές της προκλήσεις. Η άμεση ορατότητα για τις εξελίξεις που την αφορούν μπορεί να φθάσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Έτσι, για το 2022 οι εκτιμήσεις για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, όπως αυτά καταγράφονται –σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα υπάρχουσες πληροφορίες– στο νέο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, 2023 – 2026, που κατατίθεται στην ΕΕ στο τέλος της εβδομάδας, είναι οι ακόλουθες: επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 3,5%, μέσος ρυθμός πληθωρισμού γύρω στο 5% – 3,3%, πρωτογενές έλλειμμα πάνω από το 2%, μείωση του λόγου ΔΧ / ΑΕΠ γύρω στο 182%, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών περίπου στο 5,5% του ΑΕΠ.

Ίσως ο καθοριστικός παράγοντας της φετινής χρονιάς να είναι ο πληθωρισμός, με τις προβλέψεις για το μέγεθός του να είναι από τις πλέον επισφαλείς. Πιθανότατα και το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου θα υπάρξει άνοδος του ρυθμού πληθωρισμού, που μπορεί να αγγίξει και διψήφιο νούμερο.

Η πρόβλεψη για αποκλιμάκωση στην περιοχή του 5% – 5,5% σε μέσο επίπεδο εδράζεται στο σκεπτικό ότι από το καλοκαίρι και μετά ο ρυθμός πληθωρισμού δεν μπορεί να συνεχίσει να αυξάνει με τον ίδιο τρόπο διότι πρωτίστως οι τιμές της ενέργειας έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικότατα και δύσκολα θα συνεχίσουν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό. Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν περισσότερο προβλέψεις οι οποίες βασίζονται σε ορισμένες προϋποθέσεις που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα ισχύσουν. Μάλιστα, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν κατά 50% το 2022, κάτι που σκοτεινιάζει πολύ το τοπίο.

Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα επηρεασθούν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, ο τουρισμός και η πρωτογενής παραγωγή, με βασικά δεδομένα να αλλάζουν. Πτυχές της παγκοσμιοποίησης αναστρέφονται, δημιουργώντας εντελώς νέα δεδομένα για τις οικονομίες των κρατών.

Ήδη πολλά κράτη αρχίζουν να δίνουν βάρος στην εκμετάλλευση των εγχώριων δυνατοτήτων τους, που τις είχαν εγκαταλείψει ή τις χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικές λόγω της παγκοσμιοποιητικής λογικής που επικρατούσε και της αντίληψης που τη συνόδευε ότι όλα μπορούν να εισαχθούν από το εξωτερικό. Ειδικά στα ζητήματα της ενέργειας και των τροφίμων οι ενδείξεις είναι όλο και πιο ασφαλείς.

Υπάρχουν, όμως, και άλλα δεδομένα που προκαλούν έντονο προβληματισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αναφέρω τα ακόλουθα:

Το πρώτο είναι η επιστροφή σε βαθιά δίδυμα ελλείμματα κατά την πανδημία (δημοσιονομικό έλλειμμα και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών). Δεν είναι τυχαίο το ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση του Διοικητή για το 2021, Πλαίσιο IV.5, σ. 155-160) δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα αυτό. Για μια οικονομία με συστηματικό έλλειμμα θεσμικής λειτουργίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, με επί μακρόν υστέρηση σε παραγωγικές επενδύσεις και εξαγωγές υψηλής καινοτομίας, η πρόκληση είναι τεράστια. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια νέα κρίση ενώ πρέπει να ξεπεράσει πληγές από τις προηγούμενες κρίσεις.

Το δεύτερο είναι το μεγάλο συνολικό ιδιωτικό χρέος, που έχει ήδη ξεπεράσει τα 250 δισ. ευρώ – χωρίς, μάλιστα, στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται οι οφειλές μεταξύ ιδιωτών αλλά και οι απλήρωτοι λογαριασμοί σε εταιρείες. Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργήσει νέα έκρηξη απλήρωτων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και τις τράπεζες.

Ήδη, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ): Τα νέα χρέη προς τις φορολογικές αρχές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα εντός του διμήνου Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2022 ανήλθαν σε 2,641 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 2,536 δισ. ευρώ ήταν απλήρωτοι φόροι και τα υπόλοιπα 105 εκατ. ευρώ μη φορολογικές οφειλές.

Παράλληλα, και οι ελληνικές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις, όπως ενδεικτικά τα νέα ΜΕΔ που θα προκύψουν από την πανδημία με τη σταδιακή επάνοδο στην κανονικότητα και την αναμενόμενη απόσυρση των μέτρων στήριξης (εποπτικών, δημοσιονομικών κ.λπ.), όπως σημειώνει η ΤτΕ στην προαναφερόμενη έκθεση (σ. 250).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού βρίσκει νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε μια περίοδο που καλούνται να διαχειριστούν το πολύ υψηλό κόστος ενέργειας, τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις της πανδημίας, τα ρυθμισμένα χρέη προς τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης οφειλών και φυσικά τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις, οι οποίες από το επόμενο δίμηνο θα αρχίσουν να μεγαλώνουν: Μάιο ξεκινάει ο ΕΝΦΙΑ, Ιούνιο οι δόσεις των επιστρεπτέων προκαταβολών και Ιούλιο ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος αναμένεται να είναι αυξημένος σε σχέση με πέρυσι λόγω αύξησης των δηλωθέντων εισοδημάτων.

Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς, με την πίεση των πολύ αυξημένων τιμών, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν και με ποιες προτεραιότητες όλες αυτές τις υποχρεώσεις. Δύσκολη εξίσωση για να λυθεί.

Σε αυτό το πρωτόγνωρο οικονομικό πεδίο ελλοχεύει ο κίνδυνος, από τη μια, του εφησυχασμού και, από την άλλη, του ακραίου φόβου. Η ταλάντωση μεταξύ των δύο αυτών σημείων αυξάνει τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ