Οι δημοσκοπήσεις έκριναν τον κατώτατο μισθό

Οι δημοσκοπήσεις έκριναν τον κατώτατο μισθό

• Τρέχουν από την κυβέρνηση να σβήσουν τη φωτιά που καίει στην κοινωνία

Με το βλέμμα στραμμένο στις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση, διά στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, ανακοίνωσε την αύξηση (δεύτερη μέσα στο 2022) στον κατώτατο μισθό, ύψους 7,5%, που θα ισχύσει από την 1η Μαΐου.

Με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες και χωρίς να προηγηθεί συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός.

Ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης είχε προϊδεάσει ότι τα κριτήρια όσον αφορά το ύψος της αύξησης δεν θα ήταν αποκλειστικά οικονομικά και πως η απόφαση θα είχε και… πολιτικές προεκτάσεις. Το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας που σαρώνει τη χώρα έχει καταστήσει ιδιαίτερα δυσχερή την καθημερινότητα για την πλειονότητα των πολιτών.

Αυτό έχει ως συνέπεια να εντείνεται το κλίμα δυσφορίας και αγανάκτησης, κάτι που αποτυπώνεται στις έρευνες, οι οποίες καταγράφουν τη σημαντική φθορά της κυβέρνησης και την απομείωση της εκλογικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας. Γεγονός που ανάγκασε τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη να γίνει πιο… γενναιόδωρος!

Έτσι, ενώ οι αρχικές σκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν η αύξηση να κινηθεί μεταξύ 6% και 7%, έφτασε στο 7,5%, που σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός από 663 που είναι σήμερα θα φτάσει τα 713 ευρώ. Το ποσοστό απέχει πολύ από το 13% που είχε ζητήσει η ΓΣΕΕ προκειμένου να καλυφθεί μέρος μόνο των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι όχι μόνο λόγω της ακρίβειας, αλλά κατά την τελευταία τουλάχιστον τριετία.

Στην εντελώς αντίπερα όχθη κινήθηκαν, όπως είναι φυσικό, οι εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ κ.ά.), που είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση η αύξηση να μην υπερβεί το 4%. Καθώς, όπως τόνιζαν, οι επιχειρήσεις της χώρας έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα αρχικά από την πανδημία και τώρα από την ακρίβεια και δεν θα αντέξουν το κόστος μιας μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού.

Ακόμη πιο χαμηλά έβαζε τον πήχη η Τράπεζα της Ελλάδας, η διοίκηση της οποίας, με το επιχείρημα της παγκόσμιας αβεβαιότητας και της επιδείνωσης βασικών οικονομικών δεικτών (πληθωρισμός) στη χώρα μας, έχει εισηγηθεί η αύξηση να κινηθεί μεταξύ 2,7% και 3,4%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει μεγάλο αριθμό επιδομάτων (πάνω από 20), που είναι σε άμεση σύνδεση με το ύψος του κατώτατου μισθού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το επίδομα ανεργίας από 407 ευρώ θα ανέβει στα 438 ευρώ.

Ακόμη, η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα επηρεάσει τους μισθούς σε όλες τις βαθμίδες ανά τριετία. Πλειοδοσία Με το βλέμμα στραμμένο στις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση, διά στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, ανακοίνωσε την αύξηση (δεύτερη μέσα στο 2022) στον κατώτατο μισθό, ύψους 7,5%, που θα ισχύσει από την 1η Μαΐου. Με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες και χωρίς να προηγηθεί συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης είχε προϊδεάσει ότι τα κριτήρια όσον αφορά το ύψος της αύξησης δεν θα ήταν αποκλειστικά οικονομικά και πως η απόφαση θα είχε και… πολιτικές προεκτάσεις.

Το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας που σαρώνει τη χώρα έχει καταστήσει ιδιαίτερα δυσχερή την καθημερινότητα για την πλειονότητα των πολιτών. Αυτό έχει ως συνέπεια να εντείνεται το κλίμα δυσφορίας και αγανάκτησης, κάτι που αποτυπώνεται στις έρευνες, οι οποίες καταγράφουν τη σημαντική φθορά της κυβέρνησης και την απομείωση της εκλογικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας. Γεγονός που ανάγκασε τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη να γίνει πιο… γενναιόδωρος!

Έτσι, ενώ οι αρχικές σκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν η αύξηση να κινηθεί μεταξύ 6% και 7%, έφτασε στο 7,5%, που σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός από 663 που είναι σήμερα θα φτάσει τα 713 ευρώ. Το ποσοστό απέχει πολύ από το 13% που είχε ζητήσει η ΓΣΕΕ προκειμένου να καλυφθεί μέρος μόνο των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι όχι μόνο λόγω της ακρίβειας, αλλά κατά την τελευταία τουλάχιστον τριετία.

Στην εντελώς αντίπερα όχθη κινήθηκαν, όπως είναι φυσικό, οι εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ κ.ά.), που είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση η αύξηση να μην υπερβεί το 4%. Καθώς, όπως τόνιζαν, οι επιχειρήσεις της χώρας έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα αρχικά από την πανδημία και τώρα από την ακρίβεια και δεν θα αντέξουν το κόστος μιας μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού.

Ακόμη πιο χαμηλά έβαζε τον πήχη η Τράπεζα της Ελλάδας, η διοίκηση της οποίας, με το επιχείρημα της παγκόσμιας αβεβαιότητας και της επιδείνωσης βασικών οικονομικών δεικτών (πληθωρισμός) στη χώρα μας, έχει εισηγηθεί η αύξηση να κινηθεί μεταξύ 2,7% και 3,4%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει μεγάλο αριθμό επιδομάτων (πάνω από 20), που είναι σε άμεση σύνδεση με το ύψος του κατώτατου μισθού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το επίδομα ανεργίας από 407 ευρώ θα ανέβει στα 438 ευρώ. Ακόμη, η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα επηρεάσει τους μισθούς σε όλες τις βαθμίδες ανά τριετία.

Με αρνητικό τρόπο υποδέχθηκαν κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις τις αποφάσεις της κυβέρνησης και κοινός παρανομαστής των διαπιστώσεών τους ήταν ότι η αύξηση που ανακοινώθηκε δεν αρκεί για να καλύψει τις απώλειες που είχαν οι εργαζόμενοι και να κλείσει τις τρύπες που έχει ανοίξει το κύμα της ακρίβειας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι ως κυβέρνηση θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 800 ευρώ, το ΚΚΕ ζήτησε να πάει στα 825 ευρώ, ενώ το Κίνημα Αλλαγής στα 751 και στη συνέχεια να είναι ελεύθερες οι συλλογικές συμβάσεις. «Πολύ λίγο, πολύ αργά», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο της ΓΣΕΕ.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ