Η μάχη του Ντονμπάς και η διεθνοποίηση του πολέμου στην Ουκρανία
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Άρχισε ήδη η αναμενόμενη από καιρό Ρωσική επίθεση στο Ντονμπάς, στην Ανατολική Ουκρανία. Η κατάληψη των δύο επαρχιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στα διοικητικά τους όρια, τίθεται από τη Ρωσική πλευρά ως ένας από τους βασικούς αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας της στην Ουκρανία. Εάν η Ρωσική πλευρά κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους της, θα θέσει τις βάσεις για μια ντε φάκτο «λύση», βασισμένη σε εδαφικό διαχωρισμό.
Η αναδίπλωση από την περιοχή του Κιέβου και η συγκέντρωση των προσπαθειών στο Ντονμπάς παρέχει επιχειρησιακά πλεονεκτήματα στη Ρωσική πλευρά. Η Αμερικανική όμως πλευρά, που ηγείται του συνασπισμού των συμμάχων του καθεστώτος Ζελένσκι, κινείται δραστήρια για την αποστολή βοήθειας που να είναι ικανή να ματαιώσει τα Ρωσικά σχέδια και να οδηγήσει σε αδιέξοδο τη Ρωσική επίθεση. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται ακόμη ένα βήμα στη διεθνοποίηση του πολέμου, με τη σχεδιαζόμενη αποστολή στην Ουκρανία βαρέων όπλων, όχι μόνο από τις ΗΠΑ, την πάντα προτρέχουσα Μεγάλη Βρετανία και τους άλλους Ευρωπαίους συμμάχους, αλλά ακόμη και από τη μακρινή Ιαπωνία.
Το καθεστώς Ζελένσκι ζητά επειγόντως την αποστολή αρμάτων μάχης και άλλων τεθωρακισμένων, συγχρόνων αντιαεροπορικών μέσων, συστημάτων αντι-πυροβολικού, ραντάρ, συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, επικοινωνιών και κάθε είδους πυραυλικών συστημάτων. Η Πολωνία, που πρωτοστατεί σε ζήλο αλληλεγγύης με την Ουκρανία από την αρχή του πολέμου, έστειλε ήδη 100 άρματα μάχης παλαιάς Σοβιετικής τεχνολογίας. Η Γερμανία, παρά τους υπάρχοντες δισταγμούς στην πολιτική τάξη της χώρας, θα στείλει τελικά στην Ουκρανία 50 άρματα τύπου Λέοπαρντ Ι. Η κίνηση αυτή της Γερμανίας έχει μεγάλη συμβολική σημασία.
Σηματοδοτεί τον δρόμο που έχει διανυθεί στην αντιστροφή μιας πολιτικής καλών σχέσεων και συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, που ακολουθεί τη συγκατάθεση της Σοβιετικής Ενώσεως του Γκορμπατσόφ στην επανένωση της Γερμανίας. Η νέα περίοδος φιλίας και συνεργασίας, που εκφράσθηκε με τη στρατηγική κυρίως συνεργασία στον τομέα της ενέργειας, τελειώνει άδοξα, με την αναστολή, σε πρώτη φάση, του αγωγού φυσικού αερίου Nordstream II και την επαπειλούμενη πλήρη διακοπή κάθε ενεργειακής προμήθειας από τη Ρωσία, στο πολύ σύντομο μέλλον.
Η ανατροπή και ακύρωση κάθε στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, που είχε ως αιχμή του δόρατος τη Γερμανο-Ρωσική συνεργασία, ήταν ένας από τους στρατηγικούς στόχους των ΗΠΑ. Οι τελευταίες βλέπουν με καχυποψία και εχθρότητα τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, γιατί εκτιμούν ότι αυτό ενισχύει τη Ρωσία και τη γεωπολιτική της επιρροή στην Ευρώπη και προάγει την εξέλιξη της Ευρώπης προς μια πιο αυτόνομη και ανεξάρτητη πολιτική, που μπορεί να υπονομεύσει τη γεωπολιτική διατλαντική σχέση Ευρώπης – ΗΠΑ.
Η αυξημένη διεθνοποίηση του πολέμου και η εμπλοκή χωρών, από τον Καναδά μέχρι την Ιαπωνία και την Αυστραλία μέχρι τη Σουηδία, μεγαλώνει προφανώς τον κίνδυνο μετατροπής του πολέμου σε παγκόσμιο. Το κρίσιμο σημείο παραμένει ο βαθμός άμεσης ξένης εμπλοκής με στρατιωτικό προσωπικό και μέσα. Ως άμεσο αποτέλεσμα της αυξημένης διεθνοποιήσεως, θα είναι η προσπάθεια της Ρωσίας να αποτρέψει και να καταστρέψει την αποστελλόμενη βοήθεια, με διεύρυνση των στοχευμένων πυραυλικών επιθέσεων σε όλο το έδαφος της Ουκρανίας και με αποκοπή, όσο το δυνατόν, του μετώπου του Ντονμπάς από τα μετόπισθεν.
Με τα δεδομένα αυτά, η τραγωδία της Ουκρανίας δεν αναμένεται να τερματισθεί σύντομα, εφόσον θεωρείται αδιανόητο η Ρωσία του Πούτιν να υποχωρήσει από την Ουκρανία χωρίς να έχει επιτύχει τους ελάχιστους στρατηγικούς στόχους που έθεσε. Το αντιφατικό, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι όσο προχωρά και γίνεται πιο βαθιά η σύγκρουση τόσο δυσκολότερη γίνεται και η προοπτική μιας διπλωματικής διευθετήσεως. Η τελευταία, για να έχει στοιχειώδεις προϋποθέσεις επιτυχίας, πρέπει να εκπορευθεί από μια θέληση αποκλιμακώσεως και αναζητήσεως συμβιβασμού από τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις, Ρωσία και ΗΠΑ. Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτό και η Ευρώπη. Η τελευταία όμως, μετά τη διαδοχή εξουσίας στη Γερμανία και τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, ακολούθησε μια πολιτική πλήρους συμπλεύσεως με εκείνη των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες για την Ευρώπη από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι πολύ διαφορετικές.
Θα υπάρξει κάποια Ευρωπαϊκή κίνηση μετά τις Γαλλικές Προεδρικές εκλογές; Ανήμερα του δικού μας Πάσχα θα γίνει γνωστός ο νικητής. Οι δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι αυτός θα είναι ο Μακρόν, γιατί προς αυτόν θα κατευθυνθεί το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων του Μελανσόν. Ο τελευταίος εκτοξεύθηκε από το 7%, που είχε κατά τις προηγούμενες εκλογές, στο 22% περίπου. Το άλμα αυτό εξηγείται από την πολιτική προσελκύσεως των ξένων μεταναστών, που είχε ακολουθήσει, κατά την τελευταία περίοδο, προβάλλοντας μια νέα ιδεολογική εκδοχή της Αριστεράς, που έγινε γνωστή ως Ισλαμο-Αριστερισμός. Η ψήφος αυτών των ξένων μεταναστών θα κατευθυνθεί κατά μεγάλη πλειοψηφία στον Μακρόν.
Ποια πολιτική θα ακολουθήσει η Γαλλία, είτε με τον Μακρόν είτε με τη Λεπέν; Η τελευταία έχει λειάνει κατά πολύ τις θέσεις του κόμματός της για την Ευρώπη. Υποστηρίζει σήμερα την αλλαγή εκ των έσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και αποδέχεται την παραμονή της Γαλλίας στο ευρώ. Είναι όμως πολύ πιο αυστηρή και επιφυλακτική έναντι της Γερμανίας. Υποστηρίζει μια πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ των δύο χωρών, αντιτίθεται στην κατάληψη από τη Γερμανία θέσεως στο Συμβούλιο Ασφαλείας και βλέπει πολύ επιφυλακτικά τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Υποστηρίζει επίσης τη συνεργασία της Ευρώπης με τη Ρωσία, ως απαραίτητο στοιχείο μιας αυτόνομης και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι βέβαιο ότι η Γαλλία θα προσπαθήσει να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο. Τα περιθώρια όμως μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί είναι πολύ περιορισμένα χωρίς τη σύμπραξη της Γερμανίας, η οποία δεν είναι καθόλου πιθανή. Η τρικομματική κυβέρνηση της τελευταίας, με τη συμμετοχή των ιδιαίτερα φιλο-Αμερικανών Πρασίνων, ευθυγραμμίζεται πλήρως με την Αμερικανική πολιτική, παρά το γεγονός ότι είναι η Γερμανία που καλείται να πληρώσει το βαρύτερο τίμημα από τη διακοπή της Ευρω-Ρωσικής συνεργασίας.
Η συνέχιση, η κλιμάκωση και η ενδεχόμενη διεύρυνση του πολέμου στην Ουκρανία είναι κακά νέα για την Ελλάδα και την Κύπρο, γιατί κάθε φορά που εντείνεται η σύγκρουση κορυφής μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ αναβαθμίζεται εκ των πραγμάτων η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ θεωρούν σκόπιμη την προσέγγιση με την Άγκυρα και επιδεικνύουν ανοχή απέναντι στα καιροσκοπικά παιχνίδια της. Το χειρότερο όμως όλων για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι το ενδεχόμενο παροχής ανταλλαγμάτων στην Άγκυρα, σε βάρος των Ελληνικών συμφερόντων, με άλλοθι την «επίλυση» των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων και την αποκατάσταση της συνοχής και της ενότητας του ΝΑΤΟ στη ΝΑ του πτέρυγα.
Οι φόβοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην Αμερικανική πολιτική αυξήθηκαν μετά το πέρασμα από την Ελλάδα και την Κύπρο της περιβόητης Βικτώριας Νούλαντ, υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Είναι γνωστές από την προηγούμενη θητεία της, επί Προέδρου Ομπάμα, οι ιδέες και οι θέσεις που υποστηρίζει τόσο για το Κυπριακό όσο και για το Αιγαίο. Κατά την τελευταία επίσκεψή της συνέστησε τα ίδια που είχε υποστηρίξει και παλιά: «Ισότιμη συμμετοχή» και στο φυσικό αέριο των Τούρκων της Κύπρου και «συμμετοχή» της Τουρκίας στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου.
Παρουσιάζονται από τη Βικτώρια Νούλαντ οι πόροι της Ανατολικής Μεσογείου ως ένα είδος «κοινού» αγαθού, στο οποίο πρέπει να «συμμετάσχει» και η Τουρκία. Δεν υπάρχουν όμως στην Ανατολική Μεσόγειο «κοινοί πόροι», αλλά υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ των διαφόρων χωρών, στις οποίες κατανέμονται οι πόροι της Ανατολικής Μεσογείου, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου. Η προσπάθειά της να παρουσιάσει τους ενεργειακούς πόρους ως δήθεν «κοινούς» ισοδυναμεί με απόπειρα συγκαλύψεως της προτάσεώς της να μοιρασθεί η Ελλάδα και η Κύπρος τους ενεργειακούς πόρους στη δική τους ΑΟΖ με την Τουρκία.
Η απαράδεκτη αυτή Αμερικανική πολιτική, στο μέτρο που ταυτίζεται με τις ιδέες και τις θέσεις Νούλαντ, πρέπει να αποκρουσθεί, χωρίς διφορούμενα ενδοτικής, κατευναστικής πολιτικής, από την Ελληνική κυβέρνηση. Πρέπει επίσης η τελευταία, εν όψει μάλιστα των δεδομένων αυτών, να εγκαταλείψει την πολιτική του άνευ όρων υπερμάχου του ΝΑΤΟ και της αντι-Ρωσικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο όταν είναι γνωστό ότι «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται». Ότι, δηλαδή, μέσα στη σημερινή σύγχυση του πολέμου στην Ουκρανία και όταν η προσοχή είναι στραμμένη αλλού, η Άγκυρα μπορεί να θεωρήσει κατάλληλη τη στιγμή για να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων σε βάρος της Ελληνικής πλευράς.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: dw.com/el