Λαϊκισμός και Πολιτική Οικονομία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Μια περιγραφή της λαϊκιστικής κοινωνικής συμπεριφοράς θέλει αυτή να προσδιορίζεται ως αντι-ελίτ, ως σχετικά αυταρχική και ως ένα κίνημα με έντονα τα στοιχεία στήριξης των γηγενών. Τα συγκεκριμένα τρία χαρακτηριστικά διαπερνούν όλα τα λαϊκιστικά κινήματα, με δεδομένη την ασάφεια στον βαθμό στήριξης ενός εκάστου.
Παράλληλα, το τέλος της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης, σε συνάρτηση με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, φαινόμενο που προέκυψε με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δημιούργησε το γνωστό «μέρισμα της ειρήνης» και τους νέους κοινωνικά «κερδισμένους» και «χαμένους». Κλασικό παράδειγμα οι «εντός» και οι «εκτός» της κάθε εξουσίας (βλέπε κυβερνητική, κομματική, επιχειρηματική, επιστημονική κ.ά.).
Παρατηρώντας τις εξελίξεις των τελευταίων 70 ετών, είναι σκόπιμο να αναγνωρίσουμε ότι κατά τη διαδικασία αυτή οι συνθήκες, κυρίως η ανεμπόδιστη οικονομική ανάπτυξη, επέτρεψε στους κερδισμένους να υποεκτιμήσουν τις διαχρονικές απώλειες των χαμένων. Μια απλή εξήγηση θα ήταν να δεχθούμε ότι πλέον οι κοινωνικές ομάδες που τους εκπροσωπούσαν δεν ήταν σαφώς διακριτές (π.χ., καπιταλιστές ή εργατική τάξη). Ταυτόχρονα, το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί και οι κοινωνικές ελίτ προστάτευαν τα οικονομικά οφέλη των νικητών, αποφεύγοντας να θέσουν στη λαϊκή κρίση τη δυσθυμία των εκάστοτε χαμένων. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά επέτρεψε να ανθήσουν λαϊκιστικά κινήματα, που εναπόθεσαν με ασάφεια στους «άλλους» την κακοδαιμονία και την ατυχία συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Σε αντίθεση λοιπόν με το παρελθόν, όπου η αντιπαλότητα ήταν ξεκάθαρη, τα λαϊκιστικά κινήματα πάτησαν πάνω στην ασάφεια. Η μεθοδολογία τους απλή. Υποσχέθηκαν απλές και όχι σύνθετες λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα και στηρίχθηκαν σε μελλοντικά μερίσματα, ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο μιας άμεσης, συστημικής κοινωνικής απογοήτευσης.
Η παγκοσμιοποίηση μεγάλωσε υπέρμετρα το χάσμα που χώριζε τις δύο νέες κοινωνικές ομάδες. Προσφέροντας αμοιβαιότητα και όχι αντιπαλότητα στην αλληλεξάρτηση, έκανε την ειρήνη, όπως είχε προσδιοριστεί μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδόν δεδομένη. Το διεθνές εμπόριο και η ανάπτυξη των μεταφορών και των logistics, σε συνάρτηση με τις πολιτικές αλλαγές, κατέστησαν εφικτή την προμήθεια αγαθών σε χρόνους που δεν τους είχαμε διανοηθεί στο παρελθόν. Τέλος, η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση, οι διασυνοριακές επενδύσεις, οι άμεσες κινήσεις κεφαλαίων, και οι ανοικτοί λογαριασμοί διαθεσίμων περιόρισαν εντυπωσιακά την διακράτηση πόρων με στόχο την αποφυγή περιορισμών στην εισροή κεφαλαίων. Για παράδειγμα, ο τραπεζικός δανεισμός δεν ήταν πλέον θέμα εγγυήσεων, αλλά προοπτικών.
Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ανέτρεψε τις σταθερές που χτίστηκαν μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια για πάντα. Νέα ερωτήματα ήρθαν στην επικαιρότητα. Είναι εφικτό, κι αν ναι, με ποιο κόστος, οι κοινωνίες μας να επανέλθουν στο προ του πολέμου καθεστώς; Με πόσο αυταρχισμό ή πολιτικοοικονομική ανεξαρτησία θα λειτουργήσουν τα νέα πολιτικά συστήματα; Δεν απέχει χρονικά άλλωστε πολύ ο διάλογος σε σχέση με την αυστηρότητα ή τη χαλαρότητα στην υποχρέωση εμβολιασμού ή των κοινωνικών περιορισμών εν μέσω πανδημίας. Απλά, σήμερα οι αυστηροί περιορισμοί για θέματα υγείας μεταλλάχθηκαν, με αφορμή τον πόλεμο, σε εμπορικά και χρηματοπιστωτικά εμπάργκο.
Πολλοί οικονομολόγοι πλέον αμφισβητούν τους προ του πολέμου ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης και εξετάζουν πώς μια δεδομένη επιβράδυνση θα επηρεάσει το οικονομικό σύστημα. Οι κυρώσεις στη Ρωσία, κατά βάση πολιτικές και όχι οικονομικές, που ως εργαλείο είχαν σχεδόν ξεχαστεί με την εφαρμογή του διεθνούς εμπορίου, επαναξιολογούνται ως προς το κόστος αλλά και ως προς την πολιτική διάσταση της εφαρμογής τους. Σήμερα, για παράδειγμα, στην ΕΕ, τα πιο επίσημα χείλη αναφέρουν τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας ως όπλο κατά της συμπεριφοράς της Ρωσίας. Η πολιτική ηγεσία ουσιαστικά θέτει ηθικά διλήμματα, υπερβαίνοντας το ερώτημα «πώς θα ελαχιστοποιήσουμε το κόστος των κυρώσεων;».
Όσο μάλιστα οι κυρώσεις γίνονται όλο και πιο αποτελεσματικές, όπως, για παράδειγμα, οι περιορισμοί στην ανταλλαγή ευρώ με ρούβλι ή άλλα δυτικά νομίσματα, το ερώτημα που έρχεται στη συζήτηση είναι η αποτελεσματικότητα και η αναγκαιότητα των επιπρόσθετων μέτρων. Η διάρκεια αλλά και η παλινδρόμηση των συναισθημάτων που δημιούργησε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία στο πρόσφατο παρελθόν μόνο κατ’ εκτίμηση μπορεί να προσδιοριστεί για τη λειτουργία της νέας πολιτικής οικονομίας. Η συμπεριφορά όλων μας θα πρέπει έγκαιρα και πριν το τέλος του πολέμου να αποτιμήσει τα υπέρ και τα κατά των εύκολων και συχνά λαϊκιστικών επιλογών.
Πόσο πολύ μετά τον πόλεμο θα συνεχιστούν οι κυρώσεις; Ποιος θα πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις; Τι θα γίνει με τους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης; Πόσο εύκολα θα επανέλθουμε στη μεταφορά τεχνολογίας; Γενικά, πόσο θα συρρικνωθεί η αμοιβαιότητα και η αλληλεξάρτηση που εξασφάλιζε στο παρελθόν το μέρισμα της μεταπολεμικής ειρήνης; Πόσο θα διαφοροποιηθεί το διεθνές εμπόριο και η διαδικασία διεθνοποιημένης παραγωγής; Πώς θα αλλάξει η κίνηση κεφαλαίων; Πώς η αυτάρκεια, κυρίως σε ενεργειακούς πόρους αλλά και σε άμυνα, θα διαφοροποιήσει τη σχέση κοινωνικών ομάδων, εθνών και συμμαχιών; Και, τέλος, πώς θα επαναδιατυπωθεί η παραδοσιακή κοινωνική διαστρωμάτωση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς ή μεταξύ λαϊκισμού και δημοκρατίας σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο θεσμικών και κοινωνικών ανισοτήτων; Μετά από όλα αυτά, το δεδομένο είναι ένα: Εύπεπτες λύσεις δεν είναι δυνατόν να ξεφύγουν από την εξονυχιστική κριτική.
Ξεκινήσαμε τη συζήτηση προσπαθώντας να ορίσουμε την έννοια του λαϊκισμού. Θεωρήσαμε ότι τα κύρια χαρακτηριστικά των κινήσεων που αναδεικνύουν λαϊκιστικές τάσεις είναι: Η αντι-ελίτ συμπεριφορά (ποιος είναι αυτός ή αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από εμένα), η αυταρχική συμπεριφορά, (κατ’ αντιστοιχία με την καταδίκη ή μη στο κίνημα αλλά και το αντικίνημα του «MeToo») και, τέλος, μερική ταύτιση με κινήματα υπέρ γηγενών χαρακτηριστικών και επιδιώξεων (κυρίως θέματα κίνησης πληθυσμών). Αναδείξαμε τη σπουδαιότητα των επιπτώσεων του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας στη διαμόρφωση των συνθηκών στη νέα, παγκόσμια πολιτικοοικονομική ισορροπία. Και καταλήξαμε στο συμπέρασμα της αναγκαιότητας σοβαρού ελέγχου όλων των κατά καιρούς εμφανιζόμενων απλών ή εύπεπτων λαϊκιστικών λύσεων. Θέση που διαπερνά όλες τις κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως διαστρωμάτωσης ή πολιτικής τοποθέτησης.
Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν η κοινωνική ενσωμάτωση γινόταν με το «πού θέλω να ανήκω». Στο άμεσο μέλλον θα γίνεται με το «πού δεν θέλω να ανήκω». Όπως έλεγε, κάποια άλλη στιγμή, ο αμερικανός κωμικός Groucho Marx, «δεν θέλω να είμαι μέλος μιας λέσχης που έχει εμένα ως μέλος».
Με τις ευχές μου λοιπόν προς όλους για ένα ευτυχισμένο ελληνικό Πάσχα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ