Πρ. Παυλόπουλος: Η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί εκπτώσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ
-Διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ.
Οιαδήποτε συζήτηση γύρω από τα δικαιώματα της Ελλάδας επί των θαλασσίων ζωνών που της ανήκουν κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση Montego Bay του 1982) –άρα και οιαδήποτε σχετική συζήτηση, αντιστοίχως, ως προς την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα εν προκειμένω– έχει ως αφετηρία την εξής θεμελιώδη θέση, η οποία αποτελεί πάγιο και αδιαπραγμάτευτο «πυλώνα» της εξωτερικής μας πολιτικής:
Μία και μόνη διαφορά υφίσταται προς επίλυση, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πρόκειται για την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της επέκεινα Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ήτοι κατά πλήρη εφαρμογή, «υπό το φως» και της διεθνούς νομολογίας, κατ’ εξοχήν των διατάξεων της κατά τα ανωτέρω Σύμβασης του Montego Bay του 1982.
A. Ο όρος «θαλάσσιες ζώνες» ουδόλως διαφοροποιεί τη σταθερή, μετά το 2004, στάση της Ελλάδας ότι μία, και μόνη, διαφορά υφίσταται προς επίλυση με την Τουρκία: Η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εν όψει των Δηλώσεων του 1994 και του 2015, με βάση τις οποίες η Ελλάδα έχει οριοθετήσει σαφώς και επακριβώς την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενδεχόμενη ενώπιον αυτού κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας, ύστερα από το αναγκαίο κατά το Διεθνές Δίκαιο συνυποσχετικό, μπορεί να νοηθεί μόνον εφόσον τηρηθούν και οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων, προϋποθέσεις: Δεν είναι νομικώς δυνατό –αφού αποτελούν μέρος του «σκληρού πυρήνα» της εθνικής μας κυριαρχίας– να αχθούν προς επίλυση, π.χ., ζητήματα σχετικά με το έδαφος, τον εναέριο χώρο και την αιγιαλίτιδα ζώνη. Η Ελλάδα διατηρεί, στο ακέραιο, το δικαίωμά της να επεκτείνει, μονομερώς και όποτε το κρίνει σκόπιμο, την αιγιαλίτιδα ζώνη της από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ.
Β. Επομένως, κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι νοητή και θεσμικώς επιτρεπτή μόνον ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα –άρα όχι προς την εθνική κυριαρχία κατά τα ανωτέρω– επί της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με πλήρη επήρεια των νησιών μας. Στο δε απαιτούμενο σε αυτή την περίπτωση συνυποσχετικό, η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την ισχύ του συνόλου της προαναφερόμενης Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Πολλώ μάλλον όταν και σήμερα δεσμεύεται από τη Σύμβαση αυτή, μολονότι δεν την έχει επικυρώσει, αφού παράγει, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν έναντι πάντων. Και στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι επειδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης συνδέεται ευθέως με τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης –όχι ως προς την αρχή μέτρησής τους, δηλαδή ως προς την ακτογραμμή, αλλά ως προς την αφετηρία του πεδίου τους, που είναι το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης– η Ελλάδα θα πρέπει να επιλέξει την οδό της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 ν.μ. πριν από κάθε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ή, τουλάχιστον, να διασφαλίσει στο σχετικό συνυποσχετικό, με πλήρη σαφήνεια, ότι το οιοδήποτε δεδικασμένο που θα προκύψει από τη μετά την προσφυγή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ουδόλως θίγει το δικαίωμά της για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 ν.μ.
Γ. Με τα δεδομένα που δημιουργεί η κατά παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητας απαράδεκτη και απολύτως καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να καταστήσουν σαφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στο ΝΑΤΟ ότι δεν είναι διατεθειμένες, κατ’ ουδένα τρόπο και υφ’ οιανδήποτε μορφή, να δεχθούν «εκπτώσεις» επί των κατά το Διεθνές Δίκαιο πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους ως προς τις θαλάσσιες ζώνες τους. Η επίκληση της, δήθεν, ιδιαίτερης γεωστρατηγικής θέσης της Τουρκίας, λόγω των ως άνω πολεμικών γεγονότων και της πιθανής «μεσολαβητικής» της παρέμβασης, κατ’ ουδένα τρόπο δικαιολογεί ανοχή της τουρκικής προκλητικής παραβατικότητας. Και τούτο κυρίως διότι το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι νοητό να εφαρμόζονται «επιλεκτικώς», a fortiori δε η εφαρμογή τους δεν είναι επίσης νοητό να «κάμπτεται» για την επίτευξη γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων, όποιες κι αν είναι αυτές και όποιους κι αν εξυπηρετούν. Και δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι, κατ’ αποτέλεσμα, τέτοιες «γεωστρατηγικές» σκοπιμότητες επικαλέσθηκε και επικαλείται η Ρωσία προκειμένου να δικαιολογήσει τη βάρβαρη εισβολή της στην Ουκρανία, ενώ επιπροσθέτως η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1974 και η έως σήμερα αδικαιολόγητη ανοχή της από τη Διεθνή Κοινότητα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα «ώθησαν» τη Ρωσία να κάνει πράξη την εισβολή της. Εξ ου και η «συμπάθειά» της προς την Τουρκία που, μαζί με την ιταμή «ουδετερότητα» της τελευταίας, αφήνει ανοιχτό το πεδίο στη Ρωσία να της αναγνωρίζει ως και «μεσολαβητικό» ρόλο ως προς το μέλλον της χειμαζόμενης Ουκρανίας.
Επομένως, Ελλάδα και Κύπρος όχι μόνο δικαιούνται αλλά και οφείλουν να διευκρινίσουν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ ότι, λόγω της erga omnes ισχύος του Διεθνούς Δικαίου, από πλευράς κυρώσεων Ρωσία και Τουρκία πρέπει να αντιμετωπισθούν αναλόγως και αντιστοίχως. Επέκεινα, Ελλάδα και Κύπρος δικαιούνται και οφείλουν να διευκρινίσουν, προς τις ίδιες κατευθύνσεις, ότι θα υπερασπισθούν τα εθνικά τους θέματα και τα εθνικά τους δίκαια ακόμη κι αν πρέπει να προσφύγουν, εν τέλει και εν ανάγκη, στην αξιοποίηση της χρησιμοποίησης της διαδικασίας του veto.
—————
• Από την ομιλία του στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ