Κλιμακώνεται ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το πλήγμα κατά του Ρωσικού καταδρομικού «Μόσκβα» στη Μαύρη Θάλασσα, με αντιπλοϊκούς πυραύλους, και η απόφαση των Δυτικών χωρών να ενισχύσουν την Ουκρανία με βαρύ οπλισμό κλιμακώνει τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στη χώρα αυτή και αυξάνει δραματικά τον κίνδυνο διολισθήσεως σε απροκάλυπτο παγκόσμιο πόλεμο. Ήδη υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το πλήγμα κατά του Ρωσικού καταδρομικού δεν έγινε με παλαιούς Ουκρανικούς πυραύλους «Neptune», αλλά με πυραύλους «Χαρπούν», που παρέδωσε προσφάτως η Μ. Βρετανία στο Κίεβο.
Η αναμενόμενη μάχη στο Ντονμπάς, που έγινε το επίκεντρο του πολέμου, θα κριθεί, προφανώς, από την υπεροχή στα βαρέα όπλα. Το ΝΑΤΟ σπεύδει γι’ αυτό να εφοδιάσει με κρίσιμα όπλα την Ουκρανική πλευρά, ώστε να μπορέσει να αντέξει τη Ρωσική επίθεση και να ματαιώσει το Ρωσικό στρατηγικό σχέδιο, που αποβλέπει στη διάρρηξη στην περιοχή αυτή του Ουκρανικού μετώπου και στην περικύκλωση των Ουκρανικών δυνάμεων, με στρατηγικό ελιγμό στα μετόπισθεν από Βορρά και Νότο.
Η έκβαση της μάχης αυτής θα έχει καθοριστική σημασία για την κάθε πλευρά, γιατί θα κρίνει την τύχη της ανατολικά του Δνειπέρου Ουκρανίας και θα προσδιορίσει τα δεδομένα μιας ενδεχόμενης πολιτικής συμφωνίας ή, το πιθανότερο, μιας εκεχειρίας, που θα επέλθει ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου και ενός ντε φάκτο διαμελισμού της χώρας.
Οι προοπτικές μιας πολιτικής λύσεως έχουν απομακρυνθεί και προτάσσεται και από τις δύο πλευρές η κρίση των όπλων. Το γεγονός μάλιστα ότι προστίθεται, σ’ αυτήν τη συγκυρία, η σπουδή της Φινλανδίας και της Σουηδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ μέχρι το καλοκαίρι επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη στρατηγική κατάσταση για τη Ρωσία, η οποία πιστεύει ότι αντιμετωπίζει μια συντονισμένη επίθεση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, με στόχο τον γεωπολιτικό της υποβιβασμό και την ανατροπή του καθεστώτος της.
Η ενδεχόμενη ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ θεωρείται από τη Ρωσία ως ευθεία παραβίαση του καθεστώτος ουδετερότητας που επεβλήθη σ’ αυτήν τη χώρα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σημειώνεται ότι το 1939, λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φινλανδία είχε πέσει θύμα της Σοβιετικής Ενώσεως του Στάλιν, η οποία είχε επιτεθεί εναντίον της. Αργότερα όμως, μετά τη Γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, οι Φινλανδοί είχαν συμπράξει με τον Χίτλερ και είχαν συμμετάσχει σε επιχείρηση των Γερμανών κατά της Σοβιετικής Ενώσεως στον Αρκτικό Κύκλο. Οι Σοβιετικοί επέβαλαν, για τον λόγο αυτό, στη Φινλανδία, μετά τον Πόλεμο, αυστηρό καθεστώς ουδετερότητας, που έδωσε και το όνομα στον όρο Φινλανδοποίηση. Με τον τελευταίο εννοείται ότι μια «Φινλανδοποιημένη» χώρα προσέχει να μην κάνει οτιδήποτε, στην εξωτερική πολιτική και άμυνα, που θα ενοχλούσε την ισχυρότερη γειτονική της χώρα, με την οποία συνδέεται με δεσμούς «Φινλανδοποιήσεως».
Στην προκειμένη περίπτωση, ενδεχόμενη ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ δεν θα έφερνε μόνο το ΝΑΤΟ σε 1.430 χλμ. συνόρων της Ρωσίας με την Φινλανδία στον Αρκτικό Κύκλο, αλλά θα επηρέαζε επίσης τους συσχετισμούς δυνάμεων στον Βόρειο Πόλο, όπου έχουν εντοπισθεί μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα και όπου, με το λιώσιμο των αιωνίων πάγων, έχει αποκτήσει άλλη μεγάλη σημασία, ως διεθνής δίοδος μεταφορών, ο Βερίγγειος Πορθμός.
Το καθεστώς ουδετερότητας της Σουηδίας επελέγη ως πολιτική από τους ίδιους τους Σουηδούς δύο αιώνες πριν, μετά την άδοξη κατάληξη της εκστρατείας του βασιλέως της Σουηδίας Καρόλου 12ου κατά της Μόσχας. Η συντριβή του από τους Ρώσους επετεύχθη στη μάχη της Πολτάβας, που περιλαμβάνεται σήμερα στο έδαφος της Ουκρανίας. Οι δύο χώρες, Φινλανδία και Σουηδία, βλέπουν ως σκόπιμη σήμερα την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, ως συνέχεια της εντάξεώς τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία υπολαμβάνουν και ως πλαίσιο συλλογικής ασφάλειας, που αντιπροσωπεύεται από το ΝΑΤΟ.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη δεν θα έφερνε μόνο το ΝΑΤΟ στον Αρκτικό Κύκλο, αλλά θα άλλαζε πλήρως και τους στρατηγικούς συσχετισμούς στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, με ενταγμένα ήδη τα Βαλτικά κράτη στο ΝΑΤΟ και περίκλειστο, χωρίς πρόσβαση από ξηρά, τον Ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ.
Η κυριολεκτική αφασία στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, ταυτιζόμενη πλήρως με την Αμερικανική πολιτική, ενώπιον της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία δεν επιτρέπει σ’ αυτήν να αρθρώσει έναν διαφορετικό λόγο, που να εκφράζει τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις ανησυχίες της Ευρώπης. Η συγκυρία της αλλαγής εξουσίας στη Γερμανία, με μια τρικομματική κυβέρνηση και με έντονο τον αντι-Ρωσικό λόγο των Πρασίνων, και των Προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, που βρίσκονται ακόμη σ’ εξέλιξη, δεν επιτρέπει στο Γαλλο-Γερμανικό δίδυμο να ασκήσει την επιρροή του και να εκφράσει έναν ιδιαίτερο Ευρωπαϊκό λόγο, που θα μπορούσε να συμβάλει στην ανακοπή της κλιμακώσεως της συγκρούσεως στην Ουκρανία και της πορείας προς τη διεύρυνσή της, με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Η προσβολή προς το πρόσωπο του Γερμανού Προέδρου Σταϊνμάγερ, η επίσκεψη του οποίου στο Κίεβο δεν έγινε δεκτή από τον Ουκρανό Πρόεδρο Ζελένσκι, δείχνει σε ποιο σημείο ανυποληψίας έχει περιέλθει η Ευρωπαϊκή πολιτική. Τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία και η ανυπαρξία μιας διακριτής Ευρωπαϊκής πολιτικής είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο της εκλογικής αντιπαραθέσεως στη Γαλλία.
Υπό τις σημερινές συνθήκες, η μόνη ελπίδα αποκλιμακώσεως θα ήταν η άμεση συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, με στόχο τη συζήτηση ενός πλαισίου το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για μια πολιτική συμφωνία. Το ενδεχόμενο όμως αυτό είναι πολύ απομακρυσμένο. Αντιθέτως, η αναμενόμενη μεγάλη σύγκρουση στο Ντονμπάς κλιμακώνει στο έπακρο την ένταση και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Η Ρωσία, για προφανείς λόγους, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δεχθεί το ενδεχόμενο αποτυχίας. Παραμένει το ερώτημα, εάν η βοήθεια, που είναι πρόθυμη να αποστείλει η Δύση, μπορεί να φθάσει εγκαίρως στην Ουκρανία, για να της επιτρέψει να αντέξει τη Ρωσική επίθεση στο Ντονμπάς και να αναλάβει άλλες στρατηγικές πρωτοβουλίες, που θα έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσική πλευρά.
Η τελευταία, για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο, θα πολλαπλασιάσει τις πυραυλικές της επιθέσεις σ’ ολόκληρη την Ουκρανία, για να απομονώσει, όσο μπορεί, το κρίσιμο πεδίο μάχης στο Ντονμπάς. Ο πόλεμος πλέον στην Ουκρανία έχει εξελιχθεί σ’ έναν ανομολόγητο πόλεμο ΝΑΤΟ – Ρωσίας, που δεν έχει καμιά σχέση με τη Ρωσική στρατιωτική επέμβαση του 2014.
Ο Ρώσος Πρόεδρος περιορίσθηκε τότε στην προσάρτηση της Κριμαίας και στην υποστήριξη της αυτονομίας των δύο Ρωσόφωνων περιοχών του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ. Δεν ήθελε να προκαλέσει έναν πόλεμο, σε πλήρη κλίμακα, που θα χώριζε με αίμα δύο αδελφούς, όπως πίστευε, λαούς. Κατά το διάστημα όμως που διέρρευσε από τότε, το ΝΑΤΟ εργάσθηκε συστηματικά για τη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας και την ουσιαστική ένταξή της στο ΝΑΤΟ, πριν από την αναμενόμενη ένταξή της.
Αυτό εξηγεί και την υποτίμηση από τη Ρωσική πλευρά της αντιστάσεως της Ουκρανίας, που απεδείχθη πολύ ισχυρότερη από την αναμενόμενη. Με τα δεδομένα αυτά, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα πάρει πολύ πιο σκληρό πρόσωπο και, εάν δεν επιδειχθεί στοιχειώδης αυτοσυγκράτηση και σύνεση και από τις δύο πλευρές, μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και να εξελιχθεί σε απροκάλυπτη παγκόσμια σύρραξη, με επίκεντρο πάλι την Ευρώπη. Στους δύο προηγούμενους πολέμους, την ευθύνη για την έκρηξή τους την είχε η γηραιά ήπειρος. Θα ήταν θλιβερό να υποστεί τώρα τις συνέπειες ως δευτεραγωνιστής και παθητικό θύμα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: gr.hellomagazine.com