Η Ελλάδα αντιμέτωπη με την κερδισμένη από τον πόλεμο Τουρκία

Η Ελλάδα αντιμέτωπη με την κερδισμένη από τον πόλεμο Τουρκία

– Χωρίς στρατηγική και καθαρούς στόχους, η Ευρώπη βουλιάζει στην κρίση του Ουκρανικού 

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Όλο και περισσότερο βουλιάζει η Ευρώπη σε έναν αδιέξοδο «έμμεσο πόλεμο», μια τυφλή αντιπαράθεση με τη Ρωσία, η οποία δείχνει να μην έχει τέλος και δεν αφήνει μόνο την Ουκρανία συντρίμμια από τις ρωσικές επιθέσεις, αλλά απειλεί να οδηγήσει σε κατάρρευση και τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με σοβαρές και πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις στις χώρες της ΕΕ.

Από την πρώτη στιγμή της ουκρανικής κρίσης ήταν σαφές ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα έκανε πίσω αν δεν αποσπούσε ανταλλάγματα τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους νεκρούς αλλά και τις σοβαρές απώλειες της πολεμικής περιπέτειας στην οποία οδήγησε τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ, επίσης από την πρώτη στιγμή, με ψυχροπολεμικές λογικές, έσπευσαν να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση βάζοντας μπροστά την ΕΕ, η οποία είναι ευάλωτη, μιας και εξαρτάται ενεργειακά αλλά και διατροφικά από τη Ρωσία. Χωρίς να υπολογίζεται βεβαίως η απώλεια δισεκατομμυρίων ευρώ, που έχουν επενδυθεί από ευρωπαϊκές εταιρείες και τράπεζες στη ρωσική αγορά και τώρα βρίσκονται στον αέρα.

Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει προοπτική και κυρίως απουσιάζει η στρατηγική της Δύσης σε αυτήν την αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αποδεικνύεται, για μία ακόμη φορά, ότι οι κυρώσεις δεν αρκούν για να κάμψουν μια χώρα (όπως φάνηκε στο Ιράν, στη Βόρεια Κορέα, στη Βενεζουέλα κ.ά.) και πολύ περισσότερο δεν μπορούν να κάμψουν τη Ρωσία, η οποία έχει αποθέματα για να αντέξει και επίσης είναι αυτάρκης σε πολλά προϊόντα, όχι μόνο στην ενέργεια αλλά και σε τρόφιμα και στον πρωτογενή τομέα. Κυρίως, όμως, η Ρωσία έχει έναν λαό που έχει συνηθίσει τις στερήσεις και τις κρίσεις, όσο κι αν τα τελευταία χρόνια η προσέγγιση με τη Δύση έχει μειώσει τις αντοχές των Ρώσων.

Όμως το πρώτο μεγάλο θύμα της πολιτικής αυτής των κυρώσεων είναι οι ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες, που πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα από την καταστροφική διετία της πανδημίας βρίσκονται ενώπιον μιας πρωτοφανούς κρίσης, που απειλεί πλέον το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και τη στοιχειώδη ευημερία των ευρωπαίων πολιτών.

Και σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, αν δεν δοθούν πειστικές απαντήσεις στους ευρωπαίους πολίτες για τον λόγο που θα πρέπει να υποστούν τις φοβερές αυτές θυσίες, θα υπάρξει ο κίνδυνος τελικά, αν όχι να νομιμοποιηθεί, τουλάχιστον να δικαιολογηθεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στα μάτια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Διότι προς το παρόν βλέπουμε μια σύγκρουση στο ουκρανικό έδαφος, με μια Ρωσία η οποία προφανώς δεν περιορίζεται μόνο στη διεκδίκηση «εγγυήσεων α­σφαλείας» και ρητή απαγόρευση της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αλλά θέλει να κατοχυρώσει και εδαφικές κατακτήσεις, κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας, και να αποκαταστήσει έτσι τη χερσαία σύνδεση της Κριμαίας με τα κατεχόμενα από τους ρωσόφωνους αυτονομιστές εδάφη στο Ντονμπάς…

Από την άλλη, αυτήν τη στιγμή κανείς δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ποιος είναι ο ξεκάθαρος στόχος και το διακύβευμα τουλάχιστον για την ΕΕ. Να αναδιπλωθούν χωρίς όρους οι ρωσικές δυνάμεις; Να απελευθερωθούν όλα τα εδάφη της Ουκρανίας; Να υπάρξει ένας συμβιβασμός με τη Ρωσία και να μπουν θεμέλια για τη σχέση ΕΕ – Ρωσίας στον 21ο αιώνα; Η απλώς πρόθυμα η ΕΕ ακολουθεί τις επιλογές ορισμένων Αμερικανών για εξαφάνιση της Ρωσίας ως υπερδύναμης;

Τα μέτρα που λαμβάνονται από τη Δύση είναι προφανές ότι δεν μπορούν να ανακόψουν ή να ανατρέψουν τα τετελεσμένα επί του πεδίου. Ο εξοπλισμός των Ουκρανών έρχεται αργά και διστακτικά και χωρίς να υπάρχει άμεση παρέμβαση των Δυτικών στο ουκρανικό έδαφος, καθώς η Ρωσία έχει προειδοποιήσει ότι σε αυτήν την περίπτωση θα θεωρηθούν νόμιμοι στόχοι. Οι κυρώσεις δημιουργούν πρόβλημα στον Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά συγχρόνως σπέρνουν και το ζιζάνιο του διχασμού στην Ευρώπη.

Οι χώρες της Βαλτικής, που λόγω και μικρού μεγέθους είχαν φροντίσει να εξασφαλίσουν υποδομές για LNG, κυρίως αμερικανικό, με μεγαλύτερη άνεση και για λόγους βεβαίως ιστορικούς ζητούν πιο ακραίες αντιδράσεις και πιο σκληρές κυρώσεις στη Ρωσία. Αλλά και χώρες που έχουν μικρότερη εξάρτηση από τη Ρωσία κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, ενώ άλλες στηρίζονται στις «γενναιόδωρες» υποσχέσεις που μοιράζει η Ουάσινγκτον.

Η Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζει ζωτικό πρόβλημα πλέον, ειδικά εάν υπάρξει διακοπή και ανατροπή στη ροή ρωσικού φυσικού αερίου, βάζει φρένο σε αυτές τις φωνές. Συγχρόνως βέβαια κάνει τον σχεδιασμό για το μέλλον, όπου η προώθηση του γιγαντιαίου προγράμματος για την εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη μέσω των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα στηριχθεί κυρίως σε γερμανική τεχνολογία, προσφέροντας έτσι τεράστια κέρδη στο Βερολίνο.

Η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη στη χειρότερη θέση. Με μια οικονομία που δεν έχει αποβάλει τα βαρίδια των Μνημονίων και της πανδημίας και η οποία έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όρια στήριξης των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Εάν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι αρνητικές προβλέψεις και υπάρξει κάμψη στον τουρισμό, η ελληνική οικονομία θα υποστεί σοβαρό σοκ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον επιδόματα για να καλύψουν την κοινωνική κρίση που θα προκληθεί.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε, όχι μόνο για λόγους αρχής (λόγω του Κυπριακού και του αναθεωρητισμού της Τουρκίας), να είναι από τους πρώτους και πιο ένθερμους υποστηρικτές του αντιρωσικού μετώπου, ενώ θα μπορούσε να κρατήσει τα προσχήματα και να μην έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τη Μόσχα. Πιθανότατα έτσι θα διασφάλιζε καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα. Βλέπουμε ότι ακόμη και τώρα σπεύδει η κυβέρνηση να απελάσει ρώσους διπλωμάτες (προφανώς προς ικανοποίηση του αιτήματος που υπέβαλε η κ. Νούλαντ), ενώ ευτυχώς προς το παρόν η άρνηση της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και προσωπικά του Α/ΓΕ­ΕΘΑ, στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου έχει οδηγήσει σε απόρριψη του αιτήματος για αποστο­λή στην Ουκρανία ρωσικών πυραυλικών συστημάτων που έχει στη διάθεσή της η χώρα μας. Το σχετικό αίτημα διατυπώθηκε και από την κ. Νούλαντ, η οποία ήρθε στην Ελλάδα θέλοντας να πιέσει τη χώρα μας να παραμείνει στην πρώτη γραμμή του αντιρωσικού μετώπου.

Όμως η κ. Νούλαντ στην επίσκεψή της στην Άγκυρα ανέπεμπε ύμνους για τον ρόλο της Τουρκίας, επιβεβαιώνοντας τη νέα σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ των δύο χωρών. Φυσικά, δεν έκανε καμία αναφορά στο γεγονός ότι η Τουρκία ούτε κυρώσεις εφαρμόζει ούτε μέτρα πήρε εναντίον της Ρωσίας, αλλά αντιθέτως συνεχίζει να θεωρείται από τον κ. Πούτιν ως πολύτιμος σύμμαχος και εταίρος και συνεχίζει να προμηθεύεται το ρωσικό φυσικό αέριο και το ρωσικό στάρι και όλα τα άλλα προϊόντα, τα οποία αρχίζουν και στερούνται και πληρώνουν πανάκριβα οι υπόλοιποι ευρωπαίοι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων.

Για όσους μάλιστα έχουν αμφιβολίες ήρθε και η επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (με υπογραφή της τουρκικής καταγωγής επικεφαλής του νομικού γραφείου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Ναζ Ντουράκογλου), που διατυπώνει τη βούληση της αμερικανικής κυβέρνησης να προχωρήσει η πώληση των F-16 στην Τουρκία, για να διαλυθούν τυχόν ψευδαισθήσεις για τις διαθέσεις των Αμερικανών. Και όλα αυτά ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν, σε έναν από τους γνωστούς παραληρηματικούς λόγους του, καθησύχαζε τον τουρκικό λαό ότι είναι πια πολύ κοντά στον στόχο ανάδειξης της Τουρκίας όχι μόνο σε περιφερειακή, αλλά παγκόσμια δύναμη!

Δυστυχώς φαίνεται να επιβεβαιώνεται ο κανόνας ότι οι κρίσεις δημιουργούν ευκαιρίες. Μόνο που από τις ευκαιρίες αυτές επωφελείται προς το παρόν ο Ταγίπ Ερντογάν και η Τουρκία, διαμορφώνοντας ένα νέο επικίνδυνο σκηνικό, απέναντι στο οποίο θα βρεθεί σύντομα η Ελλάδα και η Κύπρος.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ