Ουκρανία και Ελληνοτουρκικά

Ουκρανία και Ελληνοτουρκικά


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Tα Ελληνοτουρκικά δεν είναι, ασφαλώς, το σημαντικότερο που διακυβεύεται στη σύγκρουση της Ουκρανίας. Η χώρα αυτή είναι σήμερα η γεωπολιτική σκακιέρα, στην οποία συγκρού­ονται οι δύο ανταγωνιστικές υ­περδυνάμεις, Ρωσία και ΗΠΑ.

Εάν το πρόβλημα ήταν μόνο το θέμα της Ουκρανίας, θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί ο πόλεμος και το θέμα να λυθεί με διαπραγματεύσεις και εγγυήσεις, πάνω στη βάση της ουδετερότητας της Ουκρανίας. Ο γερμανικός Τύπος απεκάλυψε, πρόσφατα, ότι ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς είχε επικοινωνήσει με τον Ουκρανό Πρόεδρο Ζελένσκι και του είχε ζητήσει να μην επιμείνει στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Αυτός όμως αρνήθηκε.

Προφανώς, το έπραξε γιατί είχε υπέρτερη από τον Γερμανό καγκελάριο υποστήριξη: τις ΗΠΑ. Σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και αν ήταν αδύνατο να μεταπεισθεί ο Ουκρανός Πρόεδρος, η απόφαση για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν στη θέληση των ΗΠΑ και των άλλων ηγετικών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Αυτές θα μπορούσαν να δώσουν εγγυήσεις στη Ρωσία ότι δεν θα ενέτασσαν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον. Δεν το έπραξαν όμως. Αντιθέτως, το ΝΑΤΟ, με άτυπη μορφή, ήταν ήδη παρόν στην Ουκρανία, εκπαιδεύοντας, καθοδηγώντας και εξοπλίζοντας τον Ουκρανικό στρατό.

Η συγκυρία της αποχωρήσεως από την καγκελαρία της Άνγκελας Μέρκελ και των Προεδρικών εκλογών στη Γαλλία εμπόδισε τις δύο αυτές μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές χώρες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την εκτόνωση της κρίσεως, παίρνοντας αποφασιστικά θέση κατά της εντάξεως της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και υπέρ της ουδετερότητας. Περιορίσθηκαν σε εκκλήσεις προς τον Ρώσο ηγέτη να αποφύγει την επιλογή της στρατιωτικής επεμβάσεως, επισείοντας τις κυρώσεις που θα ήταν υποχρεωμένες να επιβάλουν σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά δεν μπόρεσαν να προσφέρουν εγγυήσεις πάνω στο καίριο θέμα της μη εντάξεως στο ΝΑΤΟ, το μόνο που θα μπορούσε να αποτρέψει την εισβολή.

Η πρωτοβουλία των κινήσεων ήταν σαφώς στα χέρια της Αμερικανικής πλευράς, η οποία χρησιμοποίησε την Ουκρανία ως καταλύτη για αντι-Ρωσικό αγώνα και αναμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης. Η πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως, στη δεκαετία του ’90, υπάρχει πάντα στο Αμερικανικό φαντασιακό ως αποκορύφωμα της Αμερικανικής ισχύος και το όραμα μίας μόνης υπερδυνάμεως στον πλανήτη. Η αντίληψη αυτή δεν είναι ακριβής, γιατί η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως προήλθε κυρίως από εσωτερικές αδυναμίες του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος και όχι από εξωτερική πίεση και επιβολή. Α­σφαλώς, ο οικονομικός πόλεμος του Προέδρου Ρίγκαν κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, με την κατευθυνόμενη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και την εξώθηση του ανταγωνισμού των εξοπλισμών σε αφόρητο για τη Σοβιετική Ένωση επίπεδο, ενέτεινε τις εσωτερικές αδυναμίες και αντιφάσεις και επιτάχυνε την κατάρρευση.

Η περίοδος Γιέλτσιν και η επιβολή στη Ρωσία ενός παράλογου, για μια χώρα που δεν είχε ιδιωτικό τομέα, ακραίου νεοφιλελευθερισμού υπήρξε το αποκορύφωμα της Αμερικανικής επιρροής σε μια χώ­ρα που ήταν επί δεκαετίες ο μεγάλος γεωπολιτικός αντίπαλος. Πολλοί Αμερικανοί αναλυτές ασκούν κριτική τονίζοντας ότι η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ, κατά του Σαντάμ Χουσεΐν, και, στη συνέχεια, στο Αφγανιστάν, αποπροσανατόλισε την Αμερικανική πολιτική και επέτρεψε την αναγέννηση και παλινόρθωση της Ρωσίας, ως παγκόσμιας δυνάμεως, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Η παλινόρθωση αυτή ενέχει για την Ουάσινγκτον τον κίνδυνο διαφοροποιήσεως και αυτονομήσεως της Ευρώπης, η οποία μπορεί να προέλθει μέσα από τη στρατηγική οικονομική συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Το ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον επικεντρωνόταν στην ενεργειακή συνεργασία και στη Γερμανία, ηγέτιδα χώρα της Ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η Ουάσινγκτον, μέσα στο νέο ιδίως γεωπολιτικό τοπίο, που διαμορφώνεται με την άνοδο της Κίνας, θεωρεί ως καθοριστικής σημασίας την επαναβεβαίωση των δεσμών ΗΠΑ – Ευρώπης και της στρατηγικής της θέσεως στη γηραιά ήπειρο, ως αναγκαία προϋπόθεση για την από κοινού αντιμετώπιση, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ως ενιαίο στρατηγικό σύνολο, της Κίνας.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσινγκτον πιστεύει ότι η μέγιστη συνδυασμένη πίεση από ΗΠΑ και Ευρώπη και η φθορά της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να αποσταθεροποιήσει τη Ρωσία του Πούτιν και να φέρει αλλαγή καθεστώτος. Αποφεύγει για τον λόγο αυτό άμεσες διαπραγματεύσεις Ουάσινγκτον – Μόσχας, που θα μπορούσαν να θέσουν τις βάσεις για μια πολιτική λύση στην Ουκρανία. Κλιμακώνο­νται, αντιθέτως, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που προσλαμβάνουν μορφή ολοκληρωτικού οικονομικού και πολιτικού πολέμου εναντίον της και αυξάνουν δραματικά τον κίνδυνο διολισθήσεως σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι προφανείς. Πρώτον, γιατί κάθε φορά που ανεβαίνει η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας η θέση της Τουρκίας αναβαθμίζεται και αυτό επηρεάζει τις τριγωνικές σχέσεις ΗΠΑ με Ελλάδα και Τουρκία.

Δεύτερον, γιατί η Ελλάδα καλείται από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους της να ευθυγραμμισθεί με την κοινή πολιτική, που προβάλλει ως κοινό εχθρό τη Ρωσία. Η Ρωσία όμως δεν υπολαμβάνεται από τον Ελληνικό λαό ως εχθρός, όπως, π.χ., στην Πολωνία, τα Βαλτικά κράτη και επισήμως από το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία για την Ελλάδα είναι μια μεγάλη φιλική χώρα, η οποία είναι σημαντική στη στρατηγική εξίσωση με την Τουρκία.

Η λογική ότι η ανάληψη, από την Ελλάδα, ενός ρόλου πρωτοπόρου και υπερμάχου στην καταδίκη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι επιβεβλημένη, γιατί και η ίδια είναι θύμα ανάλογης εισβολής από την Τουρκία, συγκρούεται με το γεγονός ότι για τους συμμάχους μας προέχει ο αντι-Ρωσικός συνασπισμός και ότι είναι άλλο η Ρωσική και άλλο η Τουρκική εισβολή.

Αυτό φάνηκε από την ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ και άλλους συμμάχους μας πολιτική στο Κυπριακό, για να μην αναφερθούμε και στον ρόλο που διαδραμάτισαν στην Τουρκική εισβολή. Φάνηκε όμως και μετά την κρίση στην Ουκρανία, όταν άσκησαν πιέσεις στον Έλληνα πρωθυπουργό να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να συναντήσει τον Τούρκο ηγέτη Ερντογάν, για να κλείσει, υποτίθεται, ένα ρήγμα του ΝΑΤΟ, ώστε να προβληθεί η ενότητά του απέναντι στην κοινή Ρωσική απειλή.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, πλειοδοτώντας στον πνεύμα αυτό και σε υποτακτική πολιτική προς τις ΗΠΑ, έσπευσε, κατά πρώτο λόγο, να στείλει όπλα στο καθεστώς Ζελένσκι και να διαρρήξει πλήρως τις σχέσεις με τη Ρωσία, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την παρουσία στη Μαριούπολη της σημαντικής Ελληνικής ομογένειας, η οποία βρισκόταν μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών των δύο πλευρών. Ανέλαβε, κατά δεύτερο λόγο, το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και την «προσέγγιση» με τον Ερντογάν, για να προηγηθεί των ανοιγμάτων προς αυτόν, που προετοίμαζε η Ουάσινγκτον, και να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί, αφού πρώτος αυτός ακολούθησε αυτόν τον δρόμο. Ευθυγραμμίσθηκε, κατά τρίτο λόγο, με κάθε νέο μέτρο και κύρωση που αποφάσισε η Ουάσινγκτον, περιλαμβανομένης και της αποφάσεως για απέλαση Ρώσων διπλωματών από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Δεν περιορίσθηκε μάλιστα η Ελλάδα σε μια ελάχιστη συμμετοχή, με την απέλαση 2-3 διπλωματών. Απέλασε 12.

Ποια στάση τήρησε η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι και η ίδια είναι μέλος του ΝΑΤΟ; Η Άγκυρα δεν επέβαλε στη Ρωσία καμιά κύρωση. Δεν έκλεισε τον εναέριο της χώρο στις Ρωσικές πτήσεις, ούτε τα λιμάνια της στα Ρωσικά πλοία. Προσπάθησε, αντιθέτως, να αποκομίσει κάθε δυνατό όφελος από την κατάσταση αυτή, προσελκύοντας επενδύσεις και τουρισμό από τη Ρωσία και προωθώντας την κατάκτηση της Ρωσικής αγοράς από τα τουρκικά γεωργικά προϊόντα. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία έχει τελωνειακή Ένωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ την άνοδο των εμπορικών ανταλλαγών στο ύψος των 100 δισ. δολαρίων ετησίως και αναπτύσσει στρατηγικές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα.

Η επίσκεψη στην περιοχή της Αναπληρώτριας υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ δεν άφησε καμιά αμφιβολία για την αλλαγή προσανατολισμού της Αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Το State Department έστειλε ήδη στο Κογκρέσο αίτημα για την έγκριση πωλήσεως στην Τουρκία 70 αεροσκαφών F-16. Η Νούλαντ επαναβεβαίωσε την αρνητική στάση των ΗΠΑ σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed και τις θέσεις που είχε υποστηρίξει στο παρελθόν για «συμμετοχή» της Τουρκίας στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Εννοεί, προφανώς, τους πόρους της Ελληνικής ΑΟΖ, εφόσον κανείς δεν αμφισβητεί στην Τουρκία το δικαίωμα να εξορύξει τους ενεργειακούς πόρους στη δική της ΑΟΖ. Η τελευταία όμως ισχυρίζεται ότι η δική της ΑΟΖ είναι η «Γαλάζια Πατρίδα».

Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η Νούλαντ δεν άφησε καμιά αμφιβολία για το τι βλέπει ως «λύση» του Κυπριακού. Αναγνώριση του ψευδοκράτους και δύο ισότιμα κράτη. Το δυστύχημα είναι το γεγονός ότι ο Αγγλο-Αμερικανικός παράγων κατόρθωσε να φέρει στην εξουσία στην Κύπρο τους προδρόμους της προετοιμαζόμενης δήθεν «λύσεως».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ