Δυσκολεύουν αφάνταστα οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία – Του Κώστα Μελά

Δυσκολεύουν αφάνταστα οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία – Του Κώστα Μελά


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου –αυτές που είναι άμεσα ορατές, μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων ενέργειας και των τιμών των τροφίμων– δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε μια νέα οικονομική κρίση, με αρνητικότατες συνέπειες για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, που μπορεί να οδηγηθούν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια αν και πότε θα μπούμε σε έναν νέο κύκλο στασιμοπληθωρισμού μετά από εκείνον της περιόδου 1970 – 1980.

Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αποφύγει τις παραπάνω εξελίξεις, δεδομένης της ένταξής της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Μάλιστα, ορισμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη (δημόσιο χρέος, πληθωρισμός, δημοσιονομικά ελλείμματα) προκαλούν έντονη ανησυχία. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, ενώ οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης δείχνουν συνεχή μείωση. Όλα τα παραπάνω δείχνουν με σαφήνεια ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιβάλλονται πλέον από πολύ υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και όλες οι εκτιμήσεις για τα μεγέθη του προϋπολογισμού χρειάζονται σημαντική αναθεώρηση. Από τη στιγμή που ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί (οι σημερινές εκτιμήσεις δείχνουν 1,5% – 2% μείωση), όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη που εκφράζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αναθεωρηθούν (δημόσιο χρέος, γενικό δημοσιονομικό και πρωτογενές έλλειμμα, έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κ.λπ.).

Παράλληλα, εκτός του χαμηλότερου ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν σε απόλυτους αριθμούς, καθιστώντας επιτακτική την αλλαγή των δημοσιονομικών στόχων του προϋπολογισμού. Η αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού και η δραστική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων θα αποτελέσουν σοβαρό περιοριστικό παράγοντα για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων θα έχει αρνητικά αποτελέσματα στην κατανάλωση. Η αβεβαιότητα και η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και των υπόλοιπων απαραίτητων μηχανημάτων θα περιορίσουν πιθανότατα τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις.

Η κατάσταση των νοικοκυριών κάθε μέρα χειροτερεύει πρωτίστως λόγω της τρομακτικής αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου αλλά και των τροφίμων, που αποτελούν το βασικό καλάθι των προϊόντων που καταναλώνουν. Ο ρυθμός πληθωρισμού –ΔΤΚ– τον Μάρτιο θα αγγίξει το 8,5%, αλλά ο πραγματικός ρυθμός πληθωρισμού για το 50% των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος ανέρχεται σχεδόν στο 20%. Κάθε μέρα όλο και περισσότερα νοικοκυριά οδηγούνται στο κατώφλι της φτώχειας, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις αυξημένες τιμές των προϊόντων που καταναλώνουν.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στο μέτωπο των επιχειρήσεων –ειδικά των μικρομεσαίων εμπορικών και βιοτεχνικών–, δημιουργώντας μια ασφυκτική κατάσταση στη λειτουργία τους και οδηγώντας πολλές από αυτές σε άρση των δραστηριοτήτων τους. Πλέον, μετά την «τριπλή κρίση» (χρέους, πανδημίας και πληθωρισμού), οι μεταβολές του οικονομικού και του επιχειρηματικού κλίματος είναι συνεχείς, διογκώνοντας την αβεβαιότητα και ανατρέποντας πάγιες σταθερές και προβλέψεις. Η έλλειψη ρευστότητας ταλανίζει σε υπέρτατο βαθμό τις επιχειρήσεις, με τις τράπεζες, παρά τα ωραία λόγια, να μην προχωρούν σε αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Η βασική παράμετρος που αναμένεται να επηρεάσει τα φετινά αποτελέσματα σχετίζεται με τη μικρότερη του αναμενόμενου αύξηση του ενήμερου χαρτοφυλακίου των τραπεζών, το οποίο παραμένει εδώ και μία τριετία κολλημένο σε χαμηλά για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας επίπεδα, παρά το πέρασμα του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης σε θετικό έδαφος.

Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, η ελληνική κοινωνία διαπιστώνει –έστω και με καθυστέρηση και χωρίς ακόμη δημόσια ομολογία– ότι υπό αυτές τις συνθήκες έχει σχεδόν καταρρεύσει το οικονομικό πρόγραμμα της ΝΔ, που στηριζόταν στην αρχή «λιγότερο κράτος και λιγότεροι φόροι» και στη διανομή «μερίσματος ανάπτυξης» με αύξηση των εισοδημάτων ανάλογη (ή και μεγαλύτερη) της αύξησης του ΑΕΠ και που ήταν κατ’ ουσίαν η βάση της εκλογικής νίκης του 2019.

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι όλα τα παραπάνω έχουν ανατραπεί και τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Η μικρή μείωση του ΕΝΦΙΑ και η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για τους μισθωτούς (αυτά ήταν τα δύο ουσιαστικά οικονομικά μέτρα της διετίας για τα νοικοκυριά) χάθηκαν στις ανατιμήσεις των καυσίμων και στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που πληρώνουν κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα. Κι αυτό προτού ξεσπάσει το γενικευμένο κύμα ανατιμήσεων πρωτίστως στην αγορά τροφίμων (κανένας έλεγχος στα σούπερ μάρκετ, όπου εκδηλώνονται συνεχείς ανατιμήσεις) αλλά και στην υπόλοιπη αγορά.

Το πλέον επώδυνο είναι ότι η κατάσταση αυτή δεν προβλέπεται να διαφοροποιηθεί προς το καλύτερο το προσεχές μέλλον. Μάλλον, για να μην πω με βεβαιότητα, θα χειροτερεύσει. Ίσως, όμως, περισσότερο ανησυχητικό είναι (κάτι που έχει ήδη εντοπιστεί από τους ασχολούμενους συστηματικά με τις οικονομικές αναλύσεις) το ότι δεν γίνεται σαφές με ποια οικονομική πολιτική σκέφτεται η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις τεράστιες δυσκολίες στις οποίες έχει βρεθεί η χώρα. Όχι, πάντως, με την οικονομική πολιτική που έχει ενσωματωθεί στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Αυτή έχει ήδη παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ