Moody’s: Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα από τον πόλεμο στην Ουκρανία
Η ελληνική οικονομία εισήλθε στο 2022 με πολύ ισχυρή δυναμική και οι δείκτες υψηλής συχνότητας και κλίματος υποδεικνύουν μια διαρκή ανάκαμψη πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπως επισημάνει η Moody’s στη σημερινή ετήσια ανάλυσή της για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.
Η στρατιωτική σύγκρουση προκάλεσε δραστική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη φέτος.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος της σύγκρουσης και των επακόλουθων κυρώσεων στην οικονομία της Ελλάδας είναι αβέβαιος και εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο οίκος έχει μειώσει πρόσφατα την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2022 στο 3% από 5,2%, ενώ τοποθετεί στο 4,3% την ανάπτυξη για το 2023.
Αν και η Moody’s το θεωρεί απίθανο, μια ενδεχόμενη γενική απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου από την ΕΕ θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Ελλάδα επειδή (1) το ενεργειακό της μείγμα κυριαρχείται από πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου (51%) και φυσικό αέριο (22%), και τα δύο εξαρτώνται πλήρως από τις εισαγωγές, και (2) περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας, το 11% των εισαγωγών αργού πετρελαίου και το 49% των εισαγωγών διυλισμένων πετρελαίου προέρχονται από τη Ρωσία. Επιπλέον, οι υψηλές τιμές ενέργειας θα διόγκωναν σημαντικά την αξία αυτών των εισαγωγών. Αυτό ισχύει και για το σιτάρι καθώς πάνω από το 25% των εισαγωγών σιταριού στην Ελλάδα προέρχεται από την Ουκρανία και τη Ρωσία.
Συνολικά, όπως τονίζει ο οίκος, μια περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη. Το μέγεθος των επιπτώσεων θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της κρίσης.
Η Moody’s αναμένει ότι το εμπορικό έλλειμμα θα διευρυνθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 καθώς οι βασικές εισαγωγές γίνονται πιο ακριβές. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είχε ήδη επιταχυνθεί πριν από την εισβολή και έφτασε στο 7,2% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο και στο 8% τον Μάρτιο, καθώς οι τιμές τόσο των τροφίμων όσο και των μη τροφίμων αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό. Ο οίκος αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός και θα φτάσει το 5% κατά μέσο όρο φέτος.
Οι ενεργειακές επιδοτήσεις θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης
Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να παρέχει σημαντική στήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να συμπιέσει τον αντίκτυπο του αυξανόμενου πληθωρισμού φέτος, ενώ όπως ανακοινώθηκε, θα υποβληθεί συμπληρωματικός προϋπολογισμός με επιπλέον δαπάνες 2 δισ. ευρώ. Τα μέτρα για την ανακούφιση του εισαγόμενου πληθωρισμού, όπως οι επιδοτήσεις ενέργειας για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν τις τιμές της ενέργειας, ανήλθαν σε περίπου 4 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ) έως το τέλος Μαρτίου.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα τον Μάρτιο ύψους 1,1 δισ. ευρώ (0,6% του ΑΕΠ) που περιλαμβάνουν: αύξηση της επιδότησης ηλεκτρικής ενέργειας και συνέχιση της επιδότησης φυσικού αερίου (κόστος 640 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο), οικονομική στήριξη 1,4 εκατομμυρίων ευάλωτων νοικοκυριών πριν το Πάσχα (324 εκατ. ευρώ). και επιδότηση καυσίμων (130 εκατ. ευρώ).
Η Moody’s αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω το 2022 στο 5,8% του ΑΕΠ. Αυτό, ωστόσο, είναι ευρύτερο από την πρόβλεψή της πριν από τη στρατιωτική σύγκρουση και αντανακλά χαμηλότερη ανάπτυξη και τη δυνητικά υψηλότερη κρατική υποστήριξη για ευάλωτες ομάδες. Η ισχυρότερη ανάπτυξη θα είναι το κλειδί για τη βελτίωση της δημοσιονομικής δυναμικής της Ελλάδας και τη μείωση του χρέους, όπως τονίζει ο οίκος, το οποίο αναμένει ότι θα διαμορφωθεί σε περίπου 191% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και θα συνεχίσει να μειώνεται σε περίπου 185% μέχρι το τέλος του 2023. Ωστόσο, η πιο αδύναμη ανάπτυξη και οι εκτεταμένες επιδοτήσεις ενέργειας θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις προγραμματισμένες προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης και να θέσουν κινδύνους για τις προβλέψεις του οίκου για το δημοσιονομικό ισοζύγιο και το χρέος της γενικής κυβέρνησης.
Πιστωτικά πλεονεκτήματα και αδυναμίες – Παράγοντες αναβάθμισης/υποβάθμισης
Ο οίκος επισημάνει πως το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας υποστηρίζεται από συγκριτικά υψηλά επίπεδα πλούτου και από ισχυρή στήριξη από τους πιστωτές της στη ζώνη του ευρώ. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων από τον Ιούλιο του 2019 αρχίζει επίσης να έχει απτές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική. Η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την πανδημία είναι επίσης ενδεικτική της βελτιωμένης ανθεκτικότητας της οικονομίας σε κραδασμούς και η σημαντική χρηματοδότηση από την ΕΕ θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους, τα υψηλά επίπεδα ταμειακών διαθεσίμων και οι ισχυροί δείκτες εξυπηρέτησης του χρέους ενισχύουν επίσης το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.
Η βασική πιστωτική πρόκληση είναι το αυξημένο βάρος του χρέους, το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ όλων χωρών που αξιολογεί η Moody’s, έτσι, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του μετά το 2030 εξαρτάται από την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημοσιονομική σύνεση. Επιπλέον, παρά την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η χαμηλή ποιότητα ενεργητικού και κερδοφορία συνεχίζουν να επιβαρύνουν τις ελληνικές τράπεζες.
Η αντιστροφή των βελτιώσεων που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι απίθανη, τονίζει ο οίκος, αλλά θα χρειαστούν μερικά χρόνια μέχρι να γίνουν πλήρως ορατά τα οφέλη από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης. Επιπλέον, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αυξήσει σημαντικά την αβεβαιότητα τόσο στο μακροοικονομικό όσο και στο χρηματοπιστωτικό μέτωπο.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα δεχόταν αναβάθμιση εάν η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έδινε απτά αποτελέσματα με τη μορφή ισχυρότερων επενδυτικών και αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Μια ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση, όπως και η επίλυση των συνεχιζόμενων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Αντίθετα, η αξιολόγηση θα δεχόταν πίεση εάν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις αναστραφούν, εάν μία αναζωπύρωση διαρκείας των κρουσμάτων του κορονοϊού ή μια περαιτέρω κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων οδηγήσουν σε παρατεταμένη περίοδο συρρίκνωσης του ΑΕΠ και περαιτέρω σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.
Πηγή: capital.gr