Σε ρόλο κομπάρσου η Ελλάδα – Έχασε τα διεθνή ερείσματα η κυβέρνηση
Μπαίνει στο περιθώριο των εξελίξεων
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Στο περιθώριο των καταιγιστικών αλλαγών που φέρνει ο πόλεμος της Ουκρανίας στο διεθνές σύστημα αλλά και στη λεπτή ισορροπία δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή κινδυνεύει να βρεθεί η Ελλάδα, καθώς η κυβέρνηση δείχνει να παρακολουθεί ως αμήχανος θεατής τις εξελίξεις, αδυνατώντας να αναζητήσει ευκαιρίες που θα ενίσχυαν τη διπλωματική θέση και την αποτρεπτική ισχύ της χώρας.
Σπεύδοντας από την πρώτη στιγμή να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή, και μάλιστα με τόνο που ταιριάζει μάλλον στις, ψυχροπολεμικής νοοτροπίας, κυβερνήσεις των Βαλτικών Χωρών και στα «γεράκια» της Ουάσινγκτον, η κυβέρνηση ξεπέρασε τα όρια του δόγματος «ανήκομεν εις τη Δύσιν», ξεχνώντας ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, αλλά συγχρόνως πατά με το ένα πόδι στην Ανατολή. Και αντί αυτό να αποτελεί πλεονέκτημα ώστε να αναπτύξει μια σταθερή σε αρχές, αλλά πολύπλευρη και ευέλικτη πολιτική, εγκλωβίστηκε στη στείρα αντιρωσική πολιτική, που την καθιστά τελικά παρακολούθημα των επιλογών των «γερακιών» της Ουάσινγκτον και της Ευρώπης. Σε έναν ρόλο που τελικά στερεί από τη χώρα κάθε πλεονέκτημα που της προσφέρει η γεωγραφική θέση της, η παραδοσιακή σχέση της με την Ανατολή αλλά και οι στενοί δεσμοί που έχει η Ελλάδα με την περιοχή της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας, λόγω της παρουσίας της πολυπληθούς ελληνικής ομογένειας τόσο στην Ανατολική Ουκρανία όσο και στη Νοτιοδυτική Ρωσία.
Η ρητή και κατηγορηματική καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ήταν επιβεβλημένη για λόγους αρχής. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει καθημερινά μια απειλή από μια αναθεωρητική δύναμη που αμφισβητεί τα υπάρχοντα αναγνωρισμένα σύνορα και δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη σε μια αντίστοιχη πολιτική, που εκφράζεται από τον Βλαντιμίρ Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας. Με ανοιχτή την πληγή του Κυπριακού και του κατεχόμενου βορείου τμήματος της Κύπρου, ήταν εκτός συζήτησης η σαφής τοποθέτηση της Ελλάδας εναντίον της ρωσικής εισβολής και κατοχής ουκρανικού εδάφους με πρόσχημα την «κακομεταχείριση της ρωσικής μειονότητας».
Εξάλλου, η θέση της Ελλάδας στη Δύση και η συμπόρευση με τους εταίρους στα βήματα εναντίον της ρωσικής επιθετικότητας, ειδικά στο πλαίσιο της ΕΕ, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν μπορεί να ζητάς από τους εταίρους αλληλεγγύη και στήριξη και να κλείνεις τα μάτια όταν αυτοί ζητούν τη δική σου αλληλεγγύη.
Όμως το μεγάλο ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η φανατική συμπόρευση με τους εταίρους της για ένα θέμα αρχής θα φέρει την αυτονόητη αλληλεγγύη όταν η Ελλάδα τη χρειαστεί.
Μπορεί η ΕΕ να αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για τη χώρα προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία, μπορεί η ευρωπαϊκή βοήθεια να έσωσε ξανά τη χώρα από μια δεύτερη χρεοκοπία της κοινωνίας μας στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά σε ό,τι αφορά τα μείζονα ζητήματα ασφαλείας που αντιμετωπίζει αυτή ήταν διστακτική και αναποτελεσματική.
Τα λόγια συμπάθειας περίσσευαν όλα τα τελευταία χρόνια, όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε τις έμπρακτες απειλές εναντίον της ίδιας της κυριαρχίας της από την Τουρκία. Όμως αυτοί που τώρα πρωτοστατούν στις κυρώσεις και στην επιθετική αντίδραση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν οι ίδιοι που χάιδευαν την Τουρκία και εμπόδιζαν τη λήψη αποφάσεων για επιβολή κυρώσεων ώστε να αντιληφθεί η Τουρκία ότι κάθε τέτοια αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους-μέλους θα έχει συνέπειες σοβαρές και θα προκαλέσει την αντίδραση της ΕΕ ως συνόλου.
Η συζήτηση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, όπου ο μηχανισμός συλλογικής ασφάλειας της Δύσης κινητοποιείται και προσφέρει προστασία σε όλα τα κράτη-μέλη του, εκτός από ένα, την Ελλάδα. Γιατί η δύσκολη αλήθεια είναι ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει μια χώρα ενταγμένη σε έναν πανίσχυρο αμυντικό οργανισμό ακυρώνεται ουσιαστικά στην πράξη, καθώς η Ελλάδα δεν απειλείται, ως μέρος της Δύσης, μόνο από τον κ. Πούτιν. Η βασική απειλή ασφάλειας προέρχεται από ένα κράτος-μέλος και αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ δεν καλύπτει τις ανάγκες ασφάλειας της χώρας.
Σοβαρά ερωτηματικά επίσης προκύπτουν από τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την πρόσδεση στο άρμα των Αμερικανών.
Η αναβάθμιση της Σούδας, η παραχώρηση πρόσθετων αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, η παραχώρηση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης είναι σημαντικές παραχωρήσεις εκ μέρους της Ελλάδας, που δεν γίνονται όμως για τα «ωραία μάτια» του κ. Μπάιντεν ή του κ. Τραμπ.
Η «συμμαχία» με τη Γαλλία και η αγορά των γαλλικών φρεγατών και των Rafale πρέπει να έχει επίσης πρακτικό αντίκρισμα. Και όχι ξαφνικά να διαπιστώνει η Αθήνα ότι ο κ. Μακρόν «σαλιαρίζει» και πάλι με τον Ταγίπ Ερντογάν, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, που δεν διαψευσθήκαν, συζητά μαζί του την ενεργοποίηση της συνεργασίας Γαλλίας – Ιταλίας – Τουρκίας και στον τομέα της παραγωγής του ευρωπαϊκού αμυντικού πυραυλικού συστήματος.
Και, αιφνιδιαστικά μάλιστα, να πληροφορείται ότι ο κ. Μακρόν καπελώνει την ελληνική πρωτοβουλία –την οποία είχε ανακοινώσει ο κ. Δένδιας– για ανθρωπιστική αποστολή στη Μαριούπολη, καθώς ανακοίνωσε ότι διαπραγματεύεται με τον κ. Πούτιν την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας –η οποία θα διοργανωθεί, όπως είπε, από τη Γαλλία, την Ελλάδα και την… Τουρκία– στη μαρτυρική πόλη, όπου ζει η πλειοψηφία της ελληνικής ομογένειας.
Την ίδια ώρα η Αθήνα διαπιστώνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση επανέρχεται στη λογική της αντιμετώπισης της Τουρκίας ως στυλοβάτη και προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης, παρά το γεγονός ότι η χώρα του κ. Ερντογάν όχι μόνο φλερτάρει με αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης και ακολουθεί έναν αναθεωρητικό επεκτατισμό εναντίον των γειτόνων της, αλλά επενδύει στις σχέσεις της με χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν, η Κίνα για να αποκτήσει περιφερειακό ρόλο στην περιοχή. Έναν ρόλο που της δίνει την ευκαιρία να διεκδικεί μια ειδική σχέση και με το ΝΑΤΟ και με την ΕΕ, βάσει της οποίας θα αποκομίζει οφέλη και παραχωρήσεις χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις…
Η Αθήνα, που άκουσε την Ουάσινγκτον τον Ιανουάριο να αδειάζει το μεγαλεπήβολο σχέδιο του αγωγού EastMed για δήθεν περιβαλλοντικούς και οικονομικούς λόγους, δεν άκουσε ούτε μία αντίστοιχη ένσταση στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την κατασκευή αγωγού από το Ισραήλ προς την Τουρκία, που θα φέρει πιο κοντά τις δύο χώρες –υποβαθμίζοντας έτσι την ελληνοϊσραηλινή συνεργασία, στην οποία τόσα επένδυσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις–, ενώ θα καταστήσει την Τουρκία κρίσιμο κόμβο μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρώπη…
Και μέσα σε αυτό το κλίμα διαπιστώνεται επίσης ότι η πολυδιαφημισμένη συμμαχία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος μόλις οι Εμιρατινοί θεώρησαν ότι τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντά τους εξυπηρετούνται, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, από τη σύμπραξη με την Τουρκία. Και όλοι γνωρίζουν ότι αρκεί μία κίνηση της Τουρκίας και του κ. Ερντογάν για την απομόνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, ώστε να ανοίξει το παράθυρο για αποκατάσταση των σχέσεων και με την Αίγυπτο. Κάτι που θα ρίξει την αυλαία, με δραματικό τρόπο, στην πολιτική των τριμερών συνεργασιών και συμμαχιών, που χτίσθηκε με μεγάλο κόπο και κόστος από τις ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία σχεδόν 12 χρόνια.
Έτσι, αυτή η κρίση, που έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, βρίσκει την Ελλάδα ανέτοιμη και την κυβέρνηση φοβική, να έχει διαρρήξει πλήρως (χωρίς να είναι αναγκαίο) τις σχέσεις της με τη Μόσχα, να έχει απέναντί της μια όλο και πιο αναβαθμισμένη και ανεξέλεγκτη Τουρκία, να υφίσταται τις δραματικές οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, να συμμετέχει με όλο της το είναι και στις πιο ακραίες ψυχροπολεμικές αντιδράσεις έναντι της Ρωσίας και αντί για σοβαρά ανταλλάγματα, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τις συμμαχικές εγγυήσεις ασφάλειας, να εισπράττει αποδόμηση και εκείνων των συμμαχιών και συνεργασιών που είχαν με κόπο οικοδομηθεί.
Οι αυτάρεσκες δηλώσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης μπορεί να χαϊδεύουν τα αυτιά των οπαδών της στο εσωτερικό, αλλά δυστυχώς δεν αρκούν για να καλύψουν τη δυσάρεστη και θλιβερή αλήθεια…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: thetoc.gr