Γιώργος Κατρούγκαλος στο “Π”: Τα κρίσιμα ερωτήματα για την επόμενη μέρα
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου,
Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Από την αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα το άμεσο τέλος του πολέμου, με βασικό μέσο τις ισχυρές και στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.
Σκοπός των τελευταίων πρέπει να αποτελεί η άσκηση πίεσης στη ρωσική κυβέρνηση, ώστε να τερματιστεί η εισβολή, όχι η παγίωση ενός νέου, οικονομικού, Ψυχρού Πολέμου. Πολύ λιγότερο, δεν μπορεί να αποτελεί στόχο των κυρώσεων η αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, όπως υποστήριξε –για να ανασκευάσει αργότερα– ο ΑΝΥΠΕΞ. Τονίσαμε επίσης ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποτραπεί αν η Ευρώπη είχε πετύχει, την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, μια νέα αρχιτεκτονική αδιαίρετης ασφάλειας, που θα ενσωμάτωνε και τη Ρωσία, με όρους διεθνούς δικαίου. Πολλοί στη Δύση θεώρησαν στην αρχή του αιώνα ότι η τελευταία είναι πλέον μια δεύτερης κατηγορίας δύναμη, παραγνωρίζοντας τις ανησυχίες περικύκλωσης που ιστορικά χαρακτηρίζουν την εξωτερική της πολιτική.
Συναντηθήκαμε σε αυτήν την ανάλυση με τους πιο έγκυρους –και καθόλου ρωσόφιλους– διπλωματικούς και ακαδημαϊκούς αναλυτές, από τον Τζ. Κένναν και τον Χ. Κίσινγκερ έως τον Τζ. Μερσχάιμερ. Ο τελευταίος, σε πρόσφατο άρθρο του στον Economist, επισημαίνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο από την παράταση του πολέμου, όπως θέλουν τα «γεράκια» της Δύσης, με σκοπό την πλήρη απομόνωση της Ρωσίας, στο πλαίσιο ενός νέου, ισχυρού διπολισμού, ενός Ψυχρού Πολέμου, χωρίς τις εγγυήσεις και τις δικλείδες ασφαλείας του προηγούμενου: «Το συμπέρασμά μου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, με τη δυτική πολιτική να επιδεινώνει αυτούς τους κινδύνους. Για τους ηγέτες της Ρωσίας αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν έχει να κάνει με τις ‘‘αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες’’. Πρόκειται για την αντιμετώπιση αυτού που θεωρούν ως άμεση απειλή για το μέλλον της Ρωσίας».
Το κρίσιμο ζητούμενο, συνεπώς, είναι το πώς θα τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό ο πόλεμος και πώς θα αποφύγουμε την επιστροφή σε ένα καθεστώς ακραίου διπολισμού, που θα αντιπαραθέτει τη Δύση με ένα συμπαγές μπλοκ Κίνας και Ρωσίας. Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο πρώτο ερώτημα ήταν αυτή που έδινε πάντα η Αριστερά, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και η πάγια μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική της χώρας μας: Έμφαση στην διπλωματία, εμμονή στο ότι η πατρίδα μας είναι ευρωπαϊκή δύναμη ειρήνης και ήπιας ισχύος. Η αντίθετη επιλογή του Κυρ. Μητσοτάκη για αποστολή θανατηφόρων όπλων αποτελεί ανατροπή του πάγιου δόγματος της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς καμιά διαβούλευση, όπως και η προηγούμενη απόφασή του να στείλει Patriot στη Σαουδική Αραβία. Η κυβέρνηση στη συνέχεια έγινε ακόμη πιο επικίνδυνη αλλά και αλλοπρόσαλλη, αφού πραγματικά το τερμάτισε με τις προαναφερθείσες δηλώσεις του ΑΝΥΠΕΞ, οι οποίες ουδέποτε αποδοκιμάστηκαν. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη ζημία για τη διεθνή θέση της πατρίδας μας από παρόμοιες θέσεις, που δεν έχουν υιοθετηθεί από καμία δυτική χώρα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι ακόμη πιο κρίσιμο, γιατί από την απάντηση που θα δοθεί θα εξαρτηθεί το μέλλον της ειρήνης στην Ευρώπη. Είναι σαφές ότι η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη διπλωματία. Ένας γενικευμένος πόλεμος στην ήπειρό μας είναι αδιανόητος. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιοποιώντας όλα τα διπλωματικά μέσα, θα πρέπει να συμβάλει ενεργά στην αποκλιμάκωση της έντασης. Ο στρατηγικός στόχος πρέπει να παραμείνει η ένταξη της Ρωσίας σε ένα σύστημα αρχιτεκτονικής ασφάλειας και ελέγχου εξοπλισμών της Ευρώπης, όσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό σήμερα. Η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρη. Ακόμη και αν τα πράγματα εξελιχθούν με βάση το χειρότερο σενάριο, δεν θα πρέπει να έχουμε καμιά συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η πατρίδα μας πρέπει πάντα να αποτελεί φωνή που στηρίζει την ειρήνη και το διεθνές δίκαιο –μαζί– στην παγκόσμια σκηνή.
Όσον αφορά την επόμενη μέρα, μια αναβαθμισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, με αυτόνομη εξωτερική πολιτική και άμυνα, θα αποτελούσε εγγύηση και για την αποτροπή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου και για την ελληνική ασφάλεια. Και εδώ όμως υπάρχει ένα ερώτημα: Θα είναι πράγματι στρατηγικά αυτόνομη η ευρωπαϊκή άμυνα ή απλώς καθρέφτης και προέκταση του ΝΑΤΟ; Ακόμη σημαντικότερο, θα μπορέσει να αποτελέσει αυτόνομο, εξισορροπιστικό πόλο η ΕΕ στη διεθνή σκηνή; Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται: Θα επικρατήσει η γαλλική πρόταση, περί ευρωπαϊκής κυριαρχίας, ή οι αντίθετες, φιλοατλαντικές της Πολωνίας και των βαλτικών χωρών; Αν συμβεί το δεύτερο, το πιθανότερο είναι ότι το μέλλον κρύβει μια δυστοπική επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου, με προσέγγιση Ρωσίας – Κίνας και δραματική ένταση των διεθνών ανταγωνισμών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ