Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα, κύριε Μητσοτάκη – Του Ν. Στραβελάκη
-Δεύτερη από το τέλος η Ελλάδα στο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωζώνη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
«Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», λένε οι Κινέζοι. Στο σχήμα επάνω βλέπουμε το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2021 ανά χώρα (όλα τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από τη Eurostat). Βλέπουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, με κατά κεφαλήν εισόδημα λίγο πάνω από το 60% του μέσου εισοδήματος.
Είναι εντυπωσιακό ότι χώρες των Βαλκανίων, όπως η Ρουμανία και η Κροατία, βρίσκονται σε υψηλότερη θέση, όπως και οι άλλες δύο χώρες που υποβλήθηκαν σε Μνημόνιο, όπως η Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία έχει το δεύτερο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ένωση, παρόλο που το ιδιωτικό της χρέος έφτασε κατά περιόδους στο 900% του ΑΕΠ, αλλά και η Πορτογαλία έχει κατά κεφαλήν εισόδημα λίγο πάνω από το 70% του μέσου όρου.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι, συνολικά, η πορεία της Ελλάδας αλλά και των περισσότερων αδύναμων οικονομιών στην Ευρωζώνη είναι αποκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για την Ελλάδα αυτό φαίνεται στο σχήμα στα αριστερά, που δείχνει τη χρονική εξέλιξη του μέσου πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος (σε ευρώ) στην Ελλάδα (συνεχής γραμμή) και στην Ευρωζώνη (διακεκομμένη γραμμή) από το 2000 και μετά. Βλέπουμε ότι ενώ το εισόδημα βρισκόταν σε μια πορεία σύγκλισης από τη θέσπιση του ευρώ (2001) και μέχρι το 2007, στη συνέχεια υπάρχει η απόλυτη απόκλιση. Έτσι, η Ελλάδα, 20 χρόνια μετά την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της ελληνικής οικονομίας, έχει σχεδόν το ίδιο μέσο εισόδημα (17.500 ευρώ περίπου) με το 2000, ενώ στο μεσοδιάστημα έχουν αυξηθεί σημαντικά οι φόροι, κυρίως οι έμμεσοι, καθώς και το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και εσχάτως οι τιμές.
Με άλλα λόγια, η απόκλιση ανάμεσα στην Ελλάδα και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι πολύ πιο έντονη από αυτή που αποτυπώνει ο δείκτης του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την Έκθεση για τη Διεθνή Ανισότητα του 2021, όπου εκεί αναφέρεται (σελ. 12) ότι ο πλούτος του κατώτερου 50% των Ελλήνων είναι -2%. Δηλαδή, τα χαμηλά εισοδήματα χρωστούν περισσότερα χρήματα από την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και πιεστικά. Όμως νομίζω ότι συνοψίζονται στο εξής: Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία, μετά από δέκα και βάλε χρόνια λιτότητας και Μνημονίων, όχι μόνο να μη συγκλίνει αλλά και να αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Είναι προφανές ότι τα προγράμματα που εφαρμόσθηκαν ήταν σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Θεώρησαν ότι το πρόβλημα της οικονομίας ήταν οι υψηλοί μισθοί, που πυροδοτούσαν υψηλές τιμές, που με τη σειρά τους στηρίζονταν σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Στην πραγματικότητα, οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί τροφοδοτούνταν από τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αποτέλεσμα μιας αδύναμης αστικής τάξης, που στηριζόταν στις δημόσιες δαπάνες για την επιβίωση και αναπαραγωγή της. Όταν οι δημόσιες δαπάνες έπαψαν να υπάρχουν, το όλο σύστημα κατέρρευσε.
Έκτοτε ζούμε την αλληλουχία ευφάνταστων σεναρίων, που υποτίθεται θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Πρώτο και καλύτερο ήταν ότι η Ελλάδα θα αποτελούσε τον πυλώνα ολοκλήρωσης των Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό προφανώς έχει ξεπερασθεί από τα πράγματα, αφού αυτοί που θα βοηθούσαμε να ολοκληρωθούν έχουν υψηλότερο εισόδημα από εμάς. Μετά ήρθε το σενάριο της Φλόριντα της Ευρώπης. Δηλαδή, ενός γηροκομείου που θα φιλοξενούσε εύπορους ηλικιωμένους. Προφανώς ήταν μια φενάκη στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης. Ακολούθησε η πολιτική των καζίνο και του Ελληνικού, που, 20 χρόνια μετά τη μεταφορά του και 10 από την υποτιθέμενη πώλησή του, θα κοπεί και θα πουληθεί σε οικόπεδα. Ανάλογη κατάληξη είχε και το σχέδιο του αγωγού EastMed. Τέλος, πριν από μερικές εβδομάδες ο κ. Μητσοτάκης αυτοαναγορεύθηκε σε ακρίτα του Δυτικού Κόσμου, μη έχοντας συνειδητοποιήσει προφανώς ότι τα σύνορα είχαν τοποθετηθεί κάμποσες χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα (στα σύνορα Τουρκίας – Αρμενίας). Έτσι αναβίωσε το σενάριο του ενεργειακού κόμβου, με πρώτη πράξη την… τυχαία συνάντηση και το γεύμα Μητσοτάκη – Ερντογάν πριν από δύο εβδομάδες.
Είναι προφανές ότι η εγχώρια αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό αδυνατούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση και οι «σύμμαχοι» του Δυτικού Κόσμου έχουν σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Η μόνη λύση που βλέπω εγώ είναι η κινητοποίηση του κόσμου με αίτημα άμεσες κρατικές επενδύσεις και μισθολογικές αυξήσεις. Διαφορετικά, η φτωχοποίηση που θα υποστούμε θα είναι χειρότερη από εκείνη του 2009.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ