Η ένταση του πολέμου καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την πολιτική λύση στην Ουκρανία
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η μετατροπή του πολέμου στην Ουκρανία σε πόλεμο εντός των πόλεων τον καθιστά πολύ πιο αιματηρό και άγριο και πολλαπλασιάζει τις απώλειες των αμάχων.
Η Ρωσική πλευρά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιστορικές σχέσεις με την Ουκρανία και την παρουσία σ’ αυτήν συμπαγών Ρωσικών πληθυσμών, ήθελε να αποφύγει τη δημιουργία αγεφύρωτου ρήγματος με τους Ουκρανούς, που δεν θα επέτρεπε μια μελλοντική επαναπροσέγγιση Ρωσίας και Ουκρανίας. Η σκέψη αυτή καθοδήγησε την περιορισμένη επέμβαση το 2014 και την ανοχή που απεδείχθη στην πορτοκαλί επανάσταση της πλατείας Μεϊντάν, που ανέτρεψε τον υποτιθέμενο φιλορώσο Πρόεδρο Γιαννουκόβιτς.
Ο χρόνος που μεσολάβησε, μέχρι το 2022, αξιοποιήθηκε από τους Δυτικούς φίλους της Ουκρανίας για την ενίσχυσή της με οπλισμό, εκπαίδευση και στρατιωτική οργάνωση, γεγονός που είναι ορατό και στην πολύ μεγαλύτερη αντίσταση που προβάλλει στη Ρωσική εισβολή ο Ουκρανικός στρατός και η Ουκρανική Εθνοφυλακή, που σαφώς δεν ήταν αναμενόμενη από τη Ρωσική πλευρά.
Η σκληρή αυτή στροφή του πολέμου δεν αφήνει πλέον περιθώριο στη Ρωσική πλευρά να ελπίζει ότι θα μπορούσε να υπάρξει σύντομα επανόρθωση στις Ρωσο-Ουκρανικές σχέσεις. Η εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σκλήρυνση της Ρωσικής πολιτικής και να καταστήσει πιο δύσκολους και προβληματικούς τους όρους μιας πολιτικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, πριν από την εισβολή, η Ρωσική πλευρά ήταν έτοιμη να συζητήσει μια λύση ουδετερότητας της Ουκρανίας, με περιορισμούς στους εξοπλισμούς της και με σχετικά μικρές εδαφικές παραχωρήσεις (Κριμαία και δύο αυτόνομες περιοχές).
Το σκηνικό μετά την εισβολή άλλαξε επί τα χείρω, αλλά υπήρχε ακόμη η ελπίδα μιας πολιτικής λύσεως, χωρίς δραματικές ανακατατάξεις στον χάρτη. Η σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, που προδιαγράφει μακρά ρήξη και εντελώς αβέβαιη την ελπίδα επαναπροσεγγίσεως, θα εξωθήσει τη Ρωσική πλευρά προς πιο «οριστικές» λύσεις, που θα περιλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερες εδαφικές αναπροσαρμογές υπέρ της Ρωσίας και δραστικότερη επέμβαση στο καθεστώς ολόκληρης της Ουκρανίας, ώστε με τον τρόπο αυτό να «ρυθμισθεί», μια και καλή, το θέμα της Ουκρανίας.
Αυτό σημαίνει για τη Ρωσία ακόμη υψηλότερο τίμημα αλλά και αυξημένο κίνδυνο ενεργότερης Δυτικής παρεμβάσεως. Η Ρωσία επισείει, για τον λόγο αυτό, εκ νέου την ετοιμότητά της να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, εάν απειληθεί η ασφάλειά της, για να αποτρέψει αμεσότερη επέμβαση του ΝΑΤΟ και εμπλοκή της σ’ έναν παρατεταμένο συμβατικό πόλεμο με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Πώς θα εξελιχθούν τελικά τα πράγματα επί του πεδίου της μάχης; Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ενεργότερη, αλλά συγκεκαλυμμένη εμπλοκή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, με στόχο είτε να καταφερθεί μια επονείδιστη ήττα στα Ρωσικά στρατεύματα, που δεν φαίνεται καθόλου εφικτό, είτε να υπάρξει στρατιωτικό αδιέξοδο, που θα αναγκάσει τη Ρωσική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις, με αποδεκτούς όρους για την Ουκρανική πλευρά.
Και τα δύο σενάρια θα ήταν καταστροφικά και ταπεινωτικά για τη Ρωσική πλευρά και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό. Είναι βέβαιο, επομένως, ότι η Ρωσική πλευρά θα επιτείνει τις προσπάθειές της να επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους που έχει θέσει, ώστε είτε να επιβάλει τη λύση που επιθυμεί στην Ουκρανία, διά της ισχύος των όπλων, είτε να δεχθεί από θέση ισχύος μια κατάπαυση του πυρός, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε, ντε φάκτο, λύση επ’ αόριστον.
Αυτό που καθιστά πιο δύσκολα τα πράγματα είναι το γεγονός ότι δεν διαφεύγει κανενός ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία είναι μέρος και αιχμή μιας πολύ ευρύτερης συγκρούσεως μεταξύ ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Υπάρχουν, δυστυχώς, στην Ουάσινγκτον πολλοί θιασώτες μιας σκληρής γραμμής κατά της Ρωσίας, στο πνεύμα των γεωπολιτικών αντιλήψεων που είχε υποστηρίξει για την Ουκρανία ο γνωστός Πολωνο-Αμερικανός στρατηγιστής Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι. Ότι, δηλαδή, πρέπει η Ουκρανία να αποσπασθεί γεωπολιτικά από τη Ρωσία. Η τελευταία δεν μπορεί, έλεγε, να είναι αυτοκρατορία και γεωπολιτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ χωρίς την Ουκρανία. Θα υποβιβαζόταν σε μια περιφερειακή δύναμη της Ευρασίας.
Κοντά στις θεωρίες αυτές, που ασκούν ακόμη σημαντική επιρροή στην Ουάσινγκτον, είναι πολύ ζωντανές επίσης ακόμη οι μνήμες της δεκαετίας του ’90, που είδε την πλήρη πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και της Ρωσικής ισχύος. Σύμβολο της εποχής αυτής έγινε ο θλιβερός Πρόεδρος Γιέλτσιν, ο οποίος έφερε τη χώρα του στο έσχατο σημείο του χάους και της ταπεινώσεως. Με όχημα το καθεστώς Γιέλτσιν, επεβλήθη στη χώρα ένα ασυνάρτητο και εγκληματικό καθεστώς ακραίου νεοφιλελευθερισμού και ιδιωτικοποιήσεων, που ξεθεμελίωσε κυριολεκτικά τη χώρα και οδήγησε στη Μαφιοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Τότε ανδρώθηκαν από το πουθενά οι περίφημοι ολιγάρχες. Τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζακστάν και Βαλτικές χώρες. Σ’ αυτήν τη δεκαετία οι ΗΠΑ, διαπιστώνοντας την πλήρη αδυναμία της Ρωσίας, υπαναχώρησαν από τις υποσχέσεις που είχαν δώσει οι Δυτικοί ηγέτες στον τελευταίο Σοβιετικό ηγέτη Γκορμπατσόφ για μη επέκταση προς Ανατολάς του ΝΑΤΟ. Επενέβησαν επίσης, σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους, στη Γιουγκοσλαβία, στο πλαίσιο μιας πολιτικής γεωπολιτικής μεταλλάξεως των Βαλκανίων.
Μια άλλη παράμετρος της πολιτικής αυτής ήταν η περιβόητη παγκοσμιοποίηση, εμβληματικός, πολιτικός εκφραστής της οποίας υπήρξε ο Πρόεδρος Κλίντον, στην ίδια δεκαετία. Η Δυτική κυριαρχία στους φυσικούς πόρους της αχανούς Ρωσικής επικράτειας, μέσα από τις γνωστές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εκτιμάται ως κομβική για τη σταθερή επιβολή της παγκοσμιοποίησης, χωρίς τον κίνδυνο παλινδρομήσεως. Ο άλλος μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ, η Κίνα, δεν έχει πρόβλημα με την παγκοσμιοποίηση. Αντιθέτως, έγινε ένας από τους θερμότερους θιασώτες της, γιατί, λόγω της πολύ υψηλής ανταγωνιστικότητάς της και του συγκεντρωτικού εσωτερικού καθεστώτος της, τη μετέτρεψε σε μεγάλο πλεονέκτημα για τις εξαγωγές της.
Ο αμεσότερος κίνδυνος για την παγκοσμιοποίηση παρουσιάσθηκε στο ίδιο το εσωτερικό των ΗΠΑ με το φαινόμενο Τραμπ, που είναι πάντα παρόν και μπορεί να την απειλήσει εκ νέου στις ΗΠΑ. Μια ενδεχόμενη ανατροπή καθεστώτος στη Ρωσία θα άνοιγε νέες προοπτικές για την πολιτική αυτή και θα στερέωνε τη θέση των ΗΠΑ ως μοναδικής υπερδυνάμεως, η οποία θα κυριαρχούσε και σε μια Ευρώπη διευρυμένη στον μεγάλο Ευρασιατικό χώρο.
Οι σκέψεις και οι βλέψεις αυτές υπάρχουν στην Ουάσινγκτον, όσο ευφάνταστες και ανεδαφικές και αν φαίνονται. Από την άλλη πλευρά, ο Πούτιν είναι κυριολεκτικά τέκνο της οργής, που βγήκε μέσα από την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την ταπείνωση της περιόδου Γιέλτσιν. Έδωσε προτεραιότητα στην αναστύλωση της στρατιωτικής ισχύος της Ρωσίας και, στη συνέχεια, στη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Θεωρεί ως τελευταίο κεφάλαιο του ανορθωτικού του έργου την ανάταξη της γεωπολιτικής θέσεως της Ρωσίας, η οποία υπέστη διαδοχικά πλήγματα με την επέκταση του ΝΑΤΟ, την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, την ένταξη των Βαλτικών χωρών στο ΝΑΤΟ, τη στροφή προς τα Δυτικά της Γεωργίας στον Καύκασο. Στο πνεύμα αυτό, βλέπει τον κίνδυνο εντάξεως και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως τη σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Η θεώρηση αυτή των πραγμάτων από τις δύο πλευρές καθιστά τη σύγκρουση στην Ουκρανία πιο αδυσώπητη και επικίνδυνη.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: dw.com/el